IT’S IMMATERIAL: “House For Sale”

ALBUM

Είδος: Art/Ambient synth pop
Εταιρεία: Burning Shed
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 18 Σεπτεμβρίου 2020

Όσο το Liverpool παραμένει δίπλα στη θάλασσα, θα παραμένω αρνητής μιας τυπικής παρουσίασης δίσκου γι’ αυτό το ιδιαίτερο ντουέτο από το λιμάνι. Το άλμπουμ αυτό που κρατώ στα χέρια μετά από μια παράξενη ιστορία πολλών ετών είναι σχεδόν άυλο, σαν το όνομα του γκρουπ. Ας γυρίσουμε λοιπόν το ημερολόγιο πίσω στην σκονισμένη σελίδα του 1984 όταν η αρχική μορφή των It’s Immaterial, οι οποίοι ιδρύθηκαν το 1980, μετατράπηκε οριστικά στο ντουέτο των John Campbell και Jarvis Whitehead.

Ακολουθώντας την αυξητική πορεία της δημοφιλίας τους και με το δυνατό υποστύλωμα της νεανικής τους έπαρσης, κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ τον Σεπτέμβριο του 1986. Ένα σύντομο, ρυθμικό soundtrack απόδρασης για μια υποθετική μίνι road movie στον αυτοκινητόδρομο M62, που χρησιμοποιήθηκε ακόμα και σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, το δημοφιλές τότε “Driving Away From Home (Jim’s Tune)”, έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία τους σε ένα πολυσχιδές άλμπουμ με πολλές αντηχήσεις ιδιωμάτων κάτω από την ομπρέλα της σοφιστικέ pop μουσικής.

Φαίνεται όμως πως δεν είναι πολύ σοφό να προκαλείς τη μοίρα σου τιτλοφορώντας την πρώτη σου δουλειά “Life’s Hard And Then You Die”. Ιδιαίτερα όταν δεν δίνεις δεκάρα για τις ενημερώσεις της εταιρείας σου σε ποιο νούμερο βρίσκεται ο δίσκος σου και πόσες πωλήσεις έκανε. Το ντουέτο κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ, με τον τίτλο “Song” τον Ιούνιο του 1990, και συνεργάστηκε με τον παραγωγό των Blue Nile, Calum Malcolm, καταλήγοντας στην απόλυτη εμπορική καταστροφή. Η μόνη παρηγοριά που έμεινε πίσω ήταν οι διθυραμβικές κριτικές για ένα άλμπουμ που περιέγραφε λυρικά τη βόρεια Αγγλία, μια δουλειά καινοτόμα και περιπετειώδη με έξυπνους στίχους.

Τα πλάνα τους ήταν να επιστρέψουν σύντομα με νέο δίσκο, όχι φυσικά για να ρεφάρουν εμπορικά, αλλά για να απελευθερώσουν τις νέες ιδέες που έρχονταν αβίαστα, πάλι με τη συνδρομή του Malcolm στην κονσόλα. Επειδή όμως η ζωή είναι πράγματι σκληρή (και μετά πεθαίνεις) η εταιρεία τους κλείνει και όλες οι προθεσμίες του “House For Sale” πάνε κυριολεκτικά έναν πολύ μεγάλο περίπατο. Τα χαστούκια συνεχίζουν να έρχονται, όταν η σύντροφος του Campbell μαθαίνει πως πάσχει από έναν αρκετά επιθετικό καρκίνο. Μετά από ένα χρόνο πεθαίνει.

Οι δυο τους συνεχίζουν να συναντιούνται κάνοντας κάτι σαν “μουσικοθεραπεία” ουσιαστικά. Κάποια στιγμή που μετακόμισαν το στούντιο που είχαν, βρήκαν τις ταινίες από τις αρχικές ηχογραφήσεις των τραγουδιών, πριν από έξι χρόνια περίπου, και αποφάσισαν να δουλέψουν πάνω σε αυτές, μεταφέροντας τις αρχικές μορφές, συνδέοντας τα προβληματικά μέρη και συμπληρώνοντας τις ελλείψεις τους. Διατηρώντας το ευγενικό, νωχελικό ύφος του διακριτικού παρατηρητή που σμίλευσε τόσο υπέροχα το “Song”, το περιβόητο πια “τρίτο άλμπουμ” άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, ακουμπώντας τα επίπεδα ικανοποίησης που επιζητούσαν οι δυο δημιουργοί.

Σε μια εποχή που το όνομα δεν σήμαινε πια τίποτα για τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, το ντουέτο επικαλείται τη βοήθεια ενός πιστού περιορισμένου κοινού θαυμαστών που προπληρώνουν τα αντίτυπα του άλμπουμ. Πάνω που αρχίζει να συγκεντρώνεται το απαραίτητο ποσό, ο Campbell μαθαίνει πως έχει διαγνωστεί με καρκίνο. Σα να μην φτάνει αυτό, η πλατφόρμα crowdfunding PledgeMusic χρεοκοπεί, παίρνοντας το μισό ποσό από αυτά που είχαν μαζευτεί. Οι δυο τους καλύπτουν το έλλειμμα μέσω του JustGiving και με τον καρκίνο του Campbell σε ύφεση, το άλμπουμ-φάντασμα προορίζεται να κυκλοφορήσει τον Μάρτιο. Και τότε έρχεται ο… Covid-19!

Η ημερομηνία κυκλοφορίας μεταφέρεται μετά το πέρας του καλοκαιριού, σε μια ιστορία εμποδίων που μοιάζει να μην τελειώνουν ποτέ. Τι είναι όμως άλλοι τρεις μήνες μπροστά σε τριάντα χρόνια; Η 18η Σεπτεμβρίου σηματοδοτεί την πιο ανέλπιστη επιστροφή για όσους αρέσκονται σε αυτή την ελιτίστικη, διάφανη, ambient art pop, αλλά γενικότερα σε όσους ερωτεύτηκαν παράφορα το κομψό και ντελικάτο “Song” του 1990, πέρα από ιδιώματα και εφήμερους ήχους και κόντρα στον χρόνο.

Δέκα τραγούδια βρήκαν το δρόμο τους στην λίστα του “House For Sale”, αν και υπήρχαν και άλλα ανάλογου επιπέδου που διέρρευσαν κάποιες στιγμές στο διαδίκτυο και στο Youtube, στη διάρκεια αυτής της μεγάλης πορείας. Το άλμπουμ είναι, όπως φυσιολογικά θα γινόταν υπό διαφορετικές συνθήκες, το επόμενο βήμα μετά το “Song”, όμως δεν ακούγεται καθόλου παρωχημένο, ακριβώς γιατί οι It’s Immaterial ακολουθούσαν πάντα το δικό τους εσωτερικό μονοπάτι έκφρασης που είχε ελάχιστη εξάρτηση από όσα συνέβαιναν στον υπόλοιπο μουσικό πλανήτη.

Όσοι λοιπόν συνεχίζουν να ψάχνουν την ευγενική εσωτερική ζάλη αυτού του μαγικού ηχητικού χαλιού που μπορεί να διασχίσει μια νοητή πτήση από την πνευματική νωχελικότητα του David Sylvian μέχρι τη ρυθμική αλλά ακαταμάχητη προσιτή γοητεία των Pet Shop Boys, όσοι θέλουν περισσότερες πικρές, εύθραυστες στιγμές των Prefab Sprout, και όσοι επιθύμησαν ένα νυχτερινό road trip με τη λεπτομερή, κρυστάλλινη διορατικότητα των Blue Nile, θα αγοράσει πρόθυμα το “σπίτι που πωλείται”. Γιατί, το ντουέτο από το Liverpool είναι όλα αυτά μαζί και πολλά περισσότερα. Η αφηγηματική τους ικανότητα με τις μικρές αναμονές και τα γλιστρήματα πάνω σε φιλικούς ήχους, έχουν ακόμα τη δύναμη να σε κάνουν να πιστέψεις πως μια καλοκαιρινή βροχή μπορεί να αλλάξει τα πάντα.

Το βάθος, η αντοχή και η αξία καθενός από τα δέκα κοσμήματα αυτού του δίσκου ξεκλειδώνονται ευκολότερα και γρηγορότερα σε όλα τα είδη πολυτελούς απομόνωσης που μπορείς να εξασφαλίσεις στον εαυτό σου. Εκεί σε περιμένει μια ανταμοιβή περίεργη, άυλη, πέρα από τα δημοφιλή κόλπα του παγκόσμιου μουσικού τσίρκου.

Ένα δύσκολο, αλλόκοτο ταξίδι πολλών χρόνων έφτασε επιτέλους στη λύτρωση.

Facebook: https://www.facebook.com/ItsImmaterial/

775
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…