JOEL HOEKSTRA‘S 13: “Running Games”

ALBUM

Είδος: Melodic Hard Rock
Εταιρεία: Frontiers Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 12 Φεβρουαρίου 2021

Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, πόσο μάλλον όταν η ομάδα αυτή αποτελείται από πρώτης κλάσης μουσικούς των οποίων η ιδέα και μόνο της σύμπραξης σου φέρνει μια μικρή ζάλη.

Ο Joel Hoekstra είναι ένας κιθαρίστας που ενηλικιώθηκε μέσα σε μια αμιγώς μουσική οικογένεια, με γονείς που τον έφεραν άμεσα σε επαφή με την κλασική μουσική και είχε την ευκαιρία και την πολυτέλεια να αποκτήσει τις τεχνικές βάσεις και γνώσεις από νωρίς. Όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, έρχεται κάποια στιγμή η συγκυρία που θα εκδικηθεί παραδειγματικά τη θεωρητική προσέγγιση της μουσικής και θα κλέψει το μικρό ταλέντο. Έφτασε η επαφή με τα αλήτικα ριφ των AC DC για να αποφασίσει ο Hoekstra πως η καρδιά του βρισκόταν αλλού, και στα έντεκα χρόνια του να παρατήσει το τσέλο και το πιάνο για την κιθάρα.

Με μια διαδρομή χωρίς συμβιβασμούς, όπως ο ίδιος έχει πει πολλές φορές χαρακτηριστικά, δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσει το παράδειγμα τόσων φίλων του που είδαν το “plan b” της ζωής τους να μεταμορφώνεται τελικά σε “plan a”. Σήμερα πια απολαμβάνει τη θέση του βασικού κιθαρίστα στους Whitesnake, έχοντας μια σεβαστή προϋπηρεσία στους Night Ranger και τους Trans-Siberian Orchestra, χωρίς να έχει διστάσει στιγμή να δοκιμαστεί και σε άλλους χώρους, παίζοντας με τη Cher, σε μιούζικαλ στο Broadway, αλλά και σε jazz μπάντες.

Με το πολυτελές πλήρωμα της προηγούμενης εξαιρετικής απόπειρας του 2015, με τον τίτλο “Dying To Live”, συνεχίζει ξανά ο κιθαρίστας από την Iowa, με μοναδική διαφορά πως ο Russel Allen αναλαμβάνει τον απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο του μικροφώνου, με τον Jeff Scott Soto να συνδράμει μόνο στα δεύτερα φωνητικά. Ο μεγάλος Vinnie Appice κάθεται και πάλι πίσω από τα τύμπανα, ο σπουδαίος μπασίστας Tony Franklin (Blue Murder, The Firm) συντονίζεται μαζί του, ενώ ο πολύς Derek Sherinian γεμίζει με τα κλειδιά του τους χώρους που του παραχωρούνται.

Πίσω από τον τίτλο “Running Games” υπάρχει η ενστικτώδης θεματολογία του δρόμου, μια βιωματική αντανάκλαση της έντονης ζωής του με σειρές πολλών ζωντανών εμφανίσεων μέχρι τη στιγμή που η πανδημία ήρθε να του προσφέρει άφθονο χρόνο να μεταφέρει αυτές τις εντυπώσεις στη νέα του μουσική. Όπως είναι γνωστό και αναμενόμενο, ο Hoekstra είναι πια ένας δημιουργός που σε ένα σχήμα όπως αυτό, στο οποίο έχει τον απόλυτο έλεγχο, θα επιδιώξει να βρει την ιδανική ισορροπία γι’ αυτό που ο ίδιος οραματίζεται σαν το μελωδικό hard rock που τον εκφράζει. Ο ίδιος δεν συνηθίζει να κρύβει τις αφετηρίες του και αρέσκεται να τοποθετείται ανάμεσα στις πιο δυναμικές του απόπειρες, τα πιο “Dio-ish” τραγούδια όπως τα χαρακτηρίζει, και τα πιο ραδιοφωνικά και μελωδικά, αντίστοιχα τα “Foreigner-ish”. Το εισαγωγικό “Finish Line” , όντας δυναμικό όπως αρμόζει σε ένα τραγούδι υποδοχής, έχει έντονη την αύρα του Dio, τόσο στα ριφ όσο και στα φωνητικά, όπου ο Allen κάνει σπουδαία δουλειά. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποτιμηθεί και η υποστηρικτική παρουσία του Soto, ο οποίος στηρίζει και συνεργάζεται υποδειγματικά με τον πρωταγωνιστή του μικροφώνου.

Σε μια παράλληλη αισθητική με αυτό κινούνται τα “I ‘m Gonna Lose It”, το επιβλητικό “Fantasy”, που ξεχωρίζει αισθητά σαν σύνθεση, αλλά και το “Take What’s Mine”. Από την άλλη, ο Hoekstra κλείνει ταυτόχρονα το μάτι σε ένα κοινό που σίγουρα τον έμαθε από τη μουσική των Night Ranger, με πιο μελωδικές απόπειρες και όμορφες εθιστικές παγίδες όπως τα “Hard To Say Goodbye”, “How Do You”, ενώ από την άλλη το σχεδόν μοιρασμένο “Cried Enough For You” μοιάζει σαν γέφυρα ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα που σηματοδοτεί την ισορροπία αυτή που έψαχνε. Τέλος το άλμπουμ σφραγίζεται με μια ευαίσθητη, ακουστική σύνθεση με έντονη βιωματική αίσθηση, το ομότιτλο τραγούδι, που σωπαίνει σε μια αρμονική, ευγενική, προσωπική προσδοκία.

Είναι πολύ φρέσκια ακόμα η αίσθηση για να πει κανείς με σιγουριά αν το νέο άλμπουμ στέκεται ψηλότερα από το “Dying To Live” συνολικά. Σε ένα χώρο που οι καινοτομίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες, ο δημιουργός του ποντάρει στα σημεία που αισθάνεται δυνατός και ξέρει να δουλεύει με επιμονή. Με προσεγμένα ριφ, δυνατές δομές, μελωδίες που σε πλησιάζουν εύκολα και γρήγορα και μια στρατηγική κατανομή διαθέσεων που δίνει στο άλμπουμ ευελιξία και εύκολη ροή, ο Hoekstra παραμένει ένας επιδέξιος και χαρισματικός διασκεδαστής, αλλά και ένας βιρτουόζος που θα τραβήξει την προσοχή κάθε λάτρη της κιθάρας.

Και να μην ξεχνάμε, πως τα άλμπουμ αυτού του χώρου μεγαλώνουν πολύ γρήγορα με κάθε νέα ακρόαση.

Official website: http://www.joelhoekstra.com/
Facebook: https://www.facebook.com/JoelHoekstra13

742
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…