Η περασμένη Κυριακή μου προσέφερε απλόχερα μια από τις πιο αμφιλεγόμενες εμπειρίες που έχω ζήσει.
Πιστεύω πως από όσα άτομα βρισκόμασταν εκείνη την ημέρα στο Ηρώδειο, όποιο και να ρώταγες, ανεξαρτήτως του αν είχε περάσει καλά ή όχι, θα παραδεχόταν χωρίς δεύτερη σκέψη πως η Laurie Anderson είναι μια από τους καλύτερους ερμηνευτές του είδους της, με το ταλέντο της να καθιστά αδύνατη την παντελή αδιαφορία του οποιουδήποτε θεατή της, όσο σκληρόπετσος και κυνικός και να είναι (εσκεμμένα χρησιμοποιώ τη λέξη “θεατής”).
Η δική μου ματιά λοιπόν, θα ακροβατήσει ανάμεσα στην ματαιόδοξη αντικειμενικότητα που θέλω να μπορώ να έχω και την αναπόφευκτη υποκειμενικότητά μου. Καλά θα πάει αυτό.
Με αφορμή αυτήν την πάσα που μου έκανα και μιας που τελευταία έχει δημιουργηθεί πολύς ντόρος γύρω από φανατισμούς που αφορούν σε διαφορετικά μουσικά είδη που αγαπάμε και συνάμα τη μανία να υποδείξουμε ποιο υπερτερεί ποιανού, ας κάνουμε μία φιλική – ή και όχι τόσο – υπενθύμιση πως οι προτιμήσεις μας δε μας καθιστούν ανώτερο από κανένα, μπορούμε να ακούμε τη μουσική που αγαπάμε και να την απολαμβάνουμε χωρίς ελιτισμούς. Εκτός αν δε σου αρέσουν οι Leprous, τότε η πόρτα είναι από εκεί. Πλάκα κάνω μωρέ!
Στο θέμα μας λοιπόν.
Είχα να βρεθώ στο μεγαλοπρεπές Ηρώδειο για παράσταση κοντά στα τρία χρόνια και ένας θεός ξέρει πόσο αδημονούσα για αυτήν τη στιγμή. Παρά λοιπόν την κούραση, τη βαρεμάρα και την άκρως ελκυστική ιδέα του να περάσω την Κυριακή μου ξαπλωμένη σαν χλαπάτσα, πήρα τα ποδαράκια μου, το λεωφορείο, το τρένο, ξανά τα ποδαράκια μου, και λίγους αιώνες μετά έφτασα στο Ηρώδειο. Με τις θέσεις μας να είναι εκεί που πρέπει (αν είσαι ακροφοβικός έχεις κι άλλο λόγο να εκτιμάς τις θέσεις στο κάτω διάζωμα), βολευτήκαμε (τρόπος του λέγειν), περιμένοντας την εμφάνιση της θρυλικής Laurie Anderson, για την οποία δεν άργησε να γίνει ενημέρωση πως θα υπάρξει μικρή καθυστέρηση, λόγω χρήσης visuals που για να γίνει σωστά έπρεπε να πέσει ο ήλιος. Αυτό το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να σκοτεινιάσει, ήταν αρκετό για να γεμίσουν κι άλλο οι κερκίδες, δυστυχώς όμως, όχι για να γεμίσει ο χώρος.
Με τον ερχομό της φοβερής Laurie στη σκηνή ωστόσο, το πλήθος αποθέωσε την καλλιτέχνιδα με τόσο θερμό τρόπο, που αποδείχτηκε υπεραρκετό. Η Anderson με το που έπιασε το μικρόφωνο δήλωσε ευτυχισμένη που βρισκόταν εκτός των ΗΠΑ, και εδώ που τα λέμε, δεν την κατηγορώ. Προλογίζοντας το περιεχόμενο του setlist και δίνοντάς μας μια μικρή γεύση σχετικά με το πού θα κυμανθεί συναισθηματικά η βραδιά, ζήτησε ευγενικά απ’ όλους μας να αφεθούμε μαζί της σε δέκα δευτερόλεπτα συνεχόμενης κραυγής για όλα όσα μας τρώνε την ψυχή. Η ανταπόκριση του κοινού στο κάλεσμα της καλλιτέχνιδας ήταν μόνο το ξεκίνημα μιας σουρεαλιστικής εμπειρίας.
Η γλυκιά και σαγηνευτική Laurie μας εισήγαγε στη μυσταγωγία της με ένα μύθο που μας αφηγείται τη δημιουργία της μνήμης μέσα από το συγκινητικό κομμάτι της “The Beginning of Memory”.
Συνοδευόμενη από τον εξαιρετικό μουσικό και αριστοτέχνη τσελίστα Rubin Kodheli, ο οποίος τη συντροφεύει καθ’ όλο το “Art of Falling” tour, το δίδυμο δε δίστασε να δώσει το 100% του, ενώ η εναρμόνιση των δύο μουσικών ήταν κάτι που δύσκολα θα σου περνούσε απαρατήρητο.
Η Laurie Anderson δεν είναι ένας “εύκολος” καλλιτέχνης να δει κανείς ζωντανά. Γιατί αυτό, θα μου πεις; Και απαντώ το εξής, πάντα με βάση τη δική μου ματιά: Με απλωμένες σεκάνς και σε συνδυασμό με τις ιστορίες που αφηγείται με τόση ηρεμία, με μια φωνή που σε ζεσταίνει μόνο που την ακούς, όσο ενδιαφέροντα κι αν είναι αυτά που λέει είναι αρκετά εύκολο να πέσεις στην παγίδα του zone out. Αλλά αυτό είναι στον άνθρωπο σίγουρα, και με ένα γρήγορο “σκανάρισμα” δεν είδα να συμβαίνει σε πολλούς τριγύρω.
Εάν μου μένει ένα πράγμα πιο έντονα από την εμφάνιση της Laurie αυτό είναι σίγουρα το χιούμορ της. Η καλλιτέχνιδα είναι πιο νέα και προχωρημένη στην ψυχή από πολλούς από εμάς, κάτι που καταλάβαινες από το περιεχόμενο των ιστοριών της, όντας άκρως σαρκαστικό απέναντι στο σεξισμό, τον ρατσισμό, όπως και πολλά ζητήματα ακόμη, που όλως τυχαίως, τόσα χρόνια μετά μας προβληματίζουν σε μεγάλο βαθμό.
Με τους ambient ήχους να συνοδεύουν τη βραδιά σχεδόν εξ’ ολοκλήρου, ήταν αναμφίβολο πως η ατμόσφαιρα στο Ηρώδειο, ήταν πάρα πολύ “φορτισμένη ενεργειακά” και θέλοντας και μη, σε παρέσερνε σε μια βουτιά στον κόσμο του πνευματικού. Αν και προσωπικά δεν βρίσκομαι εκεί, όλο αυτό που συνέβαινε στη σκηνή του Ηρώδειου ήταν μια ιεροτελεστία, που σου έδινε παράλληλα το ελεύθερο να ασκήσει την επιρροή που θέλεις εσύ επάνω σου.
Το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν η γλυκόπικρη αναφορά της Laurie στο χαμένο της σύζυγο και τεράστιο καλλιτέχνη Lou Reed, εις μνήμην του οποίου έκανε και μια μικρή Tai Chi επίδειξη με συνοδεία κινέζικης παραδοσιακής μουσικής, κάτι το οποίο βρήκα άπειρα γλυκό και διασκεδαστικό. Η Anderson δεν δίσταζε να αποδεικνύει συνεχώς ότι η σκηνή ήταν ΔΙΚΗ ΤΗΣ, και μπορούσε να την κάνει ό,τι ήθελε. Και πράγματι, ήταν έτσι, ακόμη και με ένα laptop να έχει τεχνικά προβλήματα για τουλάχιστον το ένα τέταρτο της εμφάνισής της, ήταν ακλόνητη, ασταμάτητη. Ακούς Murphy;
Η Laurie με τον Kodheli, έχοντας συντροφεύσει το Αθηναϊκό κοινό για περίπου 1 ώρα και 45 λεπτά, μας αποχαιρέτησαν όχι μια, όχι δύο αλλά τρεις φορές, αφού επέστρεφαν στη σκηνή για ακόμη μια υπόκλιση, και μια μικρή – παραλίγο – σαβουρίτσα της Anderson στη σκηνή, για να μας μείνει τελείως αξέχαστη.
Μπορώ να πω με σιγουριά πως το να βλέπεις τη συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα είναι μια εμπειρία, μοναδική με τον τρόπο της και σίγουρα αξέχαστη, και παρ’ ό,τι σε γενικές γραμμές δεν ήταν my type of cake, δε θα άλλαζα απολύτως τίποτα στη συγκεκριμένη μέρα.
Ευχαριστούμε για όλα, γλυκιά Laurie!
photos: Γιάννα Φώτου
670