LOVEKILLERS Feat. Tony Harnell: “Lovekillers Feat. Tony Harnell”

ALBUM

Δεν είμαι σίγουρος αν θυμάται πια σήμερα ο χαρισματικός τραγουδιστής από το San Diego, πόσες φορές επέστρεψε και έφυγε ξανά από τους Νορβηγούς hard rockers TNT, που αναμφισβήτητα σημάδεψαν την καριέρα του.

Έχοντας από το ξεκίνημα της καριέρας του, μόλις στα 17 του χρόνια, μια ισχυρή τάση φυγής και αλλαγής, ο νεαρός τότε Harnell κατέλαβε περιστασιακά τα μικρόφωνα τουλάχιστον 15 σχημάτων σε λιγότερο από τρία χρόνια. Η ανεξήγητη σταθερότητα από τη στιγμή που με την παρέμβαση του σπουδαίου παραγωγού Mike Varney, βρέθηκε στους ΤΝΤ, τον καθιέρωσε σε έναν από τους σημαντικότερους τραγουδιστές στο χώρο του πολύ δημοφιλούς τότε μελωδικού hard rock, εντυπωσιάζοντας με την έκταση και την δουλεμένη φωνή του, που όφειλε στη μητέρα του Constance, που ήταν τραγουδίστρια όπερας.

Ο Harnell επέστρεψε βέβαια στην κυματώδη φάση των αλλαγών όχι μόνο περνώντας από άλλα σχήματα (Westworld, Starbreaker, Morning Wood ή και solo), αλλά συχνά αλληθωρίζοντας και σε διαφορετικούς ήχους, επιδιώκοντας να κρατηθεί στις εξελίξεις. Μετά το φιάσκο με τους Skid Row, πρόλαβε να γυρίσει και να ξαναφύγει από τους ΤΝΤ, και σίγουρα η καριέρα του είναι πιο νεφελώδης από ποτέ.

Για τέτοιες συγκυρίες όμως, ζει και αναπνέει η Frontiers Records και το αφεντικό της. Γιατί οι Lovekillers είναι ουσιαστικά άλλο ένα project υπό την ομπρέλα του επικεφαλής της εταιρίας, Serafino Perugino που σαν επίκαιρος μουσικός Άγιος Βασίλης προσφέρει στους οπαδούς του τραγουδιστή ένα δυνατό συμπλήρωμα στα στερητικά τους, αλλά και στον ίδιο τον Harnell μια ασφαλή ένεση έκφρασης και επικαιρότητας.

Επιστρατεύοντας έναν από τους πιο συνεπείς εργάτες του, τον μπασίστα και παραγωγό Alessandro del Vecchio, και με βοήθεια από άλλους εξωτερικούς συνθέτες όπως οι Niger Bailey, Pete Alpenborg, Marco Sivo και Jonas Hornqvist, ο στόχος είναι σαφής: ένας δίσκος που στοχεύει στην καρδιά της νοσταλγίας όλων των ακροατών που συνδέθηκαν με την πρώτη, χρυσή εποχή των ΤΝΤ. Όλα τα δεδομένα έχουν προσαρμοστεί πάνω σε αυτή την επιδίωξη και τη δημιουργία μιας ισχυρής αντανάκλασης εκείνης της περιόδου. Ο Gianluca Ferro έχει αναλάβει τις κιθάρες, και ο Edo Sala τα τύμπανα.

Με μια παραγωγή γυαλισμένη με δεδομένα “Intution” και “Tell No Tales”, το χαλί της επιστροφής στρώνεται με το υπαινικτικό “Alive Again”, ενώ με το υπερεθιστικό “Hurricane” μάλλον αφήνεσαι στο ταξίδι του παρελθόντος. Γιατί στη συνέχεια θα βρεις συνθετικούς υπαινιγμούς για όλα αυτά που έκαναν τους Νορβηγούς τόσο αγαπητούς στο ανάλογο κοινό. Ρυθμικά, κολλητικά ριφ που μεταφέρουν ανάλογες φωνητικές αρμονίες αλλά και εμβόλιμα πιο μελωδικά και χαμηλόφωνα τραγούδια που φλερτάρουν με μπαλάντες.

Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών, έχει γίνει δουλίτσα στη λεπτομέρεια, υπάρχει η φλούδα του “remake” σε όλο αυτό που ακούς, όπως και η αίσθηση του προκάτ που συνοδεύει συνήθως αυτά τα projects της Frontiers. Αλλά… θα ακούσεις όμορφα σμιλευμένα τραγούδια, τα περισσότερα αξίζει να τα ξανακούσεις, αν είσαι φίλος του χώρου αυτού, και το δυνατότερο χαρτί που απογειώνει το εγχείρημα είναι μια σπουδαία απόδοση από τον ίδιο τον Harnell, ίσως την κορυφαία τα τελευταία χρόνια.

Και τι λείπει δηλαδή; Καλά, ξέχασες δηλαδή τον Le Tekro; …

587
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…