NEIL PEART: Μάθημα ζωής και θανάτου

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ο «καθηγητής» δεν είναι πια μαζί μας. Ξαφνικά έφυγε, σαν την πρώτη γραμμή των στίχων του στο μυθικό “Afterimage”. Βέβαια, αυτό το «ξαφνικά» καθρεφτίζεται σε μας , τους αμέτρητους μακρινούς «φίλους» που έπεσαν από τα σύννεφα διαβάζοντας για το θάνατο του Neil Peart, και άμεσα συνειδητοποίησαν και το δεύτερο σοκ, πως πάλευε για περίπου τρεισήμισι χρόνια με τον καρκίνο του εγκεφάλου. Ο Peart προτίμησε και φρόντισε να κρατήσει τη δύσκολη αυτή προσωπική περιπέτεια αυστηρά για το πολύ κοντινό του περιβάλλον.

Σχεδόν 67 χρόνια πριν, κάπου σε μια φάρμα του Hamilton, είδε το πρώτο φως αυτού του κόσμου. Μια πολύ σύντομη δοκιμή με το πιάνο σε μικρή ηλικία, ζώντας πια στο Port Dalhousie του Ontario, έληξε γρήγορα, και η εμμονική σχέση του μικρού Neil με τα χτυπήματα οδήγησε στο πρώτο drum kit μόλις στα 14 χρόνια του. Από εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη και ίχνος απόκλισης στην αφοσίωσή του.

Με μια διαδικασία που έμοιαζε να μην σταματά ποτέ, όπως πραγματικά συμβαίνει στους μεγάλους μουσικούς, ο Neil Peart συνέχισε να σμιλεύει σε όλη του τη ζωή, το ύφος του, την ικανότητά του, την τεχνική του. Βάζοντας από νωρίς πολύ ψηλά τον πήχη, θαύμαζε τους John Bonham και Keith Moon. Η διαδρομή του, τόσο στα τύμπανα, όσο και στο χαρτί, όντας ο στιχουργός των Rush, ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι που αφουγκράστηκε έξυπνα τις εξελίξεις και τα μεγάλα γεγονότα του πλανήτη, τα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά και τις σκοτεινές, προσωπικές αγωνίες των ανθρώπων. Σε συνάρτηση με την πνευματική του αναζήτηση σαν άνθρωπος, ο συνεσταλμένος και μοναχικός «καθηγητής» εξέλιξε το ύφος του αλλά και τον ήχο του με το πέρασμα των χρόνων, μην υπακούοντας σε στεγανά. Ποτέ δεν σταμάτησε να πιστεύει πως παραμένει ένας μαθητής, κόντρα στον απεριόριστο θαυμασμό χιλιάδων μουσικών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Χαρακτηριστική απόδειξη του τρόπου που αντιμετώπιζε τη μάθηση, ήταν πως στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, μαθήτευσε δίπλα στον τεράστιο jazz ντράμερ Freddie Gruber, επαναπροσδιορίζοντας το ύφος του. Η πρόκληση να βελτιώνει τον εαυτό του συνέχισε να τον κινεί ως τη στιγμή που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.

Ο Neil Peart ήταν πάντα μια περίεργα σύνθετη προσωπικότητα. Οι αδύναμοι αστράγαλοι του στέρησαν τη δυνατότητα να στραφεί σε κάποιο από τα δημοφιλή σπορ του Καναδά όταν ήταν παιδί, κι όσο και αν αυτό τον έσπρωξε ακόμα περισσότερο στα τύμπανα, όλες αυτές οι παιδικές και εφηβικές περιθωριοποιήσεις θεωρούσε πως διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους σε όλη τους τη ζωή. Ποτέ δεν αρνήθηκε την εσωστρέφειά του, από την άλλη όμως ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα που ζωντάνεψε από νωρίς το χαρακτήρα του ταξιδιώτη μέσα του. Μόλις στα 18 του, βρέθηκε στο Λονδίνο να κυνηγά το καλλιτεχνικό του όνειρο, και σε ολόκληρη τη ζωή του έκανε μεγάλα σε διάρκεια ταξίδια με το ποδήλατο και τη μηχανή του, επιζητώντας συχνά τις άγνωστες διαδρομές για γνωστούς προορισμούς.

Πάνω στο χαρτί, συνέχισε την παράλληλη εξέλιξη που βελτίωνε την τεχνική των τυμπάνων, προχωρώντας από έναν συχνά μυθικό συμβολισμό, σε μια πιο κοντινή, πραγματική και ρεαλιστική προσέγγιση προσωπικών και κοινωνικών θεμάτων. Ποτέ δεν δίστασε να περιλάβει και τις σκοτεινές γωνίες του εαυτού του στις σελίδες του και δεν αρνήθηκε άλλωστε την αυτοβιογραφική σκιαγράφηση σε τραγούδια όπως το “Subdivisions”. Θεωρώ πως η ολοκλήρωση της δύναμης της έκφρασής του έγινε όταν σύσσωμη η μεγάλη τριάδα δεν φοβήθηκε να διασχίσει προοδευτικά τα ‘80s, απορροφώντας ιδανικά τα τεχνολογικά επιτεύγματα στον ήχο, προσαρμόζοντας τα ερεθίσματα της εποχής πάνω στην περιγραφή των αντίστοιχων μεγάλων θεμάτων που πραγματεύτηκε με την πένα του. Άλλωστε, ας μη γελιόμαστε, οι Rush, με την ιδανική ισορροπία και διαχείριση της εκτελεστικής δεινότητας και του συναισθήματος, έθεσαν τις βάσεις για ολόκληρο το progressive metal, ενώ ταυτόχρονα ο Neil Peart άνοιξε νέα θεματικά παράθυρα στους δημιουργούς του, με τους στίχους και τα ζητήματα που είχε επιλέξει.

Ο θαυμασμός του στο έργο της Ρωσίδας συγγραφέα και φιλοσόφου Ayn Rand παρεξηγήθηκε από μερίδα του τύπου, και εντελώς άστοχα και άδικα κατηγορήθηκε για κρυπτοφασισμό. Βέβαια, ταυτόχρονα τότε είχαν κατηγορηθεί και για σατανισμό (Rule Under Satan’s Hand) και γνωρίζοντας τη σημασία του περίφημου “starman” και το συμβολισμό της απόπειρας του ανθρώπου να απομακρυνθεί από τον απολυταρχισμό της πεντάλφας, αντιλαμβανόμαστε εύκολα πόσο κοντόφθαλμοι είναι συχνά οι άνθρωποι. Ο ίδιος ο Peart πάντα δήλωνε ένας συναισθηματικός ελευθεριακός, και περιγράφοντας τον κυνικό σαν ένα απογοητευμένο ιδεαλιστή, ο ίδιος δεν κουραζόταν να βεβαιώσει πως δεν ήταν ούτε απογοητευμένος, ούτε φυσικά κυνικός: ήθελε να διευρύνει τον ιδεαλισμό του.

Η μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του τον περίμενε την 10η Αυγούστου του 1997. Η 19χρονη μοναδική κόρη του Selena σκοτώθηκε, όταν το αυτοκίνητό της εκτράπηκε από την πορεία του και βγήκε από τον δρόμο, κοντά στο Brighton του Ontario. Η γυναίκα του, Jackie, ποτέ δεν κατάφερε να συνέλθει από αυτό το χτύπημα παρά την 6μηνη μεταφορά στο Λονδίνο και την επιτακτική ψυχολογική υποστήριξη. Μόλις 10 μήνες αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο σε προχωρημένη μορφή και τον Ιούνιο του 1998, πέθανε. Ο Neil Peart περιέγραψε χαρακτηριστικά τη διαδρομή της σαν μια επιλογή στο θάνατο, μια αργή αυτοκτονία μέσω της απάθειας. Την ημέρα της κηδείας της ανακοίνωσε στους δυο συντρόφους του πως αποχωρεί οριστικά από το γκρουπ.

Ο Peart πήρε την μηχανή του και αναχώρησε για ένα ταξίδι θρήνου αλλά και ανασυγκρότησης. Διέσχισε 88.000 χιλιόμετρα στη βόρεια και κεντρική Αμερική και κατέγραψε την εμπειρία του στο βιβλίο “Ghost Rider: Travels on the Healing Road”. Όταν γύρισε, επέστρεψε και στους Rush. Βρήκε τη δύναμη να χτίσει ξανά τη ζωή του και παντρεύτηκε την φωτογράφο Carrie Nuttall, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Olivia.

Ο Neil Peart ανακοίνωσε την οριστική του απόσυρση τον Δεκέμβριο του 2015. Οι φήμες βέβαια συνέχισαν να υπάρχουν για μια επικείμενη επιστροφή, καθώς το μυστικό της περιπέτειας της υγείας του παρέμεινε επτασφράγιστο ως το τέλος. Ο Alex Lifeson, λακωνικά τον Ιανουάριο του 2018 ανακοίνωσε επίσημα την διάλυση των Rush. Στο εξώφυλλο του τελευταίου τους άλμπουμ, του εκπληκτικού “Clockwork Angels”, το ρολόι σημαδεύει ακριβώς 9:12 και όσο κι αν θεωρείται βασικά υπαινιγμός για το θρυλικό “2112”, μας αφήνει και με την κρυπτική υπενθύμιση της ημέρας που γεννήθηκε ο «καθηγητής», την 12η μέρα του 9ου μήνα. Άλλωστε λάτρευε αυτά τα σημειολογικά παιχνίδια και μας χάρισε πλήθος από αυτά στη διάρκεια της στιχουργικής διαδρομής του.

Mandatory Credit: Photo by Owen Sweeney/Invision/AP/Shutterstock (9081715q) Neil Peart of the band Rush performs in concert during their R40 Live: 40th Anniversary Tour 2015 at the Wells Fargo Center, in Philadelphia Rush In Concert – , Philadelphia, USA

Ο «καθηγητής» ενέπνευσε αμέτρητους ντράμερ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, διεύρυνε τα πνεύματα πολλών περισσότερων, αλλά πάνω από όλα, μας χάρισε το μεγαλύτερο μάθημα, να ζεις και να πεθαίνεις με αξιοπρέπεια.

Rest In Percussion, Captain…

861

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…