Paradise Lost, On Thorns I Lay (10/12/2023) Fuzz Live Club

ALBUM

Έπειτα από μία ποιοτική και “εξευγενισμένη” μουσικά βραδιά στα πλαίσια της παρουσίας μας στο Ωδείο Αθηνών και την εμφάνιση των The Necks το περασμένο Σάββατο, χρειαζόμασταν μία στροφή σε πιο λαϊκά και βαρύ-μεταλλικά ηχητικά καταγώγια για να φέρουμε μία εσωτερική ισορροπία και να αποκαταστήσουμε την τάξη.

Η μουσική των 90s “ζει και βασιλεύει και τα stages ανά τον κόσμο κυριεύει”, όπως θα έλεγε και η γοργόνα η αδερφή του Μ.Αλέξανδρου αν άκουγε Metal. Ως απάντηση προς όλους όσους πιστεύουν ότι η εν λόγω δεκαετία είχε να προσφέρει ελάχιστα και ήταν φτωχή όσον αφορά τον σκληρό ήχο. Γιατί τριάντα χρόνια μετά μνημονεύουμε μεγαλειώδεις δίσκους και απολαμβάνουμε ζωντανά τα περισσότερα από αυτά τα συγκροτήματα επί σκηνής.

Μετά από τα απανωτά sold out εμφανίσεων από Stratovarius/Sonata Arctica, Blind Guardian (επί τρία παρακαλώ), ήρθε και η σειρά των πολυαγαπημένων στη χώρα μας Paradise Lost να πάρουν σειρά για δύο sold out σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, για να συνεχιστεί το σερί το δικό τους αλλά και της γενικότερης αναβίωσης των 90s.

Ο καιρός ταίριαζε ιδανικά για το μουσικό ύφος της βραδιάς και μας προϊδέαζε θετικά για ότι επρόκειτο να ακολουθήσει. Έχοντας φτάσει σχετικά νωρίς περί της 20:00, αντίκριζες μία ουρά που ξεκινούσε από το ταμείο και έκανε σχεδόν το γύρο του τετραγώνου. Τόσο μεγάλη η προσμονή και η ανυπομονησία που ο κόσμος δεν έδωσε σημασία στο ψιλόβροχο, ακόμη και όταν δυνάμωσε και πήρε πιο έντονες διαστάσεις. Όπως αποδείχθηκε οι Βρετανοί φέρανε μαζί στις αποσκευές τους λίγο από το κλίμα τους μαζί με τη συνέπεια από πλευράς χρόνου που τους χαρακτηρίζει.

Στις 20:30 ακριβώς οι μουσικές από τα ηχεία σταματήσαν, τα φώτα χαμήλωσαν και οι On Thorns I Lay πήραν θέσεις μάχης στην σκηνή. Πόσο τέλεια συγκυρία και για τα δύο συγκροτήματα, οι μεν να γιορτάζουν τα τριάντα χρόνια παρουσίας στο χώρο και οι μεν την κυκλοφορία του μνημειώδους Icon.

Με τις πρώτες νότες να βγαίνουν από τα ηχεία, σε ένα κατάμεστο Fuzz όπου δεν έπεφτε καρφίτσα (τουλάχιστον στις πρώτες σειρές) μεταφερθήκαμε τριάντα χρόνια πίσω όταν η Αγία Τριάδα της Peacevile βρισκόταν στο απόγειο με τον νεοσύστατο τότε ήχο της. Η μπάντα μας παρουσίασε το Death Doom της, όχι “πεθαμένο” και πένθιμο αλλά κατά κάποιον τρόπο ζωντανό και γεμάτο ενέργεια. Ο Πέτρος δέσποζε στη σκηνή έχοντας έντονη σκηνική παρουσία και μαγνήτιζε τα βλέμματα με τα βορβορώδη γρυλίσματα του, ανασταίνοντας νεκρούς. Σαν άλλος Randy Blythe όπου έχει καταπιεί ψόφιο κουνάβι με Septic Flesh για να κάνεις εικόνα. Επικοινωνιακός με τον κόσμο που ανταποκρίθηκε, δημιούργησε ένα όμορφο αλισβερίσι μαζί του καθόλη τη διάρκεια. Το συγκρότημα έχει ανέβει επίπεδα πλέον και ο επαγγελματισμός του είναι έκδηλος από όλες τις απόψεις και αυτό φαίνεται, ειδικά στις ζωντανές εμφανίσεις όπου τίποτα δεν κρύβεται από το μάτι και το αυτί του μεγαλύτερου κριτή που είναι το κοινό. Έντονες επιρροές από Σκανδιναβία μεριά δικαιολογούν αυτό το μαύρο ψύχος που απορρέουν οι συνθέσεις αλλά και το συγκρότημα, το οποίο άλλοτε ήταν επιθετικό και άλλοτε μελωδικό ανάλογα με τις επιταγές των κομματιών.

Μία υπέροχη εμφάνιση που ήταν ιδανική προθέρμανση για το κυρίως πιάτο, που θα το τρώγαμε σε λίγο κρύο όπως του αρμόζει. Μετά το πέρας της εμφάνισης των On Thorns I Lay και της απαραίτητης αναμνηστικής φωτογραφίας, η προσμονή δεν είχε όρια και το κοινό “ξερό ψηνόταν” στην αναμονή.

Setlist
Fallen From Grace
Newborn Skies
Misos
The Song of Sirens
Olethros Part I
Erevos
Thorns of Fire

Οι απαραίτητες προετοιμασίες έλαβαν τέλος, το banner με το από την αρχή φιλοτεχνημένο εξώφυλλο του “Icon 30” ανέβηκε ψηλά και ξεκινώντας από το τέλος με το outro που για τις ανάγκες μετατράπηκε σε intro “Deus Misereatur”, οι shadowkings ανέβηκαν για πολλοστή φορά στην σκηνή για το Ελληνικό κοινό που βρισκόταν σε στάση αναμονής για το “Embers Fire”, ξεκινώντας αυτό το ευχάριστο χωροχρονικό μουσικό ταξίδι.

Με λιγότερα μαλλιά αλλά με περισσότερα μούσια και κιλά μουσικότητας, οι Βρετανοί μας ταξίδεψαν, όχι απλά τριάντα χρόνια πίσω όπως οι On Thorns I Lay, αλλά ακριβώς στην πηγή του κακού (αν και στην προκειμένη καλού) και πρωτόλειου ήχου στον οποίο μεσουρανούσαν και παρέδωσαν στις επόμενες γενιές. Κομμάτια όπως “Remembrance” και “Forging Sympathy” ανέσυραν για κάποιους εφηβικές και για κάποιους παιδικές αναμνήσεις από το παρελθόν, γιατί όταν μεγαλώνεις με τέτοιους μνημειώδης δίσκους, αποκτάς συμβιωτική σχέση μαζί τους για πάντα.

Παρά τα χρόνια η μπάντα δεν περνάει κρίση ηλικίας και ήταν αρκετά δραστήριοι ο καθένας με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ο Greg Mackintosh ακούραστος εργάτης όργωνε τις χορδές του και θέριζε riffs που έπαιρναν κεφάλια ελέω headbanging, ενώ στην αντίπερα όχθη της σκηνής ο Aaron Aedy σαν ήρεμη δύναμη έκανε την αφανή δουλειά με τις ρυθμικές του κιθάρες με τον αεικίνητο τρόπο του. Ο Edmondson μπορεί να φαίνεται πως βαριέται με το ύφος του αλλά είναι κολώνα σταθερότητας στην νευραλγική θέση του μπάσου, στιβαρός και ρευστός την ίδια στιγμή. Και παραμένει διαχρονικά ο πιο σταθερός στο κομμάτι του rhythm section με την θέση του drummer να κλυδωνίζεται συχνά πυκνά.

Από όλες τις φορές που έχουν εμφανιστεί ζωντανά μπροστά μας, δεν μπορώ να πω αν ήταν η καλύτερη, για διαφόρους υποκειμενικούς λόγους, μα σίγουρα ήταν από τις πιο καλές. Και επειδή κάθε φορά τα φωνητικά του Nick Holmes είναι το μήλον της έριδος, όσον αφορά την απόδοσή του, οφείλω να παραδεχτώ ότι ήταν αυτά που έπρεπε για την περίσταση. Και εν αντιθέσει με τον κάκιστο ήχο στη συναυλία που προηγήθηκε μία μέρα πριν στην Θεσσαλονίκη, εδώ όλα έβησαν καλώς. Αρκετά διαδραστικός με το κοινό και με περιέργως αρκετά εύθυμη διάθεση (πολλές μπύρες την ημέρα…) δεν σταμάτησε να σχολιάζει και να αστειεύεται με το κοινό και όχι μόνο. Ειδικά τον νεοεισελθέντα Guido Montanarini δεν τον άφησε σε χλωρό κλαρί και το “δίκασε” με το γάντι για τα προβλήματα με το snare. Του αφιέρωσε κιόλας σε παράφραση του “ Joys of the Emptiness” το κομμάτι “Emptiness of the Snare” ή κάπως έτσι τέλος πάντων.

Παρά την όποια τροχοπέδη δεν χάλασε κανενός η διάθεση και ο κόσμος τραγουδούσε ακατάπαυστα τους στίχους και επευφημούσε με τις γνωστές ποδοσφαιρικές ιαχές φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα των Βρετανών καθόλη τη διάρκεια, με τους ίδιους να το απολαμβάνουν στο μέγιστο.

Κάθε κομμάτι και ένας ηχητικός λίθος στο Death Doom στερέωμα της μπάντας και όχι μόνο, οπότε περιττό να ξεχωρίσουμε κάποιο. Ίσως σε πιο κλασικα κομμάτια όπως το “True Belief”, “Widow” και “Dying Freedom” να δημιουργήθηκαν πιο έντονα ρίγη συγκίνησης. Σίγουρα στην ακρόαση, υπό της σκέπης του encore των “ Sweetness” και “Pity The Sadness” (σε συνδυασμό με τα “No Hope In Sight” και “Ghosts”)ένα ηλεκτρικό κύμα μας διαπέρασε, καθώς ανάψαν επιπλέον τα αίματα και ανέβηκε η θερμοκρασία, εξαλείφοντας οποιαδήποτε μορφή υγρασίας από το χώρο μέσα και έξω.

Με Αγγλική ακρίβεια κατά την έναρξη αλλά και στη λήξη, οι Shadowkings μας ευχαρίστησαν και μας απαθανάτισαν και αυτοί με ένα στιγμιότυπο για να κοσμεί το αρχείο τους.Για μας τους ρομαντικούς True Believers η μουσική τους θα είναι μαζί μας μέχρι την επόμενη φορά…αλλά και για τα επόμενα τριάντα και βάλε χρόνια…

Setlist
Intro-Deus Misereatur
Embers Fire
Remembrance
Forging Sympathy
Joys Of The Emptiness
Dying Freedom
Widow
Colossal Rains
Weeping Words
Poison
True Belief
Shallow Seasons
Christendom
Encore:
Sweetness
Pity The Sadness
No Hope In Sight
Ghosts

Φωτογραφίες: Νίκος Δρακόπουλος

834
About Βασίλης Χατζηβασιλείου 347 Articles
Ο Βασίλης (a.k.a Eloy) προσπαθεί καθημερινά να συνθέσει το soundtrack της ζωής του βασιζόμενος στο αγαπημένο του τρίπτυχο "αγάπη, φαντασία και πειραματισμός". Προτιμά οι μουσικές του αναζητήσεις να είναι βαριές, θορυβώδεις και ταξιδιάρικες...