Το ετήσιο προσκύνημα στο φεστιβάλ του “Καμένου Οδοστρώματος” στη βόρεια Βραβάντη, έλαβε χώρα για ακόμη μία φορά φέτος μεταξύ 20-23 Απριλίου. Πόσο ταιριαστή ημερομηνία 4/20 για την έναρξη μίας ακόμα μουσικής σύμπραξης και μίας γιορτής της ελευθεριάζουσας διάθεσης χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις.
Για τον γράφοντα εδώ και σχεδόν δύο γεμάτες δεκαετίες η παρουσία του στο μουσικό οδοιπορικό του Roadburn Festival είναι μία συνήθεια που έγινε λατρεία. Η πόλη του Tilburg έβαλε τα καλά της για να υποδεχτεί τους απανταχού Roadburners οι οποίοι κατέκλυσαν την πόλη και το φεστιβάλ δίνοντας χρώμα και αίσθηση με την παρουσία τους. Μπορεί να μην έβαλαν κόκκινα χαλιά, όμως κυριάρχησε η “πράσινη ενέργεια” και οι Eco-Friendly διαθέσεις, σε συνδυασμό με την ευγένεια και τη γενικότερη φιλοξενία των κατοίκων. Δεδομένου ότι το φεστιβάλ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Tilburg (από όταν έφυγε από το Eindhoven) και όλοι ζουν και αναπνέουν για το τετραήμερο κάθε χρόνο του Απριλίου. Έτσι η λέξη φιλοξενία αν και προέρχεται από την ελληνική γλώσσα, δεν αποτελεί προνόμιο μόνο δικό μας.
To Roadburn ανταποκρίνεται κάθε χρόνο στις προσδοκίες μας και σαν ζωντανός οργανισμός αναπροσαρμόζεται στις εξελίξεις και τις επιταγές του μουσικού κόσμου πρωτοτυπώντας και χαράσσοντας τη δική του πορεία. Φέτος το γνωμικό που διαχειρίστηκαν ήταν αυτολεξεί “Redefining Heaviness”. Προσπαθώντας να προσεγγίσουν την έννοια της “βαρύτητας” της μουσικής και της έννοιας του “θορύβου”, όχι απαραίτητα μέσω της ηχητικής ακρότητας και της τεχνικής και εκτελεστικής κατάρτισης των συγκροτημάτων, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις δίνοντας χώρο στη συναισθηματική πλευρά και τη φορτισμένη ατμόσφαιρα ως απόρροια της μουσικότητας. Για τον λόγο αυτόν προσκλήθηκαν ετερόκλητα συγκροτήματα για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό, και το έπραξαν στην εντέλεια.
Η πρώτη μέρα του φεστιβάλ ξεκίνησε με την παραλαβή των απαραίτητων wristbands και την αγορά των πρώτων εφοδίων, καθώς με το που ξεκινήσουν οι εμφανίσεις των συγκροτημάτων ξεκινάει ένας μαραθώνιος μεταξύ των stage και η αλήθεια είναι ότι οι αποστάσεις μεταξύ του main stage και next stage (Popodium 013) με τα engine room και Terminal (Koelpehall) και Hall of Fame, δεν είναι και οι πιο κοντινές και απαιτείται συντήρηση δυνάμεων και καλός προγραμματισμός.
Όπως αντιλαμβάνεστε, δεν υπάρχει περίπτωση κανείς να δει όλα τα συγκροτήματα και κρίνεται απαραίτητη η επιλογή από πριν, αν και αυτό πάντα είναι κάτι δυναμικό και έγκειται στις συνθήκες της στιγμής. Εμείς θα αναφέρουμε όσα μπορέσαμε να δούμε και αποκτήσαμε εικόνα και όχι κατά προσέγγιση.
Στις 14:00 ακριβώς οι πρώτες νότες από τους Ελβετούς Yrre άνοιξαν την αυλαία. Η εμφάνιση της νεοσύστατης μπάντας, που ανήκει στο ρόστερ της Hummus Records στο Terminal stage, αφορούσε την παρουσίαση του soundtrack της ταινίας The Witch (του σκηνοθέτη Robert Eggers), η μουσική της οποίας αρχικά εξυπηρέτησε τη μουσική επένδυση της ταινίας και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σαν ντεμπούτο δίσκος για το συγκρότημα. Αψεγάδιαστη ισορροπία μεταξύ Black Metal, Ambient, Post, Noise και Drone στοιχείων έδωσαν το έναυσμα για καλό κατευόδιο για το τετραήμερο.
Στη συνέχεια ο γνωστός και μη εξαιρετέος Tomas Liljedahl (Breach, The Old Wind) και οι Norna πήραν τη σκυτάλη (ενώ την ίδια στιγμή Grift και OvO έπαιζαν στις διπλανές σκηνές) και έστησαν ένα θορυβώδες wall of sound για τρίο και μας το πέταξαν στα μούτρα και βαθιά στα αυτιά. Βαριά και σκοτεινή μουσική, με τον ηχητικό όγκο των κομματιών ικανό να σε πνίξει και να σε συνθλίψει αλλάζοντάς σου την ψυχοσύνθεση. Τo “Star Is Way Way Is Eye” είναι ένας δίσκος που αξίζει την προσοχή όσων εκθειάζουν των Tomas και αρέσκονται σε Sludge/Post Hardcore μονοπάτια.
Τρεχάτε ποδαράκια μου και αλλαγή τοπίου καθώς οδηγούμαστε στο Main Stage για το πρώτο commissioned show του φεστιβάλ από τους John Cxnner και την παρουσίαση του “All My Futures Past”. Ακόμα και για τα δεδομένα του Roadburn, εμφανίσεις σαν και δαύτη δεν είναι συνηθισμένες αλλά είναι σίγουρα καλοδεχούμενες. Το crew του φεστιβάλ όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο να αφιερώσει μια πλατφόρμα σε underground καλλιτέχνες. Πίσω από το project αυτό βρίσκονται τα αδέρφια Ketil και Rasmus G.Sejersen, οι οποίοι αποτελούν επίσης το ήμισυ των LLNN. Το θέαμα εκπληκτικό, καθώς μία ας το πούμε Metal (Hip Hop) Opera με βάση την Electronica και Dance μουσική έπαιρνε σάρκα και οστά στο stage και μία πληθώρα τραγουδιστών με growl και σχισμένα φωνητικά προσέδιδαν μία ισχυρή δόση θεατρικότητας στην εμφάνιση. Ουσιαστικά γίναμε όλοι μάρτυρες της εξερεύνησης της βαρύτητας του hardcore και του metal μέσω του dark electro – με τη βοήθεια μιας ομάδας μουσικών που προέρχονται από την ίδια δανική σκηνή DIY στην οποία μεγάλωσαν και τα αδέρφια Sejersen.
Δυστυχώς όπως προαναφέραμε πάντα θα τίθεται το θέμα της επιλογής και λόγω σχεδόν της κοινής ώρας εμφάνισης κατά το ήμιση με τους John Cxnner, οι Predatory Void μας καλούσαν σαν τις σειρήνες πάλι πίσω στο Koepelhal και συγκεκριμένα στο The Terminal Stage. Αυτό που βιώνουν οι Predatory Void τη δεδομένη στιγμή είναι πως προηγείται η φήμη τους και όχι άδικα, με ένα ιδιαίτερο hype να έχει δημιουργηθεί. Χωρίς να έχει κυκλοφορήσει ο δίσκος τους “Seven Keys Τo the Discomfort of Being” και χωρίς να έχουν παίξει ζωντανά, βρίσκονται προσκεκλημένοι σε αποκλειστικότητα να τον παίξουν στην ολότητά του. Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που καθιστούν τόσο μοναδικό και ιδιαίτερο αυτό το Fest. Προερχόμενοι από την Βελγική underground σκηνή με μέλη από Amenra, Oathbreaker, Aborted και Cross Bringer υιοθετούν πιο σκληρά στοιχεία και κλίνοντας προς το Black και Death metal. Η αύρα των Amenra υπάρχει και πώς δεν θα μπορούσε βέβαια, όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό και στα δεδομένα μιας πιο συμβατικής μπάντας. Συνηθίζουμε να χαρακτηρίσουμε με την φράση blackened Sludge, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με Sludgened Black γιατί αυτό που πηγάζει είναι πολύ black, με αυξομειωμένες εντάσεις και ταχύτητες. Εμφάνιση που υποχρεωτικά έπρεπε να παρακολουθήσεις από την αρχή μέχρι το τέλος στην ολότητά της για να βιώσεις την απόλυτη εμπειρία. Αν και εφόσον έρθουν από την χώρα μας θα τους υποδεχτούμε με τα χρώματα του φασεϊσμού.
Η συνέχεια ηλεκτρισμένη με τους Burst και τους Enphin να παίζουν την ίδια ώρα και την πλάστιγγα να γέρνει προς τους επανασυνδεδεμένους μετά από 15 χρόνια Σουηδούς. Για το story οι Φινλανδοί αποτελούνται από μέλη των Mr. Peter Hayden και κραδαίνουν έναν πελώριο ήχο που αποστάζει στοιχεία doom metal, ψυχεδέλειας, ambient και post-rock με εντελώς ευφάνταστους τρόπους. Στις 17:30 οι Burst ανέβηκαν στην σκηνή και μία δόση νοσταλγίας και ρίγη συγκίνησης αναδύθηκαν από το κατάμεστο main stage συμπεριλαμβανομένου και εμού. Όσοι είχαν παρακολουθήσει την εμφάνισή τους στην χώρα μας στο Texas Necropolis αντιλαμβάνονται το μεγαλείο των Σουηδών και του ανυπέρβλητου “Lazarus Bird”. Αναμενόμενη εμφάνιση με αναπάντεχες ατυχίες δυστυχώς. Η μπάντα ήταν σε καλή διάθεση κινήθηκε σε ένα best of setlist με τον Linus Jägerskog να κερδίζει της εντυπώσεις με την απίστευτη ευφράδεια και διαδραστικότητα με το κοινό, σε συνδυασμό με την καταλυτική του φωνή. Ο Jesper Liveröd στεκόταν αγέρωχος γεμίζοντας κάθε εκατοστό του χώρου με τις ογκώδεις μπασογραμμές, ενώ οι έταιροι bandmates απέδιδαν με εκτελεστική δεινότητα τα σημεία τους. Ακόμα και αν έχεις φτιάξει έναν αψεγάδιαστο δίσκο από πλευράς παραγωγής, όπως ήταν το “Lazarus Bird”, η ζωντανή του μεταφορά ακόμα και για τα δεδομένα τέτοιου είδους festival είναι δύσκολη. Ο όγκος στις κιθάρες ήταν χαμένος, όμως αυτό που ήταν μαχαιριά στην καρδιά ήταν στο “ I Hold Vertigo” όπου η κιθάρα του Jonas Rydberg στην μέση του κομματιού μας άφησε στα κρύα του λουτρού, συνεχίζοντας με μία κιθάρα για λίγα δεύτερα που φάνηκαν για αιωνιότητα. Πάντως ο κόσμος δεν ξενέρωσε τόσο όσο η μπάντα, καθώς ζούσε την δική του ονείρωξη και τίποτα δεν θα το χάλαγε αυτό.
Έχοντας τουλάχιστον είκοσι λεπτά μέχρι το επόμενο act των Body Void μία βόλτα από το merch stand που θύμιζε εμπορικό κατάστημα ήταν απαραίτητη για χαλαρό shopping therapy. Στα καπάκια λοιπόν, το Sludge τρίο των Αμερικανών με την πληθωρική του παρουσία μας έδωσε ένα δυσβάστακτο φορτίο αποτελούμενο από riffs λασπώδη μεγατόνων και έναν όγκο που έκανε τις ωτοασπίδες αναγκαιότητα. Queer ανησυχίες από την μπάντα με κοινωνική ενσυναίσθηση, στοιχεία που πρωτοστάτησαν στην φετινή έκδοση του Roadburn από το σύνολο των συγκροτημάτων και των συντελεστών.
Μετά από ένα εικοσάλεπτο σετ που παρακολουθήσαμε η μετάβαση για την εμφάνιση της Julie Christmas ήταν αστραπιαία. Η καθηλωτική Julie στολισμένη με φώτα νέον μας έφερε τα Χριστούγεννα πολύ νωρίτερα κάνοντάς μας δώρο την εμφάνισή της. Η παρουσία του Johannes Perssons (Cult of Luna) ήταν καταλύτης και οι κιθαριστικοί του πειραματισμοί κατέστησαν την εμφάνιση απλά συγκλονιστική και ένα από τα highlight της βραδιάς και όχι μόνο. Αχτύπητο δίδυμο οι δυο τους, με φοβερή χημεία και πραγματικά τρίβουμε τα χέρια για μία επερχόμενη συνεργασία.
Με το πέρας της εμφάνισης και τη χρήση του διακτινισμού βρεθήκαμε στους Βέλγους Crouch οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει να ταλαιπωρούν ευχάριστα το κοινό με έναν Post/Sludge ορυμαγδό και μία σκοτεινή διάθεση να περιρρέεται στην ατμόσφαιρα. Αποτελούμενοι από μέλη των Wiegedood, κατευάζουν ταχύτητες διατηρώντας το όλο heaviness και την ηχητική τους ταυτότητα. Θα περιοδεύσουν με τους Eyehategod ανά την Ευρώπη, οπότε αξίζει να τους πετύχεις κάπου.
Στην πορεία όσο περνούσε η ώρα και πλησιάζαμε με τη συνοδεία του φεγγαριού στα μεγάλα ονόματα της βραδιάς, ήρθε και το μεγάλο δίλημμα όσον αφορά την επιλογή των Deafheaven παίζοντας το “Sunbather” στην ολότητά του στο main stage και των Ιαπώνων Bo Ningen οι οποίοι θα παρουσίαζαν το project Far East Electric Psychedelic. Δεδομένου ότι οι Καλιφορνέζοι θα έπαιζαν ξανά τις επόμενες μέρες και επιπρόσθετα τους έχουμε απολαύσει ξανά στο παρελθόν, μας έλυσε τα χέρια και παραμείναμε στο Koepelhal και συγκεκριμένα στο The Terminal stage. Και αν με ρωτάτε η επιλογή μας δικαίωσε από όλες τις απόψεις, καθότι οι Ιάπωνες ψυχεδελοφρίκουλες μας κέρασαν ψυχεδέλεια στον υπερθετικό βαθμό και κρατήσαμε και για τις υπόλοιπες μέρες. Εκπληκτική απόδοση από την κολεκτίβα σε όλους τους τομείς. Τα μέλη εκτός από μουσικοί είναι εικαστικοί και καλλιτέχνες γενικότερα και η θεατρικότητα και η εκφραστικότητα οδηγούσαν τις συνθέσεις σε παρανοϊκούς ρυθμούς. Αν έχουμε και τρίτο μάτι, τότε αυτό άνοιξε το βράδυ της Πέμπτης για να μπορέσει να αποκωδικοποιήσει ότι διαδραματιζόταν πάνω στην σκηνή. Μαγική εμφάνιση με Space και Post κατευθύνσεις και μία από τις καλύτερες για τον γράφοντα σε όλο το τετραήμερο. Οι Ιάπωνες δείχνουν τον δρόμο και αξίζει να τον ακολουθήσεις στο άπειρο, στην Ανατολή και ακόμα παραπέρα.
Με το πέρας της εμφάνισης των Bo Ningen και με την κόπωση δειλά δειλά να καταφτάνει, κατευθυνθήκαμε για τελευταία φορά στο main stage για την κατακλείδα με τον Soft Moon να παίζει τον τελευταίο δίσκο “Exister”. Ένα εκλεπτυσμένο ταξίδι στο industrial darkwave και μία συναισθηματική εξερεύνηση μέσα από σκοτεινά χορευτικούς ύμνους. Ιδανικό κλείσιμο της πρώτης μέρας αν και αμφιλεγόμενο το set του Luis Vasquez, μας οδήγησαν στο δρόμο της επιστροφής και της βάσης στο Hilversum υπό τους ήχους του Toba Trance ii για αποθεραπεία και αποσυμφόρηση μέχρι την επόμενη μέρα.
Θετικότατο πρόσημο ο απολογισμός της πρώτης μέρας και αναμονή για την ευχάριστη ηχητική λούπα της Παρασκευής 21/4 για την δεύτερη μέρα.
657