Είδος: Heavy/ Stoner Rock/ Doom Metal
Δισκογραφική: Ανεξάρτητη Κυκλοφορία
Ημ. Κυκλοφορίας: 16 Ιουλίου 2022
Πόσο θετικά μπορεί να σε προϊδεάσει ένα άκουσμα και πόσο ευχάριστο κατευόδιο μπορεί να υπάρξει μέσα από τις πρώτες του νότες από τη στιγμή που θα πατήσεις το κομβίο με το πλάγιο τρίγωνο, κοινώς play. Ιδιαίτερα όταν Σαμπαθικές μελωδίες καταχωνιασμένες σε κάποιο χρονοντούλαπο και riffs βγαλμένα από τον ασκό του μουστάκια, λειτουργούν σαν χρονομηχανή ώστε να σε ταξιδέψουν για ένα πεντηκονταετές ταξίδι aller retour από το χεβιμεταλικό Big bang μέχρις ότου σήμερα.
Ρητορικό ερώτημα το προαναφερθέν, γιατί πραγματικά αυτό που καταφέρνουν οι Lost Arcadia με τον πρώτο τους δίσκο “Voiceless Children” είναι αξιέπαινο και δείχνει τη στόμφα ενός συγκροτήματος που θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον, αν όχι όλους, τουλάχιστον αυτούς που θεωρούν το Birmingham τη Μέκκα του αιώνιου riff και τους τέσσερις Άγγλους τους καβαλάρηδες της μουσικής μας αποκάλυψης.
Σε κάτι περισσότερο από ένα μισάωρο, οι Αθηναίοι φιλτράρουν τον Σαμπαθικό ήχο και την πορεία της Iommi ριφολογίας, όπως εξελίχθηκε σε πέντε δεκαετίες και όπως αυτό διεκπεραιώθηκε σε όλα τα γεωγραφικά και μουσικά μήκη και πλάτη ανά μουσική σκηνή και υποϊδίωμα ανά τα χρόνια. Για την ακρίβεια ξεκινώντας από την παρανοϊκή -από κάθε άποψη αλλά και μουσικά- δεκαετία του 70, στην πορεία ανανεώθηκε εκτελεστικά από συγκροτήματα όπως Trouble και Candlemass στα 80s, αναπροσαρμόστηκε από την Grunge και Desert σκηνή στα 90s και συνεχίστηκε στις επόμενες δύο δεκαετίες από μία πληθώρα Sludge και Doom metal συγκροτημάτων, με την σκυτάλη να έρχετε πλέον καλή ώρα στα χέρια και στις ταστιέρες μπαντών όπως οι Lost Arcadia.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι η τετράδα διατηρεί άρρηκτες σχέσεις ηχητικά με τη δεκαετία που έκανε την εμφανισή του το MTV, είτε πιθανόν λόγω ηλικίας είτε απλά γιατί ήταν μια γ@μημένη καλή δεκαετία για τη μουσική μας και το Metal γενικότερα, και έτσι έχει αφήσει ανεξίτηλα χαραγμένη τη σφραγίδα της. Η παραγωγή αποπνέει μία φρεσκάδα και μία προοδευτικότητα σαν και αυτήν που είχαν τα Prog μεγαθήρια του τότε. Επιπρόσθετα, για όσους πιστευουν ότι η εν λόγω δεκαετία και το Grunge “σκότωσε” την σκληρή μουσική, μπορούν απλά να κάτσουν στο μεσαίο και υπερυψωνένο δάχτυλο των κυρίων Jerry Cantrell και Kim Thayil οι οποίοι παρεμπιπτόντως θα γούσταραν κάργα τον δίσκο και αυτήν τη βουτιά στα άδυτα του Dirt και του Badmotorfinger όπως ακούγεται στο “Road”.
Και στο σημείο αυτό για να μεγαλώσουμε και λίγο την παρέα μας, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την παλιοπαρέα του Load/ Reload, καθώς κομμάτια όπως το “Born in A Lie” σε κάποιο παράλληλο μουσικό σύμπαν θα ήχούσε σαν το “Memory Remains”, ενώ οι ανυπέρβλητοι κοσμοναύτες Sleep και η κολεκτίβα των Shrinebuilder ευωδιάζουν με μοσχομυριστό λιβάνι και μαστουριόρε μελωδίες την ατμόσφαιρα, μετατρέποντας το κομμάτι “Ship of Creed” σε καράβι από την Περσία με ονοματοδοσία “Ship of Weeeeed”, λίγο πριν παραδώσουν τα σκήπτρα στο ομότιτλο κομμάτι στους σαδιστικά αργούς και γκρουβάτους Solitude Aeturnus.
Στο πρώτο του δισκογραφικό βήμα το συγκρότημα μόνο “χαμένο” δεν φαίνεται και σε καμία περίπτωση “άφωνο”, δεδομένου ότι είναι συγκεντρωμένο στον σκοπό του και συνάμα συγκροτημένο, ενώ και φωνητικά και εκτελεστικά είναι αρκετά “βροντόφωνο” για να σε ταρακουνήσει συθέμελα και να σου εγείρει την εξής ερώτηση: πού ήσασταν χαμένοι τόσο καιρό βρε παιδιά…
Το νου σας, τώρα που βρεθήκαμε μην χαθούμε έτσι…;