Τι μας έχει δώσει το Leeds της Αγγλίας, αγαπητέ αναγνώστη;
Eνδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, μια συμπαθέστατη ποδοσφαιρική ομάδα (ναι, συμπαθώ όποια ομάδα έχει παίξει ο Robbie Fowler και είναι αντίπαλος της Marketing Manchester United), και πολλούς καλλιτέχνες.
Ανάμεσα λοιπόν στους Sisters of Mercy, τους Birthday Present (να παίξανε άραγε ποτέ με τους Birthday Party;) και τους Gang of Four, ένα ακόμα post punk/goth συγκρότημα έκανε την εμφάνισή του στα early ‘80s.
Η μπάντα
Oι Red Lorry Yellow Lorry, ή για συντομία The Lorries, ιδρύθηκαν αρχές του 1981 από τον κιθαρίστα, βασικό songwriter και μοναδικό σταθερό μέλος Chris Reed και τον τραγουδιστή Mark Sweeney, ο οποίος όμως γρήγορα παράτησε την μπάντα και άφησε τα τραγουδιστικά καθήκοντα στην χαρακτηριστικά σκοτεινή φωνή του πρώτου. Ο μουσικός κόσμος βιάστηκε να τους κατατάξει στην ανθίζουσα goth σκηνή της πόλης αλλά και της Αγγλίας γενικότερα, πράγμα που οι ίδιοι αρνήθηκαν, λέγοντας ότι οι βασικές τους επιρροές ήταν οι ΜC5 και οι Wire. Όπως και να χει, γρήγορα έφτιαξαν το όνομά τους στα underground στέκια της εποχής και της περιοχής και άρχισαν να ακούγονται όλο και περισσότερο. Το ’82 ο μάνατζέρ τους θα στείλει ένα ντέμο στην ανεξάρτητη εταιρία Red Rhino, η οποία θα ενθουσιαστεί και θα το κυκλοφορήσει το “Beating my Head”, όπως τους το στείλανε στην κασέτα. Το εμβληματικό περιοδικό NME θα το αποθεώσει, κι έτσι κάπως ξεκινάει το δισκογραφικό τους ταξίδι.
Η πρώτη –και ίσως καλύτερη- ολοκληρωμένη τους δουλειά, “Talk About the Weather”, θα κυκλοφορήσει τρία χρόνια αργότερα. Θα ακολουθήσει το “Paint Your Wagon” το 1986, κι εκεί θα ολοκληρωθεί η συνεργασία τους με την Red Rhino. Θα υπογράψουν στην Situation Two της Beggar Banquet (εταιρεία που είχε συγκροτήματα όπως οι βραχύβιοι The Lurkers του πρώτου βρετανικού πανκ κύματος, τον Gary Numan, τους Bauhaus και τους Cult) και θα βγάλουν δύο ακόμα δίσκους. Το “Nothing Wrong” (1988) και το προτελευταίο τους άλμπουμ, το οποίο είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει σήμερα.
Το άλμπουμ
Το “Blow” κυκλοφόρησε το 1989. Την παραγωγή ανέλαβε ο Harold Burgon και η ίδια η μπάντα, δηλαδή ο Chris Reed. Οι Lorries απομακρύνονται κάπως από τον ήχο που τους χάρισε αυτήν την όποια επιτυχία (καθώς μιλάμε για μια αρκετά παραγνωρισμένη –και ίσως υποτιμημένη- μπάντα), και πάνε σε πιο συμβατικά, μελωδικά και μουσικά “αισιόδοξα”μονοπάτια, σε σχέση με την μέχρι πρότινως έντονη σκοτεινιά τους. Η αλλαγή αυτή μάλλον δεν έκατσε πολύ καλά με αμφότερους τους μουσικοκριτικούς και τους οπαδούς τους, πουλώντας αρκετά λιγότερο απ’ τους προκατόχους του. Θα χαρακτηριστούν ποπ (ωωωω τι τους είπαν!), και λίγοι δέχθηκαν αυτήν την (στα αυτιά τους) απότομη στροφή. Ετεροχρονισμένα, το άλμπουμ πήρε μια παραπάνω αναγνώριση κι εκτιμήθηκε αυτό το νέο πρόσωπο που αποκάλυψε ο Reed στις 11 συνθέσεις του συγκεκριμένου δίσκου. Πρόσφατα λοιπόν το “Blow” έπεσε στα χέρια μου, και από τα χέρια μου έπεσε στο πικάπ μου. Και μετά από μπόλικες συνεχόμενες ακροάσεις , η βελόνα κυρίως κόλλησε σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι…
Το τραγούδι
Με το που ακουμπάς ευλαβικά (άλλες φορές όχι και τόσο, ΕΠΙΔΕΞΙΟΣ) την βελόνα στην αρχή της υπέροχης αυτής πατικωμένης πίτας που βγάζει ήχους (σόρι, βινύλιο>>>> όλα τα άλλα, πείτε με χίπστερ ή ό,τι άλλο θέτε), σου τα σκάει μια υπέροχη μπασογραμμή με τα κρουστά να ακολουθούν και να δημιουργούν ένα συναίσθημα προσμονής. Μετά από λίγο μπαίνει κι ένα ρυθμικότατο riff, ώσπου σκάει και η unmistakable φωνή του Reed και σου λέει ότι το βλέπει στο χαμόγελό σου, το βλέπει στα μάτια σου ρε παιδί μου. Το βλέπει ότι χάρηκες που τον είδες (wink-wink, nudge-nudge). To “Happy to See me” μιλάει για αυτήν ακριβώς την χαρά, την ανακούφιση, το πάθος, την ασφάλεια και όλα τα ζεστά αυτά συναισθήματα που νιώθεις όταν βλέπεις τον άνθρωπο που θες να δεις.
I was running from a world so cold, I was on the other side
And oh if love could be an easy game, I’d be in your arms tonight
This is right, when you’re down you look happy to see me
All along I could tell you were happy to see me
Το χρώμα της φωνής του Reed δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κρύα ζεστασιά (bear with me, ξέρω ακούγεται περίεργο), μια φαινομενική αδιαφορία που όμως μοιάζει να τυλίγεται από αυτήν την προσμονή, μια σιγουριά αλλά και μια τεράστια ανασφάλεια παράλληλα. Κάπως σαν να το τραγουδάς με όση δύναμη σου έχει απομείνει όσο είσαι έτοιμος να πέσεις κάτω, κάτι σαν μεθυσμένο ηχητικό μήνυμα στην/στον πρώην ή στο it’s complicated σου ας πούμε. Όλο αυτό ντύνεται υπέροχα από το μουσικό περιβάλλον που φτιάχνει το τραγούδι, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα αλλά και μικροξεσπάσματα που σε κάνουν να το νιώθεις, κύριε Καβούρη.
Μπόνους ομορφιά ο υπέροχος τρόπος που μπαίνει το επόμενο – επίσης πολύ ωραίο- κομμάτι του δίσκου, το “Temptation”, σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις. Μοιάζουν άμεσα συνδεδεμένα τα δύο κομμάτια, οπότε δώστε κι εκεί βάση.
Ο δίσκος έχει κι άλλα ενδιαφέροντα σημεία και συνθέσεις, αλλά κανένα δεν μου φυτεύτηκε τόσο έντονα όσο το “Happy to See Me”, που ήταν και είναι το υπέρτατό μου κόλλημα αυτήν την περίοδο, σε βαθμό που να μου σκάει το riff και να το τραγουδάω σχεδόν πριν ακόμα ξυπνήσω.
Πότε θα μου περάσει και πότε θα μου σκάσει το επόμενο, δεν ξέρω. Άλλα όπως είπαμε, θα το μάθετε πρώτοι.
731