Είτε μας κάλεσες, είτε όχι, εμείς ήρθαμε και το κρίμα στον λαιμό σου! Στήλη-βίζιτα, αφιερωμένη σε εκείνους που “δημιουργούν” κάτω από τη γη… με τα ποντίκια.
Αυτή η στήλη μου αρέσει γιατί δεν έχει συγκεκριμένο στόχο. Δεν “κυνηγάμε” κάποιο live ή κυκλοφορία δίσκου, απλά συζητάμε μεταξύ μας σε ποια μπάντα θα θέλαμε να πάμε μουσαφίρηδες γιατί κάτι έχει να μας πει, είτε μουσικά είτε σαν στάση απέναντι στη καθημερινότητα. Οπότε σχεδόν ομόφωνα με τον Δημήτρη Μαρσέλο είπαμε ότι θα θέλαμε να πάμε να φορτωθούμε στους Τσιμέντο.
Το ραντεβού δόθηκε στο σπίτι του τραγουδιστή και κιθαρίστα, Jason, το οποίο βρίσκεται στο Κουκάκι. Καθημερινή απόγευμα, πήγα μετά την δουλειά να βρω να παρκάρω στο Κουκάκι. Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι γελάω με το θράσος μου. Μετά από μιάμιση ώρα, αέρα εγκεφαλικού, παραλίγο έμφραγμα, πήρα τηλέφωνο τον Δημήτρη και του είπα σχεδόν ουρλιάζοντας ότι αν δεν βρω σε 10 λεπτά να παρκάρω, τότε θα φύγω για το σπίτι. Κλείνω το τηλέφωνο και σκέφτηκα ότι αυτό είναι το Τσιμέντο…τσιμέντο Αθήνα. Ό,τι μας φέρνει στα άκρα μας σε αυτή την πόλη. Ευτυχώς κατάφερα να βρω να παρκάρω και πήγαμε στο σπίτι του Jason, που μας περίμενε μαζί με τον Μιχάλη (μπάσο).
Το σπίτι του Jason είναι το όνειρο όλων όσων παίζουν μουσική. Παντού κιθάρες, πεταλάκια σε προθήκες, μικρόφωνα, πικάπ, ενισχυτές και όλα σε απόλυτη αρμονία και τάξη. Ο Jason βέβαια είναι παλιά καραβάνα στον χώρο. Μας έλεγε ότι όταν δεν έφτιαχνε σφηνάκια Maltesers στην Ίο, από το 1994 έπαιζε σε μια μπάντα που λεγόταν Terminal Curve και στη συνέχεια σε μία instrumental που την έλεγαν Low Gravity.
“Τώρα έχουμε φτιάξει το Τσιμέντο με τα παιδιά. Ελληνόφωνο και συνειδητά πολιτικοποιημένο γιατί έχουμε φρικάρει με την εποχή”
To Τσιμέντο δεν υπονοεί τίποτα, τα λέει όλα άμεσα και αυτός ήταν ο στόχος του σχήματος από τη δημιουργία του. Η μπάντα εξοργισμένη με τον σεξισμό και την νοοτροπία του μάτσο τύπου, ήθελε να βγάλει έναν στίχο που θα χτυπάει αμέσως σε νεύρο, κατανοώντας τη δυσκολία που έχει ο ελληνόφωνος στίχος. Υπάρχουν σημεία στο δίσκο τους (45ο Υπό Σκιά), που είναι σαν διάλογος μεταξύ φίλων (“Δεν αντέχω άλλο ρε μαλάκα αυτή τη ζέστη”) και ο Μιχάλης ενθουσιάζοντας τον Μαρσέλο σχολίασε:
“Ό,τι κάνει ο Οικονομίδης στις ταινίες του, προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς στη μουσική”
Η παρέα των Τσιμέντο έχοντας κοινά βιώματα, είτε μέσω του punk και της Villa Amalias, είτε των δρόμων που μεγάλωσαν, έχουν την ανάγκη να εκφράσουν αυτά που τους ενοχλούν και νοιώθουν ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που σκέφτονται και βιώνουν τα ίδια πράγματα με εκείνους.
“Το ιδανικό θα ήταν να μην παίζουμε αυτή τη μουσική. Να ήταν όλα τόσο ωραία και να μη γράφαμε για άσχημες εικόνες. Να ζούσαμε σε ένα κόσμο που όλα θα ήταν όμορφα.”
Δεν γινόταν να μην πάμε τη κουβέντα γύρω από την πόλη και το αστικό τοπίο. Ήμουν περίεργος να μάθω τελικά πως νοιώθουν για την πόλη που τους δίνει έμπνευση και ερωτεύονται σε αυτήν.
Ο Μιχάλης πολύ ήρεμος και χαλαρός δήλωσε ότι δεν μπορεί χωρίς αυτήν την πόλη. Ίσως είναι κακός εθισμός αλλά επειδή την αγαπούν, της τα χώνουν κιόλας. Από την άλλη ο Jason, πληθωρικός και εκφραστικότατος, σχολίασε ότι οι άνθρωποι είναι τοξικοί και όχι η πόλη. Μετά τις καραντίνες ο κόσμος παίρνει τα ψυχοφάρμακα σαν καραμέλες και βγαίνουν έξω αγρίμια, χωρίς κανένα συναίσθημα.
Όπως ήταν λογικό, η συζήτηση μας περιστρεφόταν συνεχώς γύρω από τους στίχους του δίσκου και για κάθε ζήτημα που έπεφτε στο τραπέζι, ο Jason θυμόταν στίχους του που το καυτηρίαζαν. Προφανώς απόλαυσα το γεγονός να συνεχίζω τους στίχους τους ή να κάνω ευθεία παραπομπή σε κάποιους άλλους.
Jason: Ονειρεύομαι έναν κόσμο με καπνούς και φωτιά που θα βγει από τη λήθη…
Βαγγέλης: Και μυρίζει βενζίνη…
Jason: Ναι γιατί δεν αντιδρά κανείς άλλος. Ασχέτως αν γίνεται σωστά ή όχι…μόνο τα άτομα αυτού του χώρου αντιδρούν.
Το Τσιμέντο στέκεται στα πόδια του κι έχει το θάρρος της γνώμης του. Τους είχαν καλέσει να παίξουν σε μία συναυλία αλληλεγγύης και λίγες μέρες πριν το live τους είπαν ότι χρησιμοποιούν την λέξη “πουτάνα” και είναι τοξική. Η απάντηση που έδωσαν ήταν ότι ακριβώς για αυτόν τον λόγο τη χρησιμοποιούν, για να φέρουν στην επιφάνεια την τοξικότητα που υπάρχει.
“Μέσα στα σκατά ζούμε. Αν δεν τα αναδείξουμε. Αν δεν τα βγάλουμε στην επιφάνεια τότε δεν θα νικήσουμε ποτέ…”
Δεν τους ενδιαφέρει απλά να παίξουν και βλέπουν τον σκοπό πίσω από κάθε κίνηση. Προφανώς ο σχολιασμός των στεγανών που υπάρχουν, πήγε τη κουβέντα στο γνωστό-άγνωστο θέμα των μαγαζιών. Προσπάθησα ευγενικά να αρνηθώ να συζητήσουμε αυτό το θέμα, γιατί σε παλιότερες κουβέντες δεν πήγε καλά και να πω την αλήθεια το θεωρώ πια πολύ ξεπερασμένο να μπαίνουμε σε αυτές τις κουβέντες. Ο Jason όμως επέμεινε και ήταν απόλυτος στο ότι θέλει να γίνει αυτή η κουβέντα.
“Εγώ συνειδητά παίζω και σε μαγαζιά γιατί δεν θέλω να παίζω μόνο μπροστά σε κόσμο που έχει τα ίδια μυαλά με εμένα. Να μην είμαι μόνο μπροστά σε κόσμο που έχει μια πολιτική γενναιότητα και θέση, αλλά θέλω να βρίσκομαι και μπροστά σε κόσμο που δεν έχει ακούσει κάτι διαφορετικό και θεωρώ ότι έχουμε κάτι να πούμε. Θέλουμε να στηρίζουμε κινήσεις αλληλεγγύης αλλά θέλουμε να δώσουμε την ευκαιρία και σε κόσμο που δεν είναι μυημένος να ακούσει και κάτι που θα τον βάλει σε σκέψεις”
Αν προσπαθούσα να γράψω τι ειπώθηκε μετά, τότε θα χρειαζόμουν άπειρες γραμμές. Το σημαντικό είναι ότι το Τσιμέντο στέκεται με αξιοπρέπεια σε κάθε περίσταση. Έχουν φτάσει τα 50 και δηλώνουν ότι ζουν για να παίζουν μουσική, αλλά προφανώς δεν έχουν καταφέρει να ζουν από αυτή.
“Είμαστε πολύ κακοί στο να προωθούμε τη δουλειά μας. Βλέπω κόσμο που χειρίζεται τα social media με άνεση και τους ζηλεύω”
Βέβαια δεν είναι αυτοσκοπός τους να προωθήσουν το υλικό τους άγονα, αλλά να φτάσει αυτό που θέλουν να πουν σε όλο και περισσότερο κόσμο και ειδικότερα σε κόσμο που δεν είχε την ευκαιρία να εκτεθεί σε ελευθεριακό στίχο.
Και όμως υπάρχουν κάποια τσιμέντα που δεν θέλουν να ξεχάσουν. Υπάρχει η σκέψη να κάνουν ένα video με σημεία της πόλης που τους έχουν στιγματίσει. Εκεί όμως που σταθήκαμε είναι στη Villa Amalias, στο Ροδον Live και το παλιό An Club. Είναι μια σκέψη που μου έρχεται και εμένα πολύ συχνά. Η πόλη μεταμορφώνεται και σημεία που ερωτεύτηκα, πολιτικοποιήθηκα και δημιούργησα…εξαφανίστηκαν και οι μεγάλες αλυσίδες τα κατάπιαν ή η πολεοδομική καταστολή τα εξευγένισε. Ο Μιχάλης έδωσε το πιο ολιστικό στίγμα πάνω σε αυτό το θέμα:
“Ποτέ δεν είσαι εσύ και το τσιμέντο και τα ντουβάρια. Αυτό που υπάρχει γύρω είναι που σε στιγματίζει και σε επηρεάζει. Προσωπικά με έχει επηρεάσει πάρα πολύ αυτό που έχει γίνει στα Εξάρχεια και δεν θέλω να πηγαίνω. Από την δολοφονία του Γρηγορόπουλου και μετά σταμάτησα να αισθάνομαι κομμάτι της πλατείας γιατί νίκησαν αυτοί που δεν έπρεπε, υπάρχει παντού αστυνομία και ανάπτυξη.”
To Τσιμέντο δεν θεωρεί ότι κάνει μουσική για λίγους, αλλά για όλο τον κόσμο, αλλιώς θα έκαναν party μεταξύ φίλων. Αν δεν υπάρχει λογοκρισία τότε μπορούν να παίξουν παντού. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της κουβέντας ειπώθηκε η αμίμητη ατάκα: “Στη Eurovision θα πήγαινα”. Αυτή η στάση είναι δύσκολη γιατί θέλει στομάχι, αλλά ακόμα και αυτή η στάση έχει κάποια όρια για το Τσιμέντο.
“Θα μπορούσα να παίξω παντού, αλλά στη Στέγη και στο Νιάρχος θα δυσκολευόμουν γιατί γίνεται ένα τεράστιο ξέπλυμα στην πλάτη πολλών ανθρώπων”
Δεν θα γινόταν να μη συζητήσουμε για τον χώρο του underground, τις αρχές του στην Ελλάδα αλλά και το πως έχει εξελιχθεί. Η αυγή του underground στην Ελλάδα βρήκε τις μπάντες να είναι έντονα πολιτικοποιημένες και το έβγαζαν μπροστά. Σήμερα τι χαρακτηρίζει τον underground ήχο; Πως άραγε βιώνει το Τσιμέντο το underground;
“Πρέπει να διαχωρίσουμε για ποιο underground μιλάμε. Για τις μπάντες που απλά δεν πέτυχαν ακόμα να γίνουν διάσημοι ή αυτές που προωθούν την αντικουλτούρα; Η τέχνη είναι πολιτική πράξη και είναι και ο λόγος που επιλέξαμε το ελληνόφωνο”
Ο καθένας έχει την επιλογή να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά το Τσιμέντο δεν είναι σίγουρο αν όλοι επιλέγουν το underground από επιλογή ή απλά ψάχνουν να βρουν κάπου να παίξουν μέχρι να καταφέρουν αυτό που πραγματικά θέλουν. Εκτιμούν βαθύτατα τους καλλιτέχνες που είναι συνεπείς σε αυτό που πιστεύουν και κάνουν ανεξάρτητα από τη μουσική τους κατεύθυνση.
“Εκτιμώ την Καίτη Γαρμπή που τραγουδάει λαϊκά αλλά τα χώνει όποτε βρίσκει ευκαιρία. Για παράδειγμα μιλάει ενάντια στην ομοφοβία και εκτίθεται σε χιλιάδες κόσμο”
Πρώτα έρχεται η μελωδία και μετά οι στίχοι στο συγκρότημα. Μπορεί να τους έχουν χαρακτηρίσει ως “Εφημερίδα τοίχου”, αλλά η μελωδία φέρνει συναισθήματα και εικόνες στον Jason και δημιουργούνται τα κομμάτια του Τσιμέντου. Παλιότερα η μπάντα που έπαιζε ήταν instrumental, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη για έκφραση και ψυχοθεραπεία μέσα από αυτό που ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να έχουν φωνητικά. Τα φωνητικά έχουν την τάση να είναι χαμηλόφωνα και να είναι “talking vocals”. Θα μπορούσαν να εφεύρουν πολλές ιστορίες για αυτό, αλλά τελικά τα τσιμέντα της πόλης επηρέασαν κι εδώ το συγκρότημα.
“Τα φωνητικά ηχογραφήθηκαν εδώ στο σπίτι μου. Φορούσα ακουστικά και τραγουδούσα στο μικρόφωνο. Αν φώναζα μόνος μου: “Ποιος είναι ο Νέρωνας που έκαψε την πόλη;”, τότε σίγουρα θα με μάζευαν με ζουρλομανδύα γιατί ακούγεται μόνο η φωνή. Δεν επηρεάστηκα από τους Bauhaus…απλά μένω σε πολυκατοικία!”
Ο Jason παραδόξως δεν άκουγε ποτέ ελληνόφωνη μουσική εκτός από Μουσικές Ταξιαρχίες, Αδιέξοδο, Γενιά του Χάους και όλες τις μπάντες που απαρτίζουν την “Διατάραξη Κοινής Ησυχίας” και για αυτό έχει πέσει σε ατοπήματα που μας έφεραν άπειρο γέλιο και δεν θα ήθελα να γράψουμε εδώ.
Οι μπύρες άνοιγαν η μία μετά την άλλη και η συζήτηση με τους Τσιμέντους (όπως μου αρέσει να τους λέω) ήταν ειλικρινής, παθιασμένη και μου έδωσαν την αίσθηση ότι γνώρισα μια παρέα σε κάποιες διακοπές και τελικά ταίριαξα και περνούσα τις βραδιές μαζί τους συζητώντας. Γελάσαμε δυνατά, διαφωνήσαμε, συμφωνήσαμε, πρήστηκαν τα χείλια μας από τα 3 κιλά πατατάκια που φάγαμε και οι μουσαφίρηδες του Rockway κάποια στιγμή αποφάσισαν να αποχωρήσουν.
Στον δρόμο προς το σπίτι, ξαναέβαλα να ακούσω Τσιμέντο και αυτό που διαπίστωσα ήταν ότι η εικόνα που είχα για το σχήμα ακούγοντας το υλικό τους ή βλέποντάς τους live, ήταν ακριβώς αυτή που συνάντησα. Οι μουσαφίρηδες του Rockway έφυγαν με ένα τεράστιο χαμόγελο από το σπίτι του Jason και συμφωνήσαμε ότι είμαστε πολύ τυχεροί που η σκηνή απαρτίζεται από τέτοια άτομα εδώ στην Αθήνα…τσιμέντο Αθήνα.
1288