JACK WHITE: “No Name”

ALBUM

Είδος: Blues/Garage/Alternative Rock
Δισκογραφική: Third Man Records
Ημ. Κυκλοφορίας: 2 Αυγούστου 2024

Καθώς διανύουμε τον όγδοο μήνα του χρόνου σε χαλαρούς ρυθμούς, προσομοιάζοντας μία κατάσταση αδρανοποίησης και ενώ ακούμε συχνά πυκνά την ανυπέρβλητη σύνθεση του μεγάλου Νίκου Παπάζογλου, δεν περιμένουμε κάτι με έντονη προσδοκία να συμβεί, εκτός φυσικά από τα μπάνια του λαού, για να μας ταράξει την ησυχία.

Συναυλιακές υποχρεώσεις στο ελάχιστο, δισκοκριτικές μπαίνουν σε δεύτερο χρόνο, τη στιγμή που οραματιζόμαστε ειδυλλιακές στιγμές χαλάρωσης ατενίζοντας το προσεχές επαγγελματικό και προσωπικό μέλλον.

Ξάφνου σαν μάννα εξ ουρανού, χωρίς προηγούμενες ανακοινώσεις και teaser με στοχευμένα υπονοούμενα, σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία, ο νέος δίσκος του Jack White κυριολεκτικά από το πουθενά να μας αναστατώσει, ανεβάζοντας την ήδη υψηλή θερμοκρασία και να μας ξεβολέψει ευχάριστα από τυχόν προγραμματισμένα σχέδια.

Διότι ως γνωστόν όταν εμείς οι κοινοί θνητοί κάνουμε εφήμερα πλάνα, μία ανώτερη δύναμη εκεί ψηλά γελάει σαρδόνια μέσα στα μούτρα μας και τα κάνει όλα θρύψαλα.

Εν προκειμένη, ο Jack ενσαρκώνει το ρόλο της ανώτερης δύναμης και του Θεούλη της κιθάρας και μας χαρίζει έναν κορυφαίο δίσκο λίστας που είναι φωτιά και λάβρα με 13 blues infused συνθέσεις εναλλακτικού rock,με τις ρίζες του προερχόμενες από τα 70s, οι οποίες ακούγονται ξανά και ξανά σε μία συνεχόμενη λούπα.

Φυσικά ο ίδιος χέστηκε για την κατηγορία λίστας, γιατί το ταλέντο του και η μεγαλομανία του στοχεύει σε μεγαλύτερες απάτητες κορυφές πιο ψηλές και από το Έβερεστ ένα πράγμα, αφήνοντας εμάς τους ποταπούς να αγχωνόμαστε για κάτι τέτοια.

Εντωμεταξύ είναι τόσο στο δικό του μικρόκοσμο, χωρίς να του καίγεται καρφάκι (για να μην πω στα @ρχίδι@ του) που δεν έδωσε καν όνομα στο πνευματικό του παιδί και το άφησε αβάφτιστο. Τουλάχιστον το αναγνώρισε..!!

Δεν ξέρω αν πλέον είναι στην πολιτική της δίκης του εταιρίας, της Third Man Records, να μην ανακοινώνει από πριν τις κυκλοφορίες αλλά βρε παιδιά, λυπηθείτε και εμάς που διανύουμε τη δεύτερη δεκαετία των άντα και τα καρδιακά νοσήματα είναι στο ηλικιακό ζενίθ.

Κάτι αντίστοιχο είχαν πράξει και οι Sleep προ εξαετίας όταν ανήμερα της 4/20 είχαν ασχοληθεί με τις θετικές επιστήμες κυκλοφορώντας τον δίσκο “Sciences”, εξίσου από την Third Man Records, στέλνοντας μας σε ταξίδι να μαζέψουμε διαστημικά τριφύλλια στο άπειρο και ακόμα παραπέρα.

Ο Jack White επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια με τον πιο White Stripes δίσκο που έχει κυκλοφορήσει ποτέ, ακόμα και από την εποχή των ίδιων των White Stripes, όταν μεσουρανούσαν πριν δύο και κάτι δεκαετίες.

Στο σημείο αυτό θα παρομοιάζω τον Jack (White) με τον Josh (Homme), όπου αντί για Jack to Jack καλώδιο, ενώνονται μουσικά με Jack to Josh υποδοχή και διανύουν βίους παράλληλους. Αμφότεροι διαθέτουν αυτό το χάρισμα να δημιουργούν μοναδική μουσική χωρίς να βλέπουν πίσω παρά μόνο μπροστά με το κεφάλι και τη μύτη λίγο ψηλά, δικαιολογημένα όμως αν κοιτάξεις το πλούσιο βιογραφικό τους και τη δισκογραφική παρακαταθήκη.

Στο “No Name” τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται και οι μεγάλες τους αγάπες δεν κρύβονται, και σίγουρα μία από αυτές είναι οι Led Zeppelin με τη dazed and confused ιδιοσυγκρασία, καθώς και η λατρεία τους για τα Blues (for the red sun). Όχι τόσο επηρεασμένοι από τα blues του νότου παρά από τα εναλλακτικά στα στέκια του απέραντου μουσικού κόσμου.

Ο δίσκος είναι τέρμα κιθαριστικός με τα riffs και τους πειραματισμούς από πλευράς ήχου, να εναλλάσσονται χωρίς σταματημό, και τον ίδιο τον Jack να ξεδιπλώνει το πληθωρικό του ταλέντο χωρίς αυτοσυγκράτηση τοποθετώντας εμβόλιμες Garage και ευρύτερες καινοτόμες πινελιές μεταξύ άλλων. Άλλωστε δεν ήταν διόλου τυχαία η συμμετοχή του στο ντοκιμαντέρ “It Might Get Loud” μαζί με τον Jimmy Page και τον Edge, με τον καθένα να κάνει κατάθεση ψυχής και επίδειξη κιθαριστικής ονείρωξης και αρτιότητας για να πετύχουν τον έναν και μοναδικό ήχο τη φορά.

Εδώ φυσικά έχουμε πανδαισία ήχων, απόρροια της χρήσης του vintage ηχητικού εξοπλισμού που διαθέτει ο ίδιος, χαρίζοντας μας μοναδικές αναλογικές ατμόσφαιρες από μουσικής πλευράς.
Ως σύγχρονος shredder χειριστής της εξάχρονης που είναι, επιδίδεται σε τερτίπια μαζί της που ηχούν στα αυτιά σαν άλλος Frusciante, χωρίς να δίνει βαρύτητα τόσο στα solo, όσο με τη δέουσα προσοχή να εστιάζεται στη ρυθμικότητα, τη μελωδία και το συναίσθημα, την ίδια στιγμή που τα φωνητικά χαιρετούν τον Andrew Stockdale και τις εξερευνήσεις του με τους λατρεμένους Wolfmother.

Όσες φορές και να ακούσεις το δίσκο, και πίστεψε με θα είναι πολλές, δεν βρίσκεις ούτε κατά διάνοια περιττό στοιχείο ή και filler κομμάτι και ενώ όλα στέκουν ατομικά μόνα τους, σε συλλογικό βαθμό εκτινάσσονται σε περίοπτη θέση, θυμίζοντας μου εμένα προσωπικά σύγχρονους δίσκους όπως το “Legend” των Witchcraft που μένουν “high” ακόμα και μετά από δώδεκα χρόνια.

Άρα κάτι μου λέει, αφού περάσει τον αυστηρότερο κριτή τον χρόνο (και τον δικό μας ενθουσιασμό), ότι εδώ ο Jack παίζει με τον όρο Magnum Opus της καριέρας του, τουλάχιστον στη μετά White Stripes εποχή.

Στον “αβάφτιστο” δίσκο, ο ήχος είναι βρώμικος, η διάθεση αλήτικη σίγουρα και παιχνιδιάρικη και μέσα σε ένα cowpunk και alternative country μουσικό πλαίσιο ξαναγεννιέται ο ίδιος μέσα από τη μουσική του, βροντοφωνάζοντας “That’s How I’m Feeling “, τη στιγμή που όλοι εμείς προσκυνούμε το είδωλο.

Facebook: https://www.facebook.com/jackwhite
Bandcamp: https://officialjackwhite.bandcamp.com/album/no-name

504
About Βασίλης Χατζηβασιλείου 360 Articles
Ο Βασίλης (a.k.a Eloy) προσπαθεί καθημερινά να συνθέσει το soundtrack της ζωής του βασιζόμενος στο αγαπημένο του τρίπτυχο "αγάπη, φαντασία και πειραματισμός". Προτιμά οι μουσικές του αναζητήσεις να είναι βαριές, θορυβώδεις και ταξιδιάρικες...