LUCID PLANET: “II”

ALBUM

Είδος: Progressive Metal
Εταιρεία: Ανεξάρτητη κυκλοφορία
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 14 Νοεμβρίου 2020

Η Μελβούρνη πετά ένα απρόσμενο χαρτί στο τραπέζι του 2020, και για μια φορά ακόμα αισθάνεσαι ελλιπής και ανόητος που πίστεψες πως η αφοσίωση στη λίστα της χρονιάς ήταν επιτέλους επαρκής. Ένα ανεξάρτητο τρίο από την Αυστραλία μοιάζει με την άμπωτη που ανοίγει χώρο στον στριμωγμένο και σχεδόν συχνά αδιέξοδο χώρο του μοντέρνου, προοδευτικού metal. Μετά το ομότιτλο ντεμπούτο του 2015, που όφειλε σημαντικές ποσότητες επιλογών στους Tool, αλλά είχε αναμφισβήτητα τα ελατήρια να τους απογειώσει σε πολύ μοναχικά οροπέδια, ήρθε η στιγμή να ζήσουμε αυτή τη φαντασίωση και υπόσχεση.

Οι Michael Box (κιθάρες), Darcy Rank (κιθάρες, ηλεκτρονικά και παραγωγή), και Luke Turner (φωνητικά και μπάσο) έχουν αναλάβει να τραβήξουν για τα καλά τα νερά της επανάληψης και να αφήσουν τα ξεχωριστά τους ίχνη σε φρέσκο έδαφος με παλέτα την αφήγηση μιας ιστορίας αλλαγής. Ο ήρωας του “II” είναι ένας άνθρωπος που αποφασίζει να εγκαταλείψει τα παλιά του μονοπάτια και ουσιαστικά να αλλάξει ριζικά ζωή. Όμως πάνω στην ιδέα της ατομικής αλλαγής υπάρχει η υπέροχη φωτεινή προοπτική του ενός βήματος μπροστά σε έναν συνολικό παγκόσμιο μετασχηματισμό. Κάθε μικρή προσωπική δράση μπορεί να αποτελέσει συνεισφορά σε μια συλλογική ανανέωση. Τα λόγια μας, οι πράξεις μας, οι δράσεις μας, η τέχνη, η νέα πρόκληση, όλα μπορούν να παρακινήσουν και άλλους να κάνουν το ίδιο. Το “II” απευθύνει θεματικά μια καθαρή πρόσκληση στον ακροατή να δεχτεί το άγνωστο με πρόθυμη καρδιά, να αφήσει τον εαυτό του να χαθεί στην ελευθερία του ταξιδιού, να αφήσει τα βάρη που τον κρατούν στάσιμο και να ανανεωθεί.

Η πιο σημαντική επιβεβαίωση των προθέσεων των Αυστραλών είναι όμως η μουσική που αποπειράται να σε πείσει να δοκιμάσεις αυτή την πρόκληση. Αν θέλει κανείς να προσεγγίσει συνολικά την αισθητική και την τακτική τους, οφείλει να προετοιμαστεί για ηχοτοπία άμεσου εύρους που έχουν μια απίθανη ροή. Ο προοδευτισμός και η φρεσκάδα των Lucid Planet ελλοχεύουν σε μια συνθετική νοοτροπία που είναι περιγραφική και ανοιχτή σε ένα πλήθος ήχων. Δεν υπάρχουν εδώ δύστροπα σχήματα, μετρικές ανατροπές και φωνητικά της σχολής των αρχών του ’90. Αν θα χρειάζονταν κάποιες αναγωγές για να ιντριγκάρεις ή να βοηθήσεις τον ανυποψίαστο ακροατή, μάλλον οι προσεγγίσεις των OSI και Chroma Key θα μπορούσαν να του άνοιγαν ένα μικρό παράθυρο στο “II”. Και πάλι όμως, συμβαίνουν τόσα συναρπαστικά πράγματα στα 70 λεπτά αυτής της διαδρομής που οι αναγωγές φαντάζουν φτωχές και άδικες.

Από την “Anamnesis” στο “Zenith”, από το Α στο Ζ, από την αφετηρία στο τέλος, η υπέροχη ηχητική τακτική των Αυστραλών ανοίγει σαν μια κουρτίνα που σταδιακά αποκαλύπτει μια μαγική εικόνα. Το σκοτεινό εισαγωγικό track, με τα παγωμένα αφηγηματικά φωνητικά του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, δεν στοχεύει να σοκάρει, αποπλανεί όμως στρατηγικά και ξεκουμπώνεται μέσω των ήχων που απλώνονται σταδιακά από τις ευρηματικές κιθάρες σε ένα συμπαντικό ambience: είναι ξεκάθαρα μια διαδικασία μουσικού πνευματισμού. Με την πύλη στο “Entrancement” τα tribal και folk στοιχεία με τα επαναλαμβανόμενα φωνητικά θρησκευτικής αύρας ενός αγνού παρελθόντος χρωματίζουν το ταξίδι διαφορετικά, με την ξεχωριστή τραγουδίστρια Jade Alice να ακούγεται πρώτη φορά και να διπλώνει μοναδικά με την παρουσία του Luke Turner. Η πιο μακριά γέφυρα όμως που μοιάζει να μην σου αφήνει ευκαιρίες για επιστροφή συναντιέται στο υπερβατικό “Organic Hard Drive”. Σε υποδέχεται με δύσβατα ριφ, ήχους που στροβιλίζονται επιτακτικά, ντελικάτες μελωδίες που πέφτουν σαν σταγόνες πάνω στην αναμονή σου, μέχρι να κυριαρχήσουν οριστικά τα ηλεκτρονικά στοιχεία και να συναρμολογήσουν με τις κιθάρες που πάλλονται και χάνονται σε ένα μοναδικό μουσικό κρεσέντο που θα σε πετάξει ψηλά.

Το “Offer” έρχεται αποφασισμένο να αλλάξει μάσκες σαν πανούργος ιθαγενής: από την φαινομενική ακουστική του γαλήνη, στο dub και τους πανέξυπνους εμβόλιμους reggae ρυθμούς, η χρήση των οποίων θα έκαναν τους Rush των 80’s περήφανους, ενώ οι διακριτικές αλλά καταλυτικές προσθήκες της κιθάρας και ένα πλήθος από ήχους, κάνουν ένα σύντομο τραγούδι τόσο ευρύχωρο. Το “On The Way” αν και μοιάζει φαινομενικά σαν ένα μανιτάρι που υψώνεται με κιθαριστικά κύματα, και πράγματι κρύβει σπουδαία ριφ και θέματα, κατέχει τις δικές του ψυχεδελικές εσοχές που ταλαντεύονται μαζί από τις φωνές των Turner και Alice. Το “Digital Ritual” ακούγεται να στηρίζεται σε έναν σύνθετο trip hop σκελετό, μαζί με τα υπόλοιπα βασικά τους χρώματα και να γέρνει μοναδικά ως το τέλος του σε μια σχεδόν απροσδιόριστη αλλά πολύ όμορφη μελωδικότητα.

Μέσα σε όλα τα υπόλοιπα χορταστικά που συμβαίνουν στα δώδεκα λεπτά του “Face The Sun”, υπάρχει αυτή η διαφανής κουρτίνα της Μέσης Ανατολής, αυτό το περίεργο folk χρώμα του, που μοιάζει να προσπαθεί να χαρακτηρίσει το τραγούδι αλλά καταλήγει δαμασμένο ανάμεσα σε τόσες διαφορετικές μουσικές συντεταγμένες. Η επιδερμίδα μιας θρησκευτικής, πνευματικής υποβολής είναι κάτι που μοιάζει να απλώνεται σχεδόν παντού.
Και αν λοιπόν το “Zenith” είναι το επιστέγασμα μιας προσωπικής περιπέτειας, μιας θαρραλέας απόπειρας, μοιάζει πράγματι να ακούγεται μέσα στον συμπαγή σκελετό του, οριστικό και αδιαπραγμάτευτο. Αυτές οι κιθάρες που μοιάζουν να στήνουν σκάλες τραβούν το τραγούδι σε μια κορύφωση, μέχρι την τελευταία έκρηξη και τον βόμβο του τέλους.

Στο τέλος αυτού του δίσκου πρέπει να προσδιορίσεις που βρίσκεσαι. Είσαι σε ένα οροπέδιο, κρατάς ένα τηλεσκόπιο, έχεις καταδυθεί σε έναν άγνωστο βυθό, μπορεί και όλα αυτά μαζί. Οι Lucid Planet έχουν προκαλέσει μια αναμφισβήτητη υπέρβαση χρησιμοποιώντας διαστημόπλοια και κληματίδες, λούπες και ντιντζεριντού, επιστήμη και θρησκεία, μυαλό και καρδιά.

Είναι τελικά το “II” το κορυφαίο άλμπουμ του 2020; Ας αφήσουμε για λίγο τις ζυγαριές και τις λίστες. Αν συνυπολογίσει κανείς τη στενή σχέση του θέματος του δίσκου και την αντίστοιχη μουσική υποστήριξη, βρισκόμαστε αναμφισβήτητα μπροστά σε ένα σπάνιο έργο σύγχρονης μουσικής δημιουργίας. Ένα πραγματικό αριστούργημα που εμφυσάει μια μεγάλη πνοή ζωής και ανανέωσης σε ένα κουρασμένο, εγκλωβισμένο και γέρικο ιδίωμα…

Website: https://lucidplanet.net/

1177
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…