O ΑΓΝΩΣΤΟΣ BON SCOTT

TRIBUTE

Στις αρχές του 1970, στο Sydney της Αυστραλίας, σχηματίζονται οι Fraternity, από τέσσερα πρώην μέλη των Levi Smith’s Clef, μιας χαλαρής μουσικής ομάδας που είχε επικεφαλής τον Σκωτσέζο Barrie McAskill. Οι John Bisset (keyboards και φωνητικά), Tony Buettel (τύμπανα), Bruce Howe (μπάσο, φωνητικά) και Mick Jurd (κιθάρα) ηχογραφούν το πρώτο τους single, “Why Did It Have Be Me” τον Οκτώβριο. Ο Howe έψαχνε για έναν πραγματικό τραγουδιστή/frontman, έτσι απευθύνθηκε στον Bon Scott των pop rockers The Valentines που είχαν διαλυθεί πρόσφατα.

Ο εξαιρετικά ταλαντούχος νεαρός επιχειρηματίας Hamish Henry, ο οποίος είχε ήδη δουλέψει τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα στην Adelaide και έψαχνε για μια κορυφαία μπάντα να αναλάβει σαν μάνατζερ, έριξε τα βλέμματά του στο νεοσύστατο γκρουπ. Σύντομα οι Fraternity υπέγραψαν συμβόλαιο με την Sweet Peach, που είχε στις τάξεις της και τους συμπολίτες τους Blackfeather. Μάλιστα ο Scott συμμετείχε στο ντεμπούτο τους, με τον τίτλο “At The Mountains Of Madness” παίζοντας φλογέρα στο τραγούδι “Seasons Of Change Pt. 1”.

Στο μεταξύ ένα ακόμα πρώην μέλος των Clefs, ο ντράμερ John Freeman, αντικατέστησε τον Buettel. Άρχισαν να ηχογραφούν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, αλλά ο Freeman, που δεν είναι ακόμη μέλος της μπάντας, είδε διορατικά την ευκαιρία του. Στην Adelaide συνήθιζε να γράφει μια στήλη rock μουσικής στην τοπική εφημερίδα και να παίζει σε τοπικές μπάντες. Συνήθιζε να πηγαίνει να βλέπει τους Levi Smith’s Clefs όποτε έρχονταν στην πόλη και κατέληξε να είναι καλός φίλος μαζί τους. Όταν οι μουσικοί αυτοί έφυγαν από τον Barrie McAskill και πήγαν να ζήσουν στο Sydney, και έκαναν τη συμφωνία με την Sweet Peach, αυτός είχε εγκαταλείψει την εφημερίδα και ξεκίνησε καριέρα σαν επαγγελματίας μουσικός. Είχε ήδη ακούσει ότι επρόκειτο να απομακρύνουν τον Tony Buettel, τον αρχικό ντράμερ. Πράγματι μετά από περίπου έξι μήνες, του ζήτησαν να συμμετάσχει, και αυτός απλά ήταν σίγουρος πως ήταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Με τον John Freeman οι Fraternity ηχογραφούν το υπόλοιπο από το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τον τίτλο “Livestock”, με παραγωγούς τον δημοφιλή τραγουδοποιό Doug Ashdown, και τον Jimmy Stewart. Το άλμπουμ κυκλοφορεί το 1971. Διατηρώντας ακόμα μια μικρή επαφή με την καρδιά των blues των Clefs, η μπάντα, ακολουθώντας τα ερεθίσματα της εποχής δημιουργεί ένα άλμπουμ που επικαλείται ψυχεδελικά, προοδευτικά, αλλά και country και hard rock στοιχεία, απλώνοντας και τη διάρκεια κάποιων συνθέσεων.

Ο Bon Scott αρχίζει να αναδύει την rock ‘n’ roll καρδιά του, ενώ παίζει και φλογέρα. Ήταν ήδη αυτός ο ατίθασος, ριψοκίνδυνος τύπος που του άρεσαν τα πάρτι. Ήταν η εποχή που είχε το ψευδώνυμο “Ronnie Roadtest”, δυνατός πότης και καπνιστής, ένας rocker στρατιώτης των τρακαρισμένων μηχανών και της ζόρικης δημόσιας εικόνας. Γεννημένος στη Σκωτία, ο Ron Scott είχε το ψευδώνυμο “Bon”, μια σύντομη απόδοση του “Bonny Scotland” ή “Bonny Scott”. Συχνά οριακός και ριψοκίνδυνος κολύμπησε κάποτε για το περιστασιακό κοινό των φίλων του υποβρύχια κάτω από αμέτρητες μέδουσες στη Νότια Αυστραλία για να εισπράξει το ηρωικό χειροκρότημα των συμπαικτών του. Βέβαια, την ίδια στιγμή ήταν και ο τύπος που θα σε ρωτούσε το πρωί αν ήθελες ένα φλυτζάνι τσάι, ένας ωραίος τύπος, πάνω από όλα αυθεντικός χωρίς προσποιήσεις. Ένας τύπος εύκολος, προσγειωμένος και ευθύς που θα έβγαζε ακόμα και τη μπλούζα του να σου τη δώσει. Και ήταν ήδη με τον δικό του τρόπο ένας πολύ καλός τραγουδιστής. Είχε μια ξεχωριστή φωνή και όταν την άκουγες, ήξερες αμέσως πως ήταν αυτός.

Μετά την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ, το σχήμα μετακομίζει στην Adelaide, και εγκαθίσταται σε μια φάρμα. Ο μάνατζερ πια Hamish Henry, τους αγοράζει νέο εξοπλισμό, ενώ προστίθενται και νέα μέλη, ο John Eyes στη φυσαρμόνικα και αργότερα ο Sam See σε slide κιθάρα και πιάνο. Σπουδαία συγκυρία στην καριέρα τους αποτελεί και η εμφάνιση στο Myponga Pop Festival, μαζί με ονόματα όπως οι Black Sabbath, Daddy Cool, Billy Thorpe And The Aztecs, Company Cain και Chain. Άνοιξαν επίσης και για ονόματα όπως οι Deep Purple, Free, Manfred Mann.

Στο μεταξύ, το επόμενο single από το άλμπουμ, η διασκευή τους στο “Seasons Of Change” των Blackfeather, έγινε Νο 1 hit στην Adelaide και Νο 51 στα charts της Αυστραλίας. Κερδίζουν τον εθνικό διαγωνισμό “Hoaley’s Battle of the Sounds”, με τις καλύτερες μπάντες από κάθε πολιτεία με χρηματικό έπαθλο και ένα ταξίδι στο Los Angeles. Με τη νέα ενισχυμένη σύνθεση ηχογραφούν το δεύτερο άλμπουμ τους, με τον τίτλο “Flaming Galah”, που κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1972 και ουσιαστικά χρηματοδοτείται από ένα μέρος του επάθλου. Αυτή τη φορά η μουσική κατεύθυνση είναι πιο άμεση και επικεντρώνεται σε έναν περισσότερο blues, country και boogie rock ήχο. Ο τίτλος του άλμπουμ είναι στην πραγματικότητα ένας αυστραλιανός αργκό όρος για το “dickhead”, περισσότερο ένας διασκεδαστικός τρόπος προσβολής που σίγουρα αποπνέει μια ισχυρή εντύπωση του Scott.

Μια μικρή ποσότητα μαριχουάνας που είχε βρεθεί παλιότερα στον Bon Scott, την εποχή των Valentines, ήταν το εμπόδιο της εισόδου του στην Αμερική. Όμως ο πολυμήχανος Hamish Henry κατάφερε να εξαργυρώσει το βραβείο του ταξιδιού και έβαλε τα χρήματα για να μεταφέρει το γκρουπ στο Λονδίνο. Ναύλωσε ακόμα και τουριστικό λεωφορείο, με τον εξοπλισμό, τα μουσικά όργανα, τα ηχεία και ξεκαθάρισε πως θα πλήρωνε μόνο για συζύγους όχι για groupies ή φίλες. Έτσι, όλο το γκρουπ παντρεύτηκε βιαστικά!

Σε αυτή τη μεγάλη απόπειρά τους να κερδίσουν την αγορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Hamish, που διατηρούσε μια γκαλερί με ανεκτίμητα έργα τέχνης στην Adelaide, πούλησε τα πάντα και μετακόμισε μαζί τους σε ένα τετραώροφο σπίτι στο Finchley με την ελπίδα να κατακτήσουν τον κόσμο: τόσο πολύ πίστευε σε αυτούς. Οι έξι μήνες της περιπέτειας στο Λονδίνο θα άρχιζαν με θεαματικό τρόπο, καθώς το διεθνές ντεμπούτο των Fraternity θα ήταν μια εμφάνιση πριν τους Status Quo. Ο Hamish είχε δουλέψει πολύ να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον όλων στην εμφάνιση αυτή. Όταν οι Status Quo έφτασαν με τις Rolls Royce και τα πανάκριβα πανωφόρια τους, οι άγνωστοι Αυστραλοί μάλλον τους περιγέλασαν παραπάνω. Οι Quo φόρεσαν τα τρύπια jean παντελόνια τους και τα αμάνικα μπουφάν τους και τους εξαφάνισαν από τη σκηνή. Κυριολεκτικά τους ισοπέδωσαν. Μια φανερή υποτίμηση συνδυάστηκε και με κάποια ανεπάρκεια του εξοπλισμού τους και έτσι όλη η προσπάθεια των δημοσίων σχέσεων προς κάθε κατεύθυνση λειτούργησε τελικά ανάποδα.

Το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών παρέμεινε μηδενικό. Το ταξίδι δεν ήταν βέβαια και η απόλυτη καταστροφή καθώς παίζοντας ακόμα και σε μικρότερους χώρους δημιούργησαν έναν σεβαστό πυρήνα φίλων κυρίως στη Γερμανία, ίσως πιο ισχυρό και από τον αντίστοιχο της Αυστραλίας, και στη Σουηδία. Ανοίγοντας για τους glam rockers Geordie στη Γερμανία, ο Bon Scott συναντήθηκε με τον τραγουδιστή τους, Brian Johnson, σε ένα από εκείνα τα παράξενα παιχνίδια της τύχης. Αυτό που σίγουρα είχε κοστίσει στο συνολικό εγχείρημα ήταν η μεταστροφή τους σε μια πιο country rock κατεύθυνση στο δεύτερο άλμπουμ. Ήταν λάθος μουσική επιλογή σε λάθος στιγμή.

Η πίεση αυτού του ταξιδιού άρχισε κάποια στιγμή να δείχνει τα έντονα σημάδια της, καθώς ο Bisset και ο See εγκαταλείπουν και επιστρέφουν στην Αυστραλία, οι υπόλοιποι γρήγορα μετονομάζονται για ένα σύντομο διάστημα σε Fang, επιχειρώντας να προσεγγίσουν ένα glam rock κοινό χωρίς σοβαρό αποτέλεσμα. Όταν και τα υπόλοιπα μέλη επέστρεψαν, ουσιαστικά οι Fraternity είχαν τελειώσει.

Ο Bon Scott άρχισε να τραγουδά με τους Mount Lofty Rangers μια ομάδα μουσικών με επικεφαλής τον πιανίστα Peter Head των Headband. Οι Headband είχαν το ίδιο management με τους Fraternity και έχοντας διαλυθεί σχεδόν ταυτόχρονα, ήταν φυσιολογικό να επιχειρήσουν να κάνουν κάτι νέο με πρόσωπα από τα δυο σχήματα. Ο Bon συνήθιζε να πηγαίνει στο σπίτι του Peter μετά από μια δύσκολη μέρα στο εργοστάσιο λιπασμάτων που δούλευε τότε, και να του δείχνει διάφορες μουσικές ιδέες που είχε. Βέβαια οι γνώσεις του στην κιθάρα ήταν περιορισμένες, έτσι ο Head του δίδαξε πως να συνδέει ακόρντα και να κατασκευάζει τραγούδια. Σε αυτές τις συναντήσεις προέκυψε η μπαλάντα “Clarissa’ για ένα κορίτσι της Adelaide, όπως και το country “Bin Up in the Hills Too Long”, με το απλό, έξυπνο και σαρδόνιο στυλ του Scott στους στίχους.

Ο Scott ηχογράφησε φωνητικά για τους Mount Lofty Rangers στα τραγούδια “Round & Round” και “Carey Gully”, με τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις να βλέπουν το φως για πρώτη φορά το 1996 και οριστικά επίσημα σε ψηφιακή μορφή το 2011. Εκείνο τον καιρό είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα με μοτοσυκλέτα και νοσηλεύτηκε παλεύοντας πραγματικά για τη ζωή του, μένοντας αρχικά σε κώμα για τρεις μέρες . Εκείνο το ατύχημα ήταν η επιβεβαίωση όλων των φόβων που είχαν εκείνα τα χρόνια οι φίλοι και συμπαίκτες του στο γκρουπ για την απερίσκεπτη φύση του και τα αμφίβολα όρια των επιλογών του. Υπήρχε η φήμη πως σχεδίασε να κάνει ένα μιούζικαλ στην Adelaide που ματαιώθηκε μετά τη συντριβή με τη μοτοσυκλέτα.

Καθώς ανάρρωνε, έκανε διάφορες περιστασιακές δουλειές, βάζοντας αφίσες ή κάνοντας τον οδηγό για διάφορα γκρουπ στην περιοχή της Adelaide, συστημένος από τον Vince Lovegrove (πρώην συμπαίκτη του στους Valentines) και τη γυναίκα του που είχαν ένα γραφείο management. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως έκανε τον οδηγό κάποια στιγμή στους AC/DC και του πρότειναν τη θέση του τραγουδιστή. Ο Bon είδε ζωντανά πρώτη φορά τη μπάντα στο ξενοδοχείο Pooraka τον Αύγουστο του 1974 όταν έπαιξαν χωρίς τραγουδιστή, έχοντας μόλις χωρίσει τους δρόμους τους με τον Dave Evans. Όπως ο Bon, έτσι και οι αδερφοί Young ήταν Σκωτσέζοι.

Τα υπόλοιπα είναι μουσική ιστορία.

Αντί επιλόγου:
Είναι πράγματι καταπληκτικά τα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει η αγάπη για τη μουσική. Το πάθος του νεαρού ακροατή Victor Marshall για την μουσική των Fraternity, που έζησαν την άνοδο και την πτώση τους πολύ πριν καν γεννηθεί, του έδωσε την ευκαιρία να συναντήσει τους Bruce Howe, John Freeman και Mauri Berg, στο South Australian Music Hall of Fame, στη διάρκεια μιας νύχτας αφιερωμένης στο γκρουπ. Σε εκείνη τη συγκυρία ανακάλυψε πως οι περισσότερες πληροφορίες που είχε γύρω από την καριέρα τους ήταν λανθασμένες, και τους πρότεινε να γράψουν ένα βιβλίο. Οι ίδιοι ήταν διστακτικοί αν υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο, όμως ο Marshall προσφέρθηκε να αναλάβει, παρότι δεν είχε την παραμικρή εμπειρία σαν συγγραφέας. Πέρασε τέσσερα χρόνια με συνεντεύξεις μαζί τους και κάποια στιγμή κατάφερε να συναντήσει και τον Hamish Henry, που του έδωσε την πρώτη του συνέντευξη μετά από 50 χρόνια. Είχε φυσικά όλες τις ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις τους, έναν καταπληκτικό θησαυρό αυστραλιανής rock μουσικής, καθώς και τις πρωτότυπες ταινίες από τα δυο άλμπουμ.

Τον Ιανουάριο του 2021 κυκλοφόρησε από την Cherry Red Records το σετ των τριών cd με τίτλο “Seasons Of Change-The Complete Recordings 1970-1974”, που συνοδεύεται και από ένα πλούσιο booklet με πληροφορίες, συνεντεύξεις και φωτογραφίες, φωτίζοντας με λεπτομέρεια ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της καριέρας του μύθου Bon Scott.

822
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…