LAMB OF GOD

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

“Γράψε για τους Lamb Of God”, μου είπαν. “Μάλιστα”, τους είπα. Τους Lamb Of God! Ή καλύτερα, τους Lamb Of Goooooooood! Τη μπάντα με τα περισσότερα φωνήεντα στο logo της μετά τους Slayeeeeeeeeeer. Γιατί όταν προφέρεις το όνομά τους, δεν το λες απλά. Το ουρλιάζεις! Κοινώς, το ματώνεις το λαρύγγι σου.

Τί να γράψω για τη μπάντα-προπομπό της μουσικής μας τα τελευταία 20 χρόνια; Αν τα ’80s άνηκαν στους Metallica (σταυροκοπηθείτε) και τα ’90s στους Pantera (σταυροκοπηθείτε 2 φορές), τότε δικαιωματικά από τα ’00s και μετά κάνουν κουμάντο οι LoG (σταυροκοπηθείτε και με τα 2 χέρια).

Τί; Είμαι υπερβολικός; Πρώτα θα βρεις στο χάρτη το Richmond, Virginia για να δεις που ανδρώθηκαν αυτά τα νότια κ@λόπαιδα. Έπειτα θα παρακολουθήσεις τη μουσική τους εξέλιξη, από τα χρόνια που ακόμα ονομάζονταν Burn The Priest μέχρι τώρα (η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς όλων των μεγάλων), μετά θα κάνεις στον εαυτό σου τη χάρη να τους δεις live για να καταλάβεις “τί εστί βερίκοκο” (επίσης σημείο αναφοράς όλων των μεγάλων) και μετά έλα να μου πεις αν έχω δίκιο που κάνω σαν φανατικός γκρούπι LoG-ιστής.

Αυτό δεν είναι ένα τυπικό βιογραφικό και video tribute της μπάντας. Αυτά τα βρίσκεις οπουδήποτε. Αυτό είναι μία ψυχαναλυτική εξομολόγηση του γράφοντα γι’ αυτό το “τέρας” που στέκεται “αιμοβόρο” εδώ και 25 χρόνια. Βάλε μπύρα να στα πω…

Μέσα λοιπόν σε αυτά τα 25 χρόνια παρουσίας τους στη μουσική σκηνή (από το 1994 που δημιουργήθηκαν), οι LoG έχουν κάνει μόνο 2 αλλαγές στο line-up τους, πράγμα που εξηγεί το πόσο “στιβαρή” (σε σημείο Σινικού τείχους) μπάντα είναι.

Αν εξαιρέσουμε την αποχώρηση ενός εκ των δημιουργών τους, Matt Conner (guitar), καθώς και την προσωρινή (ευτυχώς) αντικατάσταση του “θεού” Mark Morton (guitar) από τον Abe Spear, αυτή η “πολεμική μηχανή” παραμένει με το ίδιο “πλήρωμα” από το 1997 (και άλλο σημείο αναφοράς μεγάλης μπάντας) μέχρι και σήμερα.

Και φτάνουμε στο σωτήριο έτος 1999 και…καλώς τα παιδιά. “Σκάει” το ομώνυμο ντεμπούτο και είναι λες και τρως “μπουκέτο” από τον Colossus των X-Men. Μπορεί το όνομα να προκαλεί γέλιο, αλλά μέσα στο άλμπουμ τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία. Μέσα σε 44 λεπτά σε “τσαλαπατάνε” 14 φορές με αράδες από riffs και έναν Randy Blythe να “καταθέτει” το λαρύγγι του και να “φτύνει” τους στίχους χωρίς κενά, λες και σου λέει τους κωδικούς του Wi-Fi.

“Archaic methods transfer through well in the face of mass denial”-Bloodletting.

Κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στον “παραδεισένιο θόρυβο” των Burn The Priest.

Burn the Priest – Bloodletting

Και επειδή δε γουστάρουμε να μας περνάτε και για τίποτα σατανιστές, άμα λάχει αλλάζουμε και το όνομά μας, και από Burn The Priest το κάνουμε Lamb Of God και γράφουμε και ένα “New American Gospel” (2000-Prosthetic Records) να κάτσετε να διαβάσετε, να ακούσετε, να ξεστραβωθείτε, να γίνετε άνθρωποι τέλος πάντων.

Εδώ συνεχίζουν τον ίδιο χαβά με πριν, με αρκετά metalcore στοιχεία, με Panter-ικά riffs τίγκα στα “αναβολικά” (πόσο πια;) και τον Blythe να θυμίζει Anselmo εποχής “The Great Southern Trendkill”, υπό την επήρεια κάποιας άγνωστης ακόμα, εξωγήινης, ουσίας (ώρες ώρες πιστεύω πως ο τύπος έχει καβάντζα άλλα 2 ζευγάρια πνευμόνια, κάπου κρυμμένα μέσα στο σώμα του). Και όπως συμβαίνει με τα περισσότερα fan favourite, δεν είναι ΜΟΝΟ το “Black Label” μέσα στο άλμπουμ. Αυτό είναι μόνο ο αντιπερισπασμός. Ο αληθινός “κίνδυνος” παραμονεύει πιο μετά.

Lamb of God – O.D.H.G.A.B.F.E.

Αν λάβουμε υπόψη τον κανόνα που λέει ότι το 3ο άλμπουμ κάθε μπάντας είναι και το πιο κομβικό, τότε και εδώ έχουμε την πιστή εφαρμογή του. Το “As The Palaces Burn” (2003–Prosthetic Records, 2ος ως Lamb Of God), είναι ο “συνδετικός κρίκος” της “ακατέργαστης” και ασυγκράτητης ορμής τους και της ωριμότητας των συνθέσεων, που εδώ αρχίζει να παίρνει “σάρκα και οστά”.

Σε αυτό το άλμπουμ σχηματίζεται ο χαρακτηριστικός τους ήχος. Το ότι ο καθένας τους ξεχωριστά είναι “μεγάλη παιχτούρα” το ξέραμε. Απλώς εδώ αρχίζουν και μπαίνουν οι σφραγίδες στα πτυχία. Ο Blythe συνεχίζει μεν να τραγουδάει λες και έχει καταπιεί το μικρόφωνο, αλλά πλέον το’ χει βάλει σκοπό να ακούγεται πιο ώριμος, πιο “στοχευμένος” και πιο “τρομακτικός”.
Ανάμεσα στην εποποιία του άλμπουμ, θα προτιμήσω το κομμάτι με το οποίο έκλεισαν “ανατινάζοντας” το Fuzz εκείνο το βράδυ της 1ης Ιουνίου του 2010, στη μοναδική τους, μέχρι στιγμής, εμφάνιση επί Ελληνικού εδάφους.

“Smite the shepherd and the sheep will be scattered”–Vigil.

Lamb of God – Vigil

Το πόσο δύσκολο είναι, μετά από ένα άλμπουμ ορόσημο, να κάνεις την υπέρβαση, δε θα το απαντήσω εγώ. Να ρωτήσεις αυτά τα ρεμάλια που μέσα σε ένα μόλις χρόνο από το “As The Palaces Burn”, σου πετάνε στα μούτρα έτσι ξετσίπωτα, το “Ashes Of The Wake” (2004–Epic Records), το οποίο προσωπικά θεωρώ το καλύτερό τους άλμπουμ μαζί με το…(θα σου πω μετά).

Το ότι εδώ βρίσκονταν, για αρκετό καιρό, τα περισσότερα συναυλιακά κομμάτια τους, κάτι λέει. Το ότι οι κ.κ. Mark Morton και Willie Adler παραδίδουν μαθήματα εξάρθρωσης φάλαγγας δαχτύλων στις κιθάρες, επίσης κάτι λέει. Όπως επίσης και η συμμετοχή των Alex Scolnick (Testament) και Chris Poland (ex-Megadeth), που “ντύνουν” με τα σόλο τους το ομώνυμο κομμάτι, πάλι κάτι λέει. Αυτό που ΔΕ λέει, είναι να αφήσεις αυτό το άλμπουμ να περάσει στα “ψιλά”. Πάτα το play και άστο να παίζει.

“See who gives a fuck”–Laid To Rest.

Lamb of God – Laid to Rest

Οι Lamb Of God στα ’00s, θυμίζουν “τράγο σε περίοδο αναπαραγωγής”, τόσο μέσα όσο και έξω από το στούντιο. Μέσα σε αυτό, ό,τι ηχογραφούν χαρακτηρίζεται ως “διαμάντι”. Έξω από αυτό, “φτιάχνουν”, και όχι άδικα, την εικόνα ενός γκρουπ ασταμάτητου πάνω στη σκηνή. Απόδειξη όλων αυτών, είναι και η κυκλοφορία του live CD και DVD “Killadelphia”, στο πλαίσιο της περιοδείας του “Ashes Of The Wake”, που είναι και η πρώτη επίσημη της μπάντας. Τους βλέπεις live στην ολότητά τους. Κλείσε το στόμα γιατί θα μπει καμιά μύγα.

Lamb Of God – What I’ve Become (Live Killadelphia DVD)

Έχοντας περάσει 3 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία στούντιο δουλειά τους, αλλά με πολλά “κιλά” εμπειρίες στις αποσκευές τους, κυρίως λόγω των live εμφανίσεών τους (δες οπωσδήποτε το live από την “Unholy Alliance” περιοδεία μαζί με Slayer (σταυροκοπηθείτε ανάποδα)), “πυροβολούν” για 5η φορά με το “Sacrament” (2007-Epic Records). Πλέον τους μαθαίνουν και οι πέτρες.

Μην τα ξαναλέμε. Η πεντάδα το χαβά της τόσο συνθετικά, όσο και στιχουργικά. Σε αυτό το άλμπουμ “σκάει” και η διαφαινόμενη μουσική ωρίμανση, με περισσότερα μελωδικά περάσματα και περισσότερη ατμόσφαιρα μέσα σε όλη αυτή την “οργή”. Ο ήχος τους πλέον αποτελεί σήμα κατατεθέν και το riffing, το drumming και τα φωνητικά (αχ αυτά τα φωνητικά γμτ!) “γράφουν” LAMB OF GOD. Εδώ θα πάρει τη θέση του το τραγούδι που δεν έγραψαν ποτέ οι Pantera (!?), που εκτός από έπος έχει και ένα από τα καλύτερα videos που έχουν γυριστεί ποτέ.

Lamb of God – Redneck

Και αν νομίζεις ότι έχουν ακουμπήσει ταβάνι μάλλον γελιέσαι, γιατί φαίνεται να μην έχουν τέτοιο. Γιατί σου είπα, πως “θα σου πω μετά”. Γιατί στο “Wrath” (2009), υπάρχουν όλα τα προηγούμενα στοιχεία πολλαπλασιασμένα επί 6(66) φορές, κάνοντας το άλμπουμ Ολυμπιακή σφύρα στα μούτρα κάθε μεταλλά. Μελωδία, blast beats, solos όπου και όπως πρέπει, riffάρες απ’την αρχή μέχρι το τέλος και άλλες τέτοιες “χεβιμεταλλικές επιστημονικές ορολογίες”, για ένα άλμπουμ που δεν “κωλώνει” και δε χάνει από πουθενά. Ακόμα και τα 2 bonus κομμάτια στην digipack έκδοση, είναι pure ’10s, ανεβάζοντας τον αριθμό της τελειότητας στο νούμερο 13.

Πραγματικά άλμπουμ ορόσημο, που η “στάμπα” του “τσουρουφλίζει” ακόμα 10 χρόνια μετά. Η περιοδεία, τους έφερε για πρώτη φορά στη χώρα μας και όσοι βρέθηκαν εκεί, καταλαβαίνουν πολύ καλά τί εννοώ και τί νιώθω.

Lamb of God – Set to Fail

Αφού φτάσαμε και στο 7ο τσάκρα με την live αυτή εμπειρία, περίμενα πώς και πώς το επόμενο στούντιο άλμπουμ, το οποίο και κυκλοφόρησε με τον μονολεκτικό τίτλο (ξανά) “Resolution” (2012–Epic Records). Αυτή τη φορά, το “χαστούκι” δε σου ξεκολλάει το κεφάλι απ’ τη θέση του, παρά μόνο σου αλλάζει θέση στα εγκεφαλικά ημισφαίρια. Οι συνθέσεις παραμένουν σε υψηλότατο επίπεδο, με τη γνωστή επιτυχημένη συνταγή, χωρίς όμως να φτάνουν τον προκάτοχό του. Αυτό δε σημαίνει ότι το άλμπουμ ακούγεται βαρετό, απλώς δεν “πίνεται” μονορούφι όπως τα προηγούμενα. Για κάποιους έχουν ήδη “ξεπουληθεί”, λόγω της διαφορετικότητας με την οποία προσεγγίζουν πλέον τη μουσική τους (;;;). Δεν πειράζει όμως. Έχουμε αρκετό ξύδι για όλους.

Lamb Of God – Desolation

Στο ενδιάμεσο, ανακοινώνεται η επιστροφή τους για συναυλία στη χώρα μας (χαίρετε και αγαλλιάσθε) και μετά από λίγο ακυρώνεται (αντίο και μπινελικώστε), αφήνοντάς μας με το…χαμόγελο στα χείλη. Μετά από λίγο, περνάνε και την περιπέτεια με την άδικη φυλάκιση του R. Blythe και η μπάντα “μπαίνει” για κάποιο διάστημα στον πάγο.

Αυτό το διάστημα αβεβαιότητας λήγει, όταν οι “αναγεννημένοι” πλέον LoG κυκλοφορούν το όγδοό τους άλμπουμ, “VII: Sturm Und Drang” (2015–Epic Records). Με νέα διάθεση, ανανεωμένοι σωματικά και ψυχικά, με συνεργασίες και φωνητικά που σε πολλούς “ξένισαν” (και άλλο ξυδάκι), μας προσφέρουν ένα ακόμα εξαιρετικό και ώριμο άλμπουμ και ο Randy μερικές από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες της καριέρας του.

“My hands are painted red, my future’s painted black”–512.

Lamb of God – 512

Διανύσαμε 20 χρόνια δισκογραφικής πορείας και φτάνουμε στο 2018 όπου, υπό το όνομα Burn The Priest (1η φορά μετά από το 1999), κυκλοφορούν ένα άλμπουμ διασκευών (κι άλλο δείγμα μεγάλης μπάντας), με τον τίτλο “Legion: XX” (Epic Records). Για σκέψου μπάντες, αντίστοιχου βεληνεκούς, που κυκλοφορούν ολόκληρο άλμπουμ αφιερωμένο στις επιρροές τους ή τα ακούσματά τους και μάλιστα μετά από τόσα χρόνια καριέρας και βγάλε τα συμπεράσματά σου.

Burn The Priest – Jesus Built My Hotrod

Όπως και να’ χει, είτε “Καίνε Τον Ιερέα”, είτε γίνονται οι “Αμνοί Του Θεού”, το σίγουρο είναι πως στις 3 Ιουλίου, 3.317 μέρες μετά την πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα, το Gazi Music Hall θα “πάρει φωτιά”. Γιατί αυτό, δεν είναι μία απλή συναυλία.

“This is a motherfuckin’ invitation
The only one you could ever need”

Facebook: https://www.facebook.com/lambofgod/

1044
About Νίκος Κορέτσης 83 Articles
Ο Νίκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαλκίδα το σωτήριο έτος 1980. Η πόλη των “τρελών νερών” επηρέασε κατά κάποιον τρόπο το χαρακτήρα του αλλά και τις μουσικές του προτιμήσεις, με τις οποίες ήρθε σε επαφή, στην “τρυφερή” ηλικία των 7 ετών, με τα τρία πρώτα άλμπουμ των Metallica. Από το 1990 όμως και μετά άρχισε να γίνεται πιο ενεργός ακροατής, έχοντας ακούσματα σταδιακά από όλο σχεδόν το φάσμα του σκληρού ήχου θεωρώντας εαυτόν “συλλέκτη ακουστικών εμπειριών”. Επειδή όμως η open minded αισθητική έχει και ένα όριο, ο Νίκος δεν ακούει τα πάντα (όπως ακούς να λένε πολλοί) αλλά heavy metal μόνο, με ιδιαίτερη προτίμηση στα ιδιώματα που βρίσκονται κάτω από την “ταμπέλα” του Thrash και Death “πολυχώρου”.