18 Απριλίου (1η Μέρα)
“Roadburn Festival 2023 is Dead… Long Live Roadburn 2024”.
Με αυτή τη φράση σχεδόν κάθε χρόνο αποχαιρετάμε το φεστιβάλ για να υποδεχτούμε το επόμενο, χωρίς απαραίτητα να γνωρίσουμε ότι θα τα καταφέρουμε να παρευρεθούμε αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο το κάνουμε πράξη.
Φέτος για ακόμη μία φορά δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, ευθυγραμμίστηκαν τα άστρα και η αγαπημένη “Κυρία Υπομονετική” έβαλε για ακόμη μία φορά πλάτη, στηρίζοντας την αγάπη και την εμμονή μου με τη μουσική και το συγκεκριμένο φεστιβάλ για πολλοστή φορά, κάτι για το οποίο είμαι αιώνια ευγνώμων.
Από τις 18-21/4 το Roadburn Festival και η πόλη του Tilburg υποδέχτηκε για τέσσερις μέρες τους απανταχού “προσκυνητές” και τους έκανε κομμάτι του θεσμού και της πόλης και μέρος της μουσικής κληρονομιάς του πιο underground mainstream και από την ανάποδη του πιο mainstream underground Festival στον κόσμο, το οποίο φέτος έκανε την δική του “μετάβαση” ηχητικά και στυλιστικά.
Έτσι περάσαμε από το “ From Redefining Heaviness To Underground Futurism”…
Κάθε αρχή και δύσκολη δεν ισχύει εδώ ακόμα και αν είσαι πρωτάρης με την οργάνωση να τα κάνει όλα τόσο προσιτά και μην σου αφήνει περιθώριο για να δυσκολευτείς κάπου. Αφού πήραμε τα απαραίτητα wristbands, media passes, και τα πρώτα πολεμοφόδια τραβήξαμε πορεία για τους Hexvessel που παρουσίαζαν ολόκληρο το “Polar Veil” στη σκηνή του Terminal. Ο νέος δίσκος ζωντανά παίρνει άλλες διαστάσεις και με την Black Metal αισθητική του προεξέχοντος, η παρέα του Mat McNerney σαν άλλοι δρυΐδες άπλωσαν ένα ψυχρό πέπλο από πάνω μας, το οποίο έγινε οδηγός στο δάσος που περιηγηθήκαμε μέσα από Folk και Ambient μονοπάτια.
Ιδανικό όχι τόσο “Warm Up” show αλλά ξεκίνημα, προτού κατευθυνθούμε στη διπλανή σκηνή για το θυγατρικό αδερφάκι των “Yellow Eyes”, τους “Sunrise Patriot Motion” στους οποίους τα αδέρφια Skarstad επιδίδονται σε ένα Gothy Post Punk, με κραυγές ηχητικό υβρίδιο, όπου υπάρχει άφθονο λυρικό σκοτάδι και αποπνικτικοί ρυθμοί. Στο τέλος βέβαια με τα πιασάρικα hooks σου δινόταν η ευκαιρία να “κουνηθείς” αν το επιθυμούσες, με μία κάποια αισιοδοξία να αχνοφαίνεται.
Το Main Stage μας κάλεσε στη συνέχεια για ένα από τα πρώτα πολυαναμενόμενα project, που είναι τροφή για σκέψη για τον Άκη Καπράνο και την cinephile ομάδα του Midnight Express. Οι Wiegedood έχουν εμφανιστεί άλλες δύο φορές στο Φεστιβάλ, όμως την πιο ιδιαίτερη τη φύλαγαν για την τρίτη τους παρουσία, καθώς συνέθεσαν μουσική αποκλειστικά για την ταυτόχρονη προβολή της Ιαπωνικής βουβής ταινίας τρόμου “A Page of Madness”. Ένα οπτικοακουστικό ντοκουμέντο που μας καθήλωσε μέσα από τα τρομακτικά Black Metal ηχοτοπία, αποτελούμενα από δείγματα αποπνικτικής Jazz μεταξύ άλλων και πειραματικών ήχων.
Το τέλος των Βέλγων μας βρήκε να τρέχουμε για να προλάβουμε έστω και λίγο την εμφάνιση των Body Void, τους οποίους απολαύσαμε και πέρυσι αλλά δεν ήταν αρκετό. Υπέρβαρο Blackened Sludge μεγατόνων με Doom διαθέσεις επικαλυμμένο με noise και synth στρώματα, κάνοντάς το να φαντάζει απειλητικό και έντονο. Φέτος εμφανίστηκαν σαν κουαρτέτο και απέδωσαν το “Atrocity Machine” στην ολότητα του πέφτοντας πάνω μας σαν ταφόπλακα.
Στην συνέχεια επιστροφή στο Main Stage για λογαριασμό των Scaler και των Clipping, με ενδιάμεση στάση ξανά πίσω για λογαριασμό των Inter Arma, οι οποίοι έπειτα από επτά χρόνια μακριά από το φεστιβάλ, μας παρουσίασαν το “αιμοβόρο κτήνος” που ακούει στο όνομα “New Heaven”, και ποιος τους είδε και δεν τους φοβήθηκε.
Αν μου έλεγε κανείς πως βρίσκομαι σε άλλο fest, μετά και τις εμφανίσεις των Scaler και των Clipping, πιθανόν και να το πίστευα. Το Roadburn στα πλαίσια της δικής του “μουσικής μετάβασης”, όπως προείπαμε, και εξέλιξης έχει αγκαλιάσει την διαφορετικότητα και την στηρίζει εμπράκτως με νέα συγκροτήματα και μουσικές να κάνουν την εμφάνισή τους.
Οι Scaler ήταν το αποκορύφωμα την πρώτης μέρας, κατά την ταπεινή μου γνώμη, και μία από τις κορυφαίες εμφανίσεις του τετραημέρου. Οι φερέλπιδες από το Bristol πραγματώνουν τα αστρικά ταξίδια των Ozric Tentacles με περισσότερο φουτουρισμό, με την μουσική τους να αποτελεί ευχάριστο κατάλοιπο της Rave κουλτούρας με νεωτεριστικά electro στοιχεία. Στον δρόμο που χάραξαν οι Prodigy, Pendulum με σημαιοφόρο των Skazi και την κιθάρα του λοιπόν, πορεύονται και κατάφεραν με περίσσια άνεση να κάνουν το μονόχνωτο κοινό του Roadburn να χορέψει και όχι απλά να λικνιστεί με Drum ‘n’ Bass ρυθμούς. Θα μπορούσαν να κολλήσουν σε οποιοδήποτε festival, από το Boom και το Ozora μέχρι το Download και το Graspop ενώνοντας διαφορετικά κοινά με τον ήχο τους. Αξίζει να ασχοληθούμε περισσότερο με τη σκηνή του Bristol γιατί κάτι ωραίο αναδύεται είτε με τους Scaler είτε με τους Torpor φερ’ειπείν.
Το πειραματικό Hip Hop τρίο των Clipping στο πρώτο από τα δύο show, με τη μινιμαλιστική του αισθητική μας έκανε να θυμηθούμε τα νιάτα μας και να βιώσουμε μία μοναδική εμπειρία, διαμέσου μιας πειραματικής ενορχήστρωσης, εντυπωσιακών Beats, και της δυσοίωνης ατμόσφαιρας. Οι Jonathan Snipes και William Hutson φιγουράρουν στις σκιές, παρέχοντας το κινηματογραφικό ηχητικό τοπίο στον Daveed Diggs ώστε να ξερνάει τους στίχους του, αβίαστα με ταχύτητα και χωρίς κανένα συμβιβασμό. Θυμίζοντας το περσινό show της Backwash και το παλαιότερο του Dalek, ορίζουν την νέα μουσική τάση στο Φεστιβαλ.
Με το πέρας των Clipping, το πρώτο δίλημμα έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στους White Ward και τον Lord Spikeheart, με τον δεύτερο να κερδίζει στα σημεία και γιατί μετά δεν θα αναγκαζόμασταν να τρέξουμε να προλάβουμε την εμφάνιση της Chelsea Wolfe. Το δεύτερο ήμισυ των Κενυατών Duma τους οποίους απολαύσαμε πέρυσι, ο κατά κόσμον Martin Kanja, μας παρέσυρε στο μεταποκαλυπτικό του ταξίδι μέσα στην ηχητική ζούγκλα όπου δεν παραμονεύουν άγρια ζώα, μα industrial ήχοι, εκκωφαντικοί ρυθμοί, σκληρή Trance και “πνιγμένα” φωνητικά. Άξιο απορίας πως ένα και μόνο άτομο, έκανε τόσο ντόρο πραγματικά.
Με ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μας “πετάξαμε” στο Main Stage ,για την εμφάνιση της Chelsea Wolfe, προς αναζήτηση του κατάλληλου spot σε ένα ήδη γεμάτο venue. Με νέο δίσκο στις αποσκευές της, η σκοτεινή ιέρεια έκανε εμφάνιση αντάξια του ονόματός της και των προσδοκιών όλων μας. Το σκοτεινό της σκοτάδι, υπήρχε ή για την ακρίβεια συνυπήρχε με αχτίδες φωτός δημιουργώντας ένα στοιχείο διαύγειας. Σε όλη της την εμφάνιση γεμίσαμε μέσω της υποβλητικής σύνθεσης των τραγουδιών και του απαράμιλλου καλλιτεχνικού της οράματος.
Η εμφάνισή της ήταν έντονη συναισθηματικά και ολοκληρωτική μουσικά, παρόλα αυτά δεν κορέσαμε την όρεξη μας και γυρίσαμε πίσω στο Next stage για την επιστροφή των Royal Thunder έπειτα από 13 χρόνια με τις λιγοστές ενδείξεις ενέργειας, λίγο προτού μπούμε σε mode αδρανοποίησης. Η μπάντα πέρασε πολλά και κατάφερε να βγει αλώβητη, στεκόμενη στα πόδια της και θέλει να ξανά συστηθεί στο κοινό. Ίσως έτσι να δικαιολογείται το μέγεθος της σκηνής που έπαιξαν, και που αποδείχτηκε μικρή τελικά για αυτούς. Με ένα best of setlist, που δεν συμπεριλάμβανε την κομματάρα “The Knife”, κινούμενοι κάπου ανάμεσα σε μία διάσταση όπου η Janis Joplin τραγουδάει στους Led Zeppelin μας έστειλαν από εκεί που ήρθαμε για ορισμένες ώρες ξεκούρασης μέχρι την επόμενη και δεύτερη μέρα του φεστιβάλ. Την επιστροφή στην βάση με το αυτοκίνητο μονοπώλησε μουσικά η τρελοπαρέα των Scaler, μέχρι τελικής πτώσεως.
19 Απριλίου (2η Μέρα)
Δεύτερη μέρα και παρά το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια θα έπρεπε να προνοούμε καταστάσεις, την πατήσαμε σαν πρωτάρηδες και λόγω του άστατου καιρού και της βροχόπτωσης καθυστερήσαμε στο να βρούμε θέση στο Parking (δεδομένου ότι όλοι πήραν αυτοκίνητο), με αποτέλεσμα να χάσουμε την συνεργασία των Ragana με τους Drowse.
Όμως την ίδια στιγμή στο Hall of Fame, μας υποδέχτηκαν οι Darsombra (το δίδυμο των Brian Daniloski και της Ann Everton) με το Post Apocalyptic Trans Rock τους, όπως αυτό συστήνονται οι ίδιοι, για να συμφωνήσω και να προσθέσω με τη σειρά μου για τη μουσική τους “με το Synthesized Sludge τους”. Σε αρκετές στιγμές οι πειραματισμοί στην κιθάρα θύμιζαν τους Earth, τις περισσότερες φορές όμως η μουσική τους φαντάζει σαν οι Pink Floyd να χρησιμοποιούσαν άλλα “συμπληρώματα” διατροφής την δεκαετία του 70 με συνέπεια η μουσική τους να έχουν έναν fast forward χαρακτήρα.
Ιδανικό ξεκίνημα για τη μέρα με τη συνέχεια στο Main Stage για το commissioned show του Matt McNerney, ο οποίος αποκλειστικά για το Fest μας παρουσίασε το καινούριο project του “Music For Gloaming: A Nocturne by the Hexvessel Folk Assembly. Μέσα από μία μυστικιστική ατμόσφαιρα, με τους Hexvessel κατά βάση και εκλεκτούς καλεσμένους όπως ο Vicotnik, κάναμε μία σκοτεινή παγανιστική περιήγηση μέσα από Μαύρο Μεταλλικά δάση και χαθήκαμε σε Folk, Ambient μονοπάτια, γεμάτα στοιχειά, γιατροσόφια και μαγγανείες.
Το τέλος του show σηματοδότησε την επιδρομή μας για προμήθειες λίγο προτού οι Blood Incantation ανέβουν στην κεντρική σκηνή για πρώτη φορά παρουσιάζοντας τον δίσκο “Timewave Zero”. Two minutes to…Miaux (inside joke με την παρέα) πήγαμε να πάρουμε μία γεύση από την καλλιτέχνιδα Miaux, κατά κόσμον Mia Prce, η οποία ακροβατούσε ανάμεσα στις μουσικές του Vangelis, Tangerine Dream και Bo Hansson με τα υπέροχα πλήκτρα να μας γεμίζουν synth ευεξία, προλογίζοντας τους Αμερικανούς με τον πιο ταιριαστό τρόπο.
Μετά από το ηχητικό χαλί της Miaux βρήκαμε θέση για την πολυαναμενόμενη εμφάνιση των Blood Incantation, όπου πάνω στην σκηνή δεν υπήρχαν τα κλασικά όργανα, παρά τέσσερα μικρά deck με πλήκτρα για να αποδώσουν την ατμοσφαιρική ambient μουσική τους. Δείγμα μουσικότητας και παιδείας από ανθρώπους με όραμα χωρίς να περιορίζονται σε στεγανά. Η εμφάνιση της μπάντας μας οδήγησε να κοιτάμε το ταβάνι, σαν να είχαμε μεταφερθεί στην έρημο Atacama και ψάχναμε τα αστέρια, καθώς η κοσμική μουσική τους έγινε δίαυλος επικοινωνίας με ανώτερες δυνάμεις και όντα. Μαγευτική εμφάνιση από το συγκρότημα, που με την δημιουργική του δράση εμφάνισε συμπτώματα ηχητικής ενόρασης και ψήγματα διορατικότητας για την μουσική στο μέλλον.
Λίγο πριν τελειώσει οριστικά η εμφάνιση των Blood Incantation, είχαμε εφαρμόσει τη ρήση “Τρεχάτε ποδαράκια μου, να μην σας φτάσει ο κώλος” σε πράξη για λογαριασμό των Deaf Club, του νέου οχήματος του Justin Pearson (Dead Cross, The Locust) που παίζανε στο The Engine Stage ( Για να καταλάβετε υπάρχει μία απόσταση 8-10 λεπτών μέσα από την πόλη, με φανάρια να φτάσεις εκεί από το Main Stage). Για την αμφιλεγόμενη περσόνα του Pearson θα ακούσεις αρκετά, και αν δεις και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του “Don’t Fall in Love with Yourself” θα δεις ακόμα περισσότερα. Αυτό όμως που δεν χωρά αμφιβολία είναι οι τόνοι μουσικής που αντιλαμβάνεται και η ικανότητα της τραγουδοποιίας που τον χαρακτηρίζει. Από τις καλύτερες εμφανίσεις του φεστιβάλ, απέδωσαν με τους Deaf Club το Screamo Post Hardcore τους, σε έντονη crust φρενίτιδα και grindcore παράνοια με τον κόσμο να ανταποκρίνεται με crowd-surfing, κάτι που για τα δεδομένα εκεί είναι δείγμα έξαψης και ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει.
Με τους Forest Sword (aka Matthew Barnes) να έχουν ξεκινήσει, αφήσαμε για ακόμη μία φορά τα πνευμόνια μας από το τρέξιμο και βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε ορισμένα κομμάτια, λίγο πριν το show των Dool, όπου θα έπαιζαν τον ακυκλοφόρητο μέχρι εκείνη τη στιγμή καινούριο δίσκο τους. Οι Forest Sword μας χάρισαν ατμοσφαιρικές μελωδίες, με ένα ηλεκτρονικό υφαντό από Electronica, Dub και Ambient ήχους, να λειτουργει σαν “θεϊκή επιστολή” της οποίας γίναμε κοινωνοί.
Η ώρα είχε πάει 19:10 και οι Ολλανδοί Dool πήραν θέση στην κεντρική σκηνή, με τον κόσμο να επευφημεί από νωρίς. Είχα ξαναδεί την μπάντα στην πρώτη της εμφάνιση το 2016 και από τότε έχει μεγαλώσει, μεταβαίνοντας από το υπερβολικά μικρό bar Cul de Sac των μερικών δεκάδων κόσμου στη μεγάλη σκηνή στα πλαίσια του οριακά σχεδόν γεμάτου χώρου. Η μπάντα εκτέλεσε άψογα το αποκρυφιστικό Progressive Metal της, που θα γουσταρουν και οι γότθοι και οι Doom οπαδοί, και για το οποίο ο Selim Lemouchi θα έδινε τα εύσημα από εκεί ψηλά. Το “Shape of Fluidity” θα μας απασχολήσει αρκετά την τρέχουσα χρονιά, το μόνο σίγουρο.
Για καλή μας τύχη οι αγαπημένοι Xiu Xiu θα έπαιζαν στη διπλανή σκηνή, οπότε βρεθήκαμε κοντά τους, ενώ σε λίγο είχε γεμίσει η σκηνή, πράγμα που σημαίνει ότι περιμένεις καρτερικά στην ουρά μέχρι να βγει κάποιος/α/ο για να μπεις. Το αυτονόητο λοιπόν, πολιτισμένα χωρίς σπρωξίδια και μπαχαλακισμούς. Βέβαια ακόμα και να θέλεις να πιέσεις καταστάσεις, οι πάντα ευγενικοί και χαμογελαστοί υπεύθυνοι ασφαλείας σε νουθετούν κατάλληλα. Το artistic duo παρουσίασε με δόσεις θεατρικότητας και εκτελεστικής ακρίβειας ακυκλοφόρητα τραγούδια από τον επόμενο δίσκο. Μέσα από την ιδιαίτερη Avant-Rock, πειραματική Pop και ονειρική τους Electronica τους απολαύσαμε και κουνήσαμε κατά κάποιον τρόπο τους γοφούς μας και δώσαμε τα σέβη μας στον εκπληκτικό Jamie Stewart.
Χωρίς να χρειαστεί να ιδρώσουμε, όχι ότι ο καιρός θα μας άφηνε με το κρύο και την υγρασία να καραδοκεί, χαράξαμε πορεία για την εμφάνιση των Health, οι οποίοι πριν από δύο χρόνια τάραξαν τα νερά του Roadburn. Και όπως και στις περισσότερες των αντίστοιχων περιπτώσεων, οι υπεύθυνοι δεν αφήνουν την ευκαιρία και κλείνουν εκ νέου τα συγκροτήματα. Οι Health λοιπόν επέστρεψαν μετά “βαΐων και κλάδων” και έφεραν την Techno κουλτούρα στο Main Stage, μέσα από την αγάπη τους για συγκροτήματα όπως οι NIN, Depeche Mode, Godflesh μεταξύ πολλών άλλων. Χορευτική και ανεβαστική μουσική με αρκετή ένταση με κρυστάλλινο ήχο και light show για σεμινάριο. Το “Rat Wars” είναι ένας δίσκος που αξίζει την προσοχή σας, ορίζοντας κάτι φρέσκο στα μουσικά δρώμενα. Το Highlight του Merch stand, με δεύτερο σε σειρά το thong των Patriarchy, πάντως δικαιωματικά ανήκει στην μπάντα ,καθώς το but-plug με το logo τους έγινε ανάρπαστο και τελικά εξαντλήθηκε…
Μία προσωπική εκτίμηση με ευρεία αποδοχή από όλο το κόσμο, έπειτα και από φιλικές κουβέντες στα κενά μεταξύ των συναυλιών, είναι το άκρως επαγγελματικό επίπεδο στον ύψιστο βαθμό στο κομμάτι του ήχου, των φώτων και ότι έχει να κάνει με το stage show. Κάθε εμφάνιση γινόταν βιωματική για όλους, με αποκορύφωμα ίσως την εμφάνιση των Blood Incantation, όπου το light show θύμιζε σκηνικό από την ταινία Tron που σε είχε εγκλωβίσει μέσα του. Το αξιοπερίεργο είναι το γεγονός πως ο κόσμος άπλωνε τα χέρια του και έπαιζε με τις αχτίδες των φώτων, κάτι που φάνηκε πολύ όμορφο να το παρατηρείς από ψηλά τον εξώστη.
Η μεγάλη αναμονή ήταν η εμφάνιση των Royal Thunder στην κεντρική σκηνή, όμως πριν από αυτό οι Tusmorke έφεραν μαζί τους τη Νορβηγική ψυχεδέλεια και ένα συνονθύλευμα από Prog, Psych, Folk μέχρι και ανεπαίσθητο Funk στον ήχο τους. Μοναδικό dress code και εκπληκτική αίσθηση του χιούμορ, σε σημεία να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε stand up comedy show. Η μπάντα μας κέρδισε με τα νέα τραγούδια από τον επερχόμενο δίσκο “Hestehoven” και ορισμένα ακυκλοφόρητα ακόμα.
Η ώρα είχε πάει 23:10 και μετά την χθεσινή εμφάνιση όπου μας επανασυστήθηκαν, οι Royal Thunder ανέβηκαν στην κεντρική σκηνή αποπνέοντας σιγουριά και εμπιστοσύνη στους ίδιους. Ενώ την προηγούμενη μέρα είχαν γεμίσει το next stage δεν γέμισαν στον αναμενόμενο βαθμό το main stage, και αυτό ίσως έχει να κάνει με τις εμφανίσεις την ίδια ώρα των Clipping, Patriarchy, Stormo και Albert Jupiter. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την μπάντα να παρουσιάσει στην ολότητα τον τελευταίο δίσκο “Rebuilding The Mountain”, ο οποίος χαίρει φοβερής αποδοχής και εκτίμησης. Παράδοξο για ένα trio να δημιουργεί ένα τέτοιο wall of sound εμπνευσμένο από τα 70s, με τα παρακλάδια του Grunge, του Progressive Rock και του Psych Rock να τους θεμελιώνουν ισχυρά και ανθεκτικά και για την νέα δεκαετία. Αψεγάδιαστος ήχος με σκηνική εμφάνιση σεμιναριακού επιπέδου, φέρνοντας κατά νου και τους έτερους Αμερικανούς από την πολιτεία τηε Georgia, Baroness και την εκπληκτική εμφάνιση τους πίσω στο 2017.
Το τέλος της εμφάνισης των Royal Thunder, σήμανε και το τέλος της δεύτερης μέρας για μας με μία σύντομη βόλτα στους Echoes of Zoo και στον Alber Jubiter για ορισμένα motorik beats για το δρόμο, προς αναζήτηση της Krautrock ψυχεδέλειας κατά την διαδρομή της επιστροφής στην βάση του Hilversum.
Special thanks to Roadburn Festival for the hospitality and Peter Troest for being such a cool guy.
667