MONDO GENERATOR

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

“Γεννήτρια παραγωγής Punk/Rock ενέργειας”

“Απροσάρμοστος”, “Αντισυμβατικός”, “Αυτοκατασροφικός”, υπέρμαχος του τρίπτυχου “Sex, Drugs & Rock n Roll”, κοινώς ένας σύγχρονος rock star. Ο Rex Everything, κατά κόσμο Nick Oliveri κατέχει περίοπτη θέση στα μάτια των απανταχού “Desert Rock” μουσικόφιλων. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει το δικό του κεφάλαιο στην Stoner Rock εγκυκλοπαίδεια, καθώς για περισσότερο από 2 δεκαετίες μας έχει απασχολήσει τόσο με τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, όσο και με τα προσωπικά του τερτίπια. Μια ματιά να ρίξει κανείς στα συγκροτήματα που έχει συμμετάσχει κατα καιρούς, αντιλαμβάνεται ότι μιλάμε για “ανήσυχο καλλιτεχνικά πνεύμα”, μια πηγή αστείρευτης ενέργειας, ένας μουσικός γυρολόγος.

Θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε τόνους ιντερνετικού μελανιού για να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα του και να παρουσιάσουμε συνολικά το έργο του, αντ΄ αυτού, και ελέω της επικείμενης επίσκεψης του στη χώρα μας, θα επικεντρωθούμε στο πνευματικό του παιδί, τους Mondo Generator.

Οι Mondo Generator προέρχονται από το Van Nuys της California και σχηματίστηκαν εν έτη 1997, βρίσκοντας λίγο ελεύθερο χρόνο κάπου μεταξύ των Dwarves και των QOTSA. Ο ήχος τους αποτελεί ένα χωνευτήρι ήχων, πρωτίστως rock n roll με Alternative/ Stoner/ Punk/ Hardcore στοιχεία, σε συνδυασμό με τα χαοτικά φωνητικά του Nick, τα οποία εξυμνούν το κλασσικό τρίπτυχο της επιτυχίας και της ακολασίας. Το όνομα της μπάντας οφείλεται στον Brant Bjork, όταν ο τελευταίος με σπρέυ έγραψε τις λέξεις στον Sunn ενισχυτή του Oliveri. Κάπως έτσι, εγένετο Mondo Generator.

Ο Nick, αναλαμβάνοντας τα ηνία της παραγωγής, παρέα με τον Steve Feldman στα Monkey Studios στο Palm Desert της California, εξαπολύει το κτηνώδες και τσαμπουκαλεμένο ντεμπούτο άλμπουμ τους Cocaine Rodeo (Southern Lord Records) στον κόσμο. Ο δίσκος αποτελείται από 11 κομμάτια ηχογραφημένα στην έρημο και τα οποία αποτελούν ένα συνονθύλευμα από stoner και punk στοιχεία, κάτω από μια τελείως ωμή παραγωγή. Η σύνθεση του συγκροτήματος αποτελείται από τον Brent Malkus (aka Burnt Mattress), τον Rob Oswald (aka Up N. Syder), οπού μαζί με τον Nick δημιουργούν ένα εκρηκτικό power trio. Μαζί με το τρίο, προσκαλεί και τους παλιούς του συνοδοιπόρους: Chris Goss, Brant Bjork, John Garcia και Josh Homme ώστε να συνεισφέρουν σε επιλεγμένα κομμάτια, ηχογραφώντας σε διαφορετικά sessions ο καθένας, πετυχαίνοντας με αυτό τον τρόπο ένα άτυπο Kyuss reunion. Οι εν λόγω ηχογραφήσεις, παρόλα αυτά, θα παραμείνουν αδρανείς για 3 χρόνια περίπου, λόγω του βεβαρημένου προγράμματος του Oliveri με τους QOTSA, και θα δουν το φώς της δημοσιότητας στις 18/07/2000, έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ Rated R’s, των QOTSA.

Στο μεσοδιάστημα του 2000-2003, μέχρι να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του Cocaine Rodeo, οι Mondo Generator θα περιοδεύσουν για ορισμένες ημερομηνίες με τους Melvins, Tomahawk, Skeleton Key και θα συμμετάσχουν και σε ένα special show με τους FantomasMelvins Big Band.

Το 2003 η μπάντα μπαίνει στο studio ξανά, με παραγωγό τον Brad Cook αυτή τη φορά, και το αποτέλεσμα αυτού είναι η κυκλοφορία του “A Drug Problem That Never Existed “, στις 4/07/2003 μέσω της Rekords Rekords/Ipecac Records. Ο δίσκος απέσπασε θετικές κριτικές, τόσο απο το κοινό όσο και απο τον τύπο, μέσω δημοσιευμάτων από το περιοδικό Spin, το NME (New Musical Express) και το Exclaim μεταξύ άλλων. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, σαν κουαρτέτο πλέον, με τους Dave Catching (guitar), Molly McGuire (bass) και Brant Bjork (drums) στην σύνθεση, ακολούθησε εκτενής περιοδεία για την προώθησή του σε Αμερική και Ευρώπη, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της μπάντας στο περίφημο Lollapalooza festival, όπου ο Nick εμφανίστηκε εκτός από τους MG, και με τους QOTSA στην κεντρική σκηνή του φεστιβάλ. Στιγμιότυπα του οποίου, μαζί με live βίντεο από την περιοδεία, βιντεοσκοπίστηκαν για τις ανάγκες του “Use Once and Destroy Me “ DVD (Tornado Records), το οποίο κυκλοφόρησε στις 7/09/2004.

Στις αρχές του 2004 θα απολυθεί απο τους QOTSA, κάτι που θα τον πεισμώσει και θα τον αναγκάσει να θέσει σαν βασική του προτεραιότητα τους MG. Μεταξύ του 2005-2006, και μέχρι την κυκλοφορία του “Dead Planet: SonicSlowMotionTrails “, η μπάντα θα ηχογραφήσει υλικό (“Demolition Day”), με αξιόλογους μηχανικούς ήχου (Nick Raskulinecz και Mathias Scheenberger), ενώ θα προηγηθεί ένα ντόμινο εξελίξεων με απολύσεις μελών, ακυρώσεις περιοδειών, κατηγορίες για σωματική βλάβη και λοιπές ιστορίες καθημερινής τρέλας. Εν τέλει το “Dead Planet”, θα βρεθεί στα ράφια των δισκοπωλείων σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρώπη στις 4/09/2006, με την μπάντα να αποτελείται πλέον από τον Ian Taylor (Unsound) στην κιθάρα και τον Hoss Wright (Drums) να πλαισιώνoυν τον Nick. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει στην Αμερική τον επόμενο χρόνο, μέσω της Suburban Noise Records, με διαφορετικό τίτλο και track list, μαζί με το EP III και παρά τις ενστάσεις του Nick. Στην συνέχεια, θα ακολουθήσει συμμετοχή της μπάντας στο Ozzfest 2007 -Αμερικάνικη περιοδεία με Turbonegro- ενώ στις αρχές του 2008 θα περιοδεύσουν στην Αυστραλία με Helmet και Fireball Ministry, λίγο πριν βάλει την μπάντα στον πάγο λόγω της συμμετοχής του στους Kyuss Lives!, και αργότερα στους Vista Chino.

Μιας και το αίμα νερό δεν γίνεται, στις 11/03/2011 ο Oliveri ανακοινώνει τον νέο δίσκο της μπάντας,”Hell Comes To Your Heart”, ο οποίος θα δει το φως της δημοσιότητας στις 3/07/2012 μέσω της δικής του εταιρείας Mondo Media, ηχογραφημένος στα ιδιόκτητα Pink Duck Studios του Josh Homme, στο Burbank της California σε μόλις 3 μέρες, με παραγωγό τον Justin Smith. Ο δίσκος αυτός, εν μέσω αναθέρμανσης σχέσεων, σηματοδοτεί την πρώτη φορά που συνεργάζονται οι δυο τους, έπειτα απο το μακρινό 2004. Αξιοσημείωτο είναι πως στο κομμάτι “The Last Train”, ο Homme παίζει στην κιθάρα, ενώ ο John Garcia δανείζει την φωνή του και όλα αυτά πριν πέσουν οι μυνήσεις εκατέρωθεν για το όνομα των Kyuss.

Στο μεσοδιάστημα 2014-2016, και εν μέσω περιοδειών με Clutch, Wino, Saviours και αλλαγές μελών για πολλοστή φορά, θα αφήσει στην άκρη τις υποχρεώσεις του με την μπάντα και θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του solo δίσκο, ”Leave Me Alone”, στον οποίο τα κάνει όλα μόνος και συμφέρει, ενώ για το κιθαριστικό solo του κάθε κομματιού θα έχει εκλεκτούς καλεσμένους.

Το 2016 θα βρεί νέα δισκογραφική στέγη στην Heavy Psych Sounds, μέσω της οποίας θα κυκλοφορήσει μια “Best Of” συλλογή, με την αντίστοιχη περιοδεία σε Ευρώπη να ακολουθεί, ενώ την χρονιά που μας πέρασε περιόδευσε μαζί με Yawning Man, Church Of Misery, Toke και έκανε μια στάση στο Βερολίνο και το Λονδίνο στα πλαίσια της συμμετοχής στα Desertfest.

Την στγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το συγκρότημα με νέα πάλι σύνθεση (με τον Mike Amster των Nebula και τον Mike Pygmie των John Garcia and The Band Of Gold) έχει έτοιμο άλμπουμ στα σκαριά, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21/2/2020 απο την Heavy Psych Sounds, και ηχογραφημένο και πάλι στα Pink Duck studio (Josh Homme). Κατά τα λεγόμενα της μπάντας: “Fuck It (τίτλος του δίσκου) is nothing short of epic and contagiously groovy!”.

Στα πλαίσια της προώθησης του “Fuck It” στις 11/2, μας επισκέπτονται στο An club για ένα ηλεκτρισμένο βράδυ, μέσα απο το horns-raising punk and rock’n’roll style του Nick Oliveri και της παρέας του.

Ραντεβού εκεί…

Πηγές:

  1. Wikipedia Mondo Generator
  2. Wikipedia Nick Oliveri
  3. Ipecac Official Page via Wayback Machine
  4. Mondo Generator Facebook
  5. The Obelisk
1359
About Βασίλης Χατζηβασιλείου 362 Articles
Ο Βασίλης (a.k.a Eloy) προσπαθεί καθημερινά να συνθέσει το soundtrack της ζωής του βασιζόμενος στο αγαπημένο του τρίπτυχο "αγάπη, φαντασία και πειραματισμός". Προτιμά οι μουσικές του αναζητήσεις να είναι βαριές, θορυβώδεις και ταξιδιάρικες...