KEN HENSLEY: Ποιητική Δικαιοσύνη

TRIBUTE

Συνάντησα έναν λυπημένο γέρο τσιγγάνο στο δρόμο για Βερολίνο,
Τυχαία πέρασα λίγη ώρα μαζί του.
Μοιραστήκαμε κάποιες ιστορίες ζωής σε κείνο το σκονισμένο παλιό τρένο.
Έτσι σκέφτηκα να πάρω ένα λεπτό, απλώς για να τις μοιραστώ μαζί σας

Όταν αυτός ο κυνικός κόσμος της εύκολης λήθης έχασε την 4η Νοεμβρίου στη βαλενθιανική Agost της Ισπανίας έναν σημαντικό φύλακα αντίστασης και δημιουργίας, είναι εντελώς άστοχο και άδικο να αρχίσεις να απαριθμείς τον πλούτο ενός ανεξάντλητου μουσικού σαν τον Ken Hensley. Είναι βέβαιο πως δεν θα το ήθελε και ο ίδιος, καθώς όταν κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του το 2006, θέλησε να επικεντρωθεί στη ζωή και τα γεγονότα της εκτός της μουσικής του δράσης. Φρόντισε βέβαια να κυκλοφορήσει ένα αυτοβιογραφικό άλμπουμ σε μορφή rock όπερας με παρόμοιο τίτλο, “Blood On The Highway”, τον Μάιο του 2007 με τη συμμετοχή των Glenn Hughes, Jorn Lande, John Lawton και Eve Gallagher, και την ιστορία ενός rock’n’roll σταρ.

Δέκα παραγωγικά χρόνια της ζωής του χαρισματικού συνθέτη, πολυοργανίστα, τραγουδιστή και παραγωγού, από το 1970 ως το 1980, ταυτισμένα από την καταλυτική συμμετοχή του στο χτίσιμο του μύθου των Uriah Heep, σημάδεψαν για πάντα και άλλαξαν την ιστορία του hard rock. Αν η μάλλον υπεροπτική Melissa Mills του περιοδικού Rolling Stone είχε αυτοκτονήσει εξαιτίας της διθυραμβικής διαδρομής των Heep, (όπως έγραφε πως θα έκανε αν ποτέ τα κατάφερναν στην κριτική της για το πρώτο τους άλμπουμ), βασικός ηθικός αυτουργός θα ήταν ο μάγος Hensley.

Πέρα από την ευρύτητα της συνθετικής αναζήτησης, ήταν και ο καλλιτέχνης που είχε το ελιξίριο των πετυχημένων τραγουδιών με βάθος. Με ανεξάντλητο συνειρμικό χάρισμα και εκπληκτική μετάφραση των στιγμιαίων εντυπώσεων σε ήχους, έφτασε η εικόνα μιας γυναίκας που ποτέ δεν συνάντησε, από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου για να επιστρέψει με το υπόλοιπο γκρουπ στο στούντιο έχοντας έτοιμο το μυθικό πια “Lady In Black”. Οι υπόλοιποι το βρήκαν υπερβολικά “folky” και ο Byron αρνήθηκε να το τραγουδήσει, αλλά το ένστικτο του Hensley έφερε άλλη μια τεράστια και διαχρονική επιτυχία στη λίστα τους.

Η σταδιακή ανάδειξή του σε βασικό συνθέτη ξεδιπλώθηκε στα ιστορικά “Demons And Wizards” (έχει δηλώσει πως είναι το αγαπημένο του άλμπουμ, κυρίως γιατί δημιουργήθηκε με ιδανικές συνθήκες και αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους) και “The Magician’s Birthday” του 1972. Παράπονο ζωής παρέμεινε για τον ίδιο η πίεση και οι αλλαγές στις ημερομηνίες που έκαναν το δεύτερο σχεδόν ημιτελές κατά την κρίση του, γεννώντας μια τεράστια απορία για το επίπεδο που είχε στο μυαλό του για το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Hensley στήριξε το οικοδόμημα των Heep ακόμα και σε πολύ δύσκολες μέρες αλλαγών. Το “High and Mighty” ήταν ουσιαστικά προσωπικό του άλμπουμ που κυκλοφόρησε με το όνομα του γκρουπ στη σκιά μεγάλων προβλημάτων μεταξύ τους ακόμα και στο όνομα του παραγωγού, και το οριστικό κύλισμα του Byron στον αλκοολισμό. Αν δυο ονόματα είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα τις μνήμες του από την περίοδο αυτή, το πρώτο ήταν αυτό του χαρισματικού ερμηνευτή και ενός από τους καλύτερους φίλους του. Σύμφωνα με τον Hensley, ο Byron ήταν γεννημένος τραγουδιστής αλλά και performer. Έλαμπε στη σκηνή και σχεδόν αισθανόταν ανύπαρκτος όταν κατέβαινε. Ήταν ιδανικός στο να ζωντανεύει με απόλυτο τρόπο τις μελωδικές του γραμμές και από ένα σημείο και μετά, ο Hensley έγραφε έχοντας στο μυαλό του τη φωνή του Byron. Ο δεύτερος ήταν ο μπασίστας Gary Thain, ο οποίος δυστυχώς έφυγε μόλις στα 27 του χρόνια μετά από μακροχρόνια εξάρτηση από την ηρωίνη. Για τον Hensley ήταν ο κορυφαίος μουσικός που πέρασε από το γκρουπ. Χωρίς αυτούς τους δυο, ο ίδιος δήλωσε επανειλημμένα πως οι Heep είχαν τελειώσει, όσο βαρύ και ακραίο κι αν ακούγεται αυτό.

Ο ίδιος έθεσε τον εαυτό του οριστικά εκτός μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ “Conquest” του 1980, όντας, πέρα των άλλων, βαθύτατα αντίθετος στη πρόσληψη του τραγουδιστή John Sloman ως αντικαταστάτη του Lawton. Χαρακτηριστικά, τον είχε περιγράψει περιφρονητικά σαν κάποιον ανάμεσα στον Gino Vannelli και τον Steve Wonder που ήθελε απελπισμένα να γίνει Robert Plant. Ακολούθησε παρ’ όλα αυτά στην ευρωπαϊκή περιοδεία και με το πέρας της ανακοίνωσε την αποχώρησή του.

Η σχεδόν αιρετική του άποψη για τη διατήρηση του ονόματος Uriah Heep υπό την κηδεμονία του Mick Box υποστηρίχτηκε από την απόλυτη διακοπή κάθε δεσμού μαζί τους. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα ή να το διεκδικήσει. Ουσιαστικά όμως οι Heep είχαν καθιερωθεί στη σκέψη του σαν εκείνη την εκπληκτική δημιουργική ομάδας μιας εποχής που πέρασε. Αν είχαν ζήσει οι Byron, Thain πιθανά θα είχε επιδιώξει μια επανασύνδεση.

Με τη φυγή του στην Αμερική, ψάχνοντας να βρει και την αλήθεια του στο δημιουργικό δρόμο που θα ακολουθούσε, συνεργάστηκε για δυο άλμπουμ με τους Blackfoot. Ο ίδιος ποτέ δεν ένιωσε πως ταίριαζε με τη μουσική τους έστω και αν θεωρούσε τον Rickey Medlocke εξαιρετικό τραγουδιστή και κιθαρίστα. Μόλις έμαθε από τον πρώην μάνατζερ των Heep Gerry Bron, για τον θάνατο του Byron, τους εγκατέλειψε.

Συνεχίζοντας να βρίσκεται σε μια κατάσταση αναζήτησης αλλά και σύγχυσης γι’ αυτό που ήθελε να κάνει, βρέθηκε να δουλεύει με τον Blackie Lawless των W.A.S.P. για το άλμπουμ “The Headless Children”. Ακόμα και όταν μπήκαν στο στούντιο για να γράψει τα δικά του θέματα, ο Blackie μουρμούριζε περίπου μελωδίες χωρίς να έχει ολοκληρώσει τους στίχους και ήταν παράξενο για αυτόν που είχε συνηθίσει να παίζει γύρω και πάνω από τους στίχους και τις μελωδίες. Όταν πέταξε στο Los Angeles για το πάρτι της κυκλοφορίας του άλμπουμ και βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτή τη θεματολογία της “γαμημένης παρακμάζουσας γενιάς”, τους ζήτησε αμέσως να αφαιρέσουν το όνομά του καθώς δεν ήθελε να συνδεθεί με κανένα τρόπο με ένα ύφος που ήταν εντελώς αντίθετο με αυτό που έκανε πάντα.

Ζώντας πια μόνιμα στην Αμερική για περίπου 20 χρόνια και έχοντας οριστικά απομακρυνθεί από χρόνιες καταχρήσεις όπως η κοκαΐνη (δηλώνοντας με έμφαση πως δεν τον βοήθησε ποτέ στην έμπνευση, αντίθετα όσα έγραφε με τη “βοήθειά” της ήταν πραγματικά χάλια), δισκογραφούσε με τους δικούς του ρυθμούς, συνεργάστηκε ξανά με τον John Lawton, ενώ είχε και κάποιες απροσδόκητες συμμετοχές όπως αυτή στο “Heartbreak Station” των Cinderella.

Αρχές του αιώνα αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του την Αγγλία, όμως έμεινε μονάχα για έναν χρόνο. Κατέληξε να βρει καταφύγιο στην Ισπανία μαζί με την Ισπανίδα γυναίκα του, τη Μόνικα. Αγόρασαν τέσσερα στρέμματα γης σε ένα πολύ απομακρυσμένο μέρος που περιβάλλεται από βουνά και έρημο, μακριά από τον θόρυβο του κόσμου. Κρατώντας τα μάτια και το μυαλό του ανοιχτά, συνέχισε να εμπνέεται από πράγματα που βίωνε σε αυτή την τοποθεσία που του εξασφάλιζε μια άγραφη πατρίδα χωρίς όνομα: όταν καθόταν με τη γυναίκα του στη βεράντα στο τέλος αυτών των μεγάλων ημερών θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε στον κόσμο. Παράλληλα, ξεκίνησαν να σώζουν εγκαταλελειμμένα ζώα, σκύλους και γάτες αρχικά. Δημιούργησαν μια φιλανθρωπική οργάνωση με δωρεές ευγενικών ανθρώπων από όλο τον κόσμο που τους βοηθούσαν να πληρώνουν τις τροφές και τους λογαριασμούς των γιατρών και επεκτάθηκαν σε πρόβατα, γίδες και κοτόπουλα, βάζοντας καθημερινά πολλές ώρες προσωπικής εργασίας.

Παραμένοντας ενεργός συνθετικά αλλά και επιλεκτικά επί σκηνής, επισκέφτηκε συχνά πιο φρέσκες αγορές της ανατολικής Ευρώπης. Δεν παρέλειπε να τιμά συχνά ζωντανά τη μνήμη των δυο αγαπημένων φίλων του, του Byron και του Thain. Δεν δίστασε να παραδεχτεί πως έλαβε μέρος στο περιστασιακό reunion των Heep στις 15 Οκτωβρίου 2015 στο “Moscow Crocus” στη Μόσχα, μόνο για τα χρήματα: δεν ήταν καθόλου ευχάριστη εμπειρία και είδε τις προσδοκίες του να είναι το κλίμα όπως εκείνα τα χρόνια να συντρίβονται.

Μιλώντας σε μια πολύ πρόσφατη συνέντευξή του, στην οποία εμφανιζόταν χορτασμένος και ευγνώμων για μια υπέροχη ζωή που πραγματοποίησε πολλά όνειρά του, δήλωσε προφητικά πως πιθανά έπαιξε ήδη την τελευταία συναυλία του με αφορμή την κατάσταση με τον ιό. Με μια επικείμενη κυκλοφορία της συνεργασίας του με ένα Ρώσο ποιητή αλλά και ένα άλλο άλμπουμ με τον Richard Evans, το απροσδόκητο αλλά γαλήνιο τέλος για τον σπουδαίο μουσικό θα σφραγιστεί από τη μουσική του: πάντα έλεγε με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως γεννήθηκε για να συνθέτει.

Κι έτσι ο κουρασμένος γέρος τσιγγάνος απομακρύνθηκε αργά,
ηττημένος από το παιχνίδι που είχε μάθει σε τόσους να παίζουν,
είπε, θα το έκανα ξανά αν είχα την ευκαιρία.
Όμως τώρα είμαι έτοιμος για μια ακόμα υπόκλιση.
Θα πάρω τον τελευταίο χορό…

809
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…