Είδος: Post Hardcore/ Alternative Rock
Δισκογραφική: Epitaph Records
Ημ. Κυκλοφορίας: 13 Αυγούστου 2021
Κάποια πράγματα με την πάροδο του χρόνου ωριμάζουν αργά, ίσως και σαδιστικά αργά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ένα καλό κρασί θωρακίζει και δένει τις γεύσεις του καθώς ζυμώνεται μέσα σε κάποιο κελάρι, ή όπως αντίστοιχα τα αρώματα αποκτούν την τελική τους ευωδιαστή υφή λίγο πριν η επιλογή τους εκφράσει την προσωπικότητα του επιλογέα, καθώς το άρωμα αγκαλιάζει την επιδερμίδα ξετυλίγοντας το μοναδικό του χαρακτήρα και γίνει ένα με αυτό.
Μία παραπλήσια αισθησιακή, μυστηριώδης και επαναστατική διαδικασία ζύμωσης υπό μορφή κάποιας ιεροτελεστίας έχει υποστεί και η μουσική των Quicksand αισίως επί τρεις δεκαετίες πλέον. Ο χρόνος έχει υπάρξει ιδανικός σύμμαχος και έχει φερθεί καλά τους Νεοϋορκέζους Alternative/Post Hardcore πιονέρους, στα τραγούδια και κατεπέκταση στη μουσική τους παρουσία γενικότερα, η οποία είναι πιο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ. Ιδιαίτερα ο αειθαλής Walter Schreifels στα 52 του χρόνια παρακαλώ, ιθύνους νους πίσω από την μπάντα και κύρια δημιουργική δύναμη πίσω από συγκροτήματα όπως Gorilla Biscuits, Youth of Today, Moondog, Rival Schools (και η λίστα δεν έχει τελειωμό) απολαμβάνει μία δεύτερη νεότητα. Η προσωπικότητά του παραμένει επιδραστική και αναλλοίωτη ενόσω λατρεύεται από το σύνολο της Hardcore σκηνής, γι’ αυτό άλλωστε μόνο τυχαία δεν θα μπορούσε να είναι η επιλογή του στο πρώτο επεισόδιο του heavy metal talked show “Two Minutes To Late Night”, αποτελώντας στην καλλιτεχνική πορεία που έχει μέχρι τώρα χαράξει βασική επιρροή του Stephen Brodsky (frontman και guitar riff master των Mutoid Man οι οποίοι είχαν αναλάβει τη μουσική επένδυση της εκπομπής στα δύο χρόνια προβολής της).
Το Νεοϋορκέζικο τρίο φιγουράρει σε άρθρα, λίστες, έντυπα μαζί με ονόματα -ενδεικτικά αναφέροντας Fugazi, Helmet, Thursday, Failure, Higher Power- καθότι έχει υπάρξει ακρογωνιαίος λίθος για τον ήχο και το ιδίωμα που ακολουθεί πιστά, γεγονός που επηρρέασε γεννιές νεώτερων μουσικών σχημάτων όπως At The Drive In, Cave In, Deftones και Torche. Και μπορεί στους περισσότερους μουσικόφιλους να μην λέει πολλά σαν όνομα, παρά να τυγχάνει αναγνώρισης στα πλαίσια σφαιρικής εγκυκλοπαιδικής γνώσης, πάραυτα όμως; δημιουργεί το εξής παράδοξο: αποτελεί αγαπημένο συγκρότημα των αγαπημένων μας συγκροτημάτων και αυτό εξηγεί πολλά.
Τρεις δεκαετίες ζωής και με την μπάντα να απαριθμεί μόλις τέσσερις δίσκους μέσα από μεγάλα διαστήματα αδράνειας και αλλεπάλληλα reunions, ο μύθος τους καλά κρατεί ψηλά στο βωμό της επιδραστικότητας. Μετά το “Interiors” δίσκο του 2017 η μπάντα επιστρέφει εμφατικά με το “Distant Populations” αναβιώνοντας τον ήχο των 90s, καταστρώνοντας έναν ηχητικό παραλληλισμό με το ντεμπούτο τους άλμπουμ “Slip” από το μακρινό 1993. Ακόμα και το εξώφυλλο δημουργεί άρρηκτες σχέσεις με την εν λόγω δεκαετία, παρόλο που φέρνει κατά νου τα φιλοτεχνήματα των Ozric Tentacles. Στον καινούριο δίσκο η μπάντα προτάσσει το κοινωνικό της πρόσωπο και τις εύλογες ανηχυχίες και ευαισθησίες της, αντλώντας έμπνευση από τις ταξικές αναπαραστάσεις των ημερών καθώς καταπιάνεται με θέματα που αφορούν την απομόνωση, αποξένωση και γενικότερα συνθήκες αποσύνδεσης, ενόσω φωνάζουν απών από τα κοινά της σύγχρονης ζωής, και ως απόρροια αυτών ο δίσκος αποκτά μια αίσθηση ισχυρού συναισθηματικού βάρους.
Και τι πιο ταιριαστό για τη μουσική επένδυση από ένα εναλλακτικό Post Hardcore ντελίριο, όπως αυτό εκτυλλίσεται και εξελίσεται μέσα από τα 32 λεπτά του “Distant Populations” όπου φαντάζουν αρκετά, παρά την αμφιλεγόμενη διάρκεια, για να περάσουν το μήνυμα. Καθώς εξακολουθεί να ωφελείται πολύ από την καλή αίσθηση “βηματοδότησης”, ροής και διακύμανσης που διαθέτει, οι κύριοι Walter Schreifels, Alan Cage και Sergio Vega βγάζουν ενέργεια σε δυσανάλογη (προς τα πάνω) ποσότητα με τα χρόνια που ακολουθούν την πλάτη τους, αλλά σε ανάλογη και πολλαπλάσια με τα cojones που κρύβουν, και παίζουν σαν τρελαμένοι από την κ@υλα νεανίες, χαράζοντας τον δρόμο αντί με ροδοπέταλα, με industrial-ίζον riffs που σε σκίζουν σαν ξυράφια με βελούδινο και συνάμα μελωδικό τρόπο, trademark για το πώς πρέπει να ακούγεται το Post Hardcore των ημερών μας.
Η μουσική του “Distant Populations” δεν σε παρασέρνει απλά στην δίνη του, όπως θα άρμοζε σε μία κινούμενη άμμο, αλλά προκαλεί facelift στο ιδίωμα και στους οπαδούς εν μέσω ηχητικής αμμοβολής από τα ρηξικέλευθα riffs, τις groovy παλλόμενες μπασογραμμές και τα ρυθμικά τυμπανο κρούσματα.
Τους συζητάν δίχως γιατί… και όχι άδικα… λοιπόν. Χωρίς πολλές φανφάρες και πειραματισμούς, παρά με μεγαλείο μουσικής ψυχής κέρδισαν επάξια τη θέση τους στις κορυφαίες επιλογές του γράφοντα για το έτος που έφυγε…
Facebook: https://www.facebook.com/QuicksandNYC/
Bandcamp: https://quicksandnyc.bandcamp.com/album/distant-populations
812