
Μία νύχτα μνημειώδης για τους λάτρεις του old school death metal εκτυλίχθηκε το βράδυ της 10ης Ιουνίου στο οριακά κατάμεστο Κύτταρο, με τους I Am Morbid να τιμούν δεόντως τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του Domination.
Αυτό που συνέβη δεν ήταν απλώς μια συναυλία ήταν τελετουργία, βουτηγμένη στον ιδρώτα, τη βία και τη λατρεία προς έναν δίσκο σταθμό της death metal ιστορίας.

Το βράδυ της Τρίτης ήταν εξ’ αρχής καταδικασμένο να είναι βαρύ με τους I Am Morbid να σηκώνουν την αυλαία για ένα death metal οδοιπορικό στις πιο σκοτεινές γωνιές της κλασικής εποχής των Morbid Angel, ενώ η ελληνική σκηνή είχε και τον δικό της εκπρόσωπο τους Resurgency, που ανέλαβαν τον απαιτητικό ρόλο του opening act και όχι μόνο στάθηκαν αντάξιοι, αλλά κυριολεκτικά διέλυσαν τα πάντα στο διάβα τους.
Παρότι καθυστέρησα να προσέλθω για την ακριβή ώρα έναρξης, την στιγμή που εισήλθα στο χώρο το κοινό ήταν ήδη αρκετά πυκνό και παρέμεινα στο πίσω του μαγαζιού απολαμβάνοντας μία ισοπεδωτική εμφάνιση με έναν ήχο καθαρό και ισορροπημένο, και με ένα κοινό που φάνηκε να μπαίνει άμεσα στο κλίμα.

Αυτό που ξεχώρισε στη σκηνική τους παρουσία ήταν η πυγμή και η αυτοπεποίθηση τους. Χωρίς πολλά λόγια, με χειρουργική ακρίβεια και αφοπλιστική ταχύτητα, ξεδίπλωσαν το setlist τους με διακριτικά περάσματα από το παρελθόν τους, με φωνητικά που πάλλονταν ανάμεσα σε brutal και τεχνικό death, διατηρώντας την ένταση ψηλά, ενώ το rhythm section τσιμέντωσε κάθε riff στη σπονδυλική μας στήλη.
Η όλη παρουσία και εμφάνιση των Resurgency ήταν η βαρύτονη εισαγωγή σε μια βραδιά που ήθελε να θυμίσει τις εποχές που το death metal ήταν απειλή και όχι τάση.

Η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 22:00 με το εισαγωγικό του Kings of Metal να ηχεί στο χώρο και να προλογίζει τους Kings of Death Metal.
“When Others Bands Play…Manowar Kills”, και οι I Am Morbid καταλαμβάνουν την σκηνή εν μέσω ιαχών.

Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του “Dominate”, με το οποίο άνοιξαν, η ένταση στην ατμόσφαιρα ήταν απτή. Το κοινό δεν περίμενε ούτε δευτερόλεπτο το mosh pit άνοιξε στη μέση της αρένας σαν Μαύρη Θάλασσα, με κύματα από κορμιά να συγκρούονται ανελέητα. Stage diving και crowd surfing έδιναν και έπαιρναν, με τον υπεύθυνο του stage να σηκώνει τα χέρια ψηλά μπροστά στην απόλυτη αφοσίωση των φανατικών.
Ο David Vincent, επιβλητικός όσο ποτέ, απέδειξε ότι το πάθος του για τη μουσική δεν έχει ξεθωριάσει στο ελάχιστο. Η φωνή του, βροντερή και στοιχειωτική, έδωσε νέα ζωή σε κομμάτια όπως τα “Eyes to See, Ears to Hear” και “Hatework”, ενώ το “Dawn of the Angry” προκάλεσε πραγματική έκρηξη χαοτικής ενέργειας με τουλάχιστον πολλαπλούς ταυτόχρονους stage divers να αιωρούνται στο κοινό.

Το setlist ήταν ορισμός του best of Morbid Angel, με έμφαση φυσικά στο Domination, αλλά και καίριες βολές από Covenant (“Rapture”, “God of Emptiness”) και Altars of Madness (“Chapel of Ghouls”), μετατρέποντας το Κύτταρο σε ένα μεταλλικό καμίνι όπου η νοσταλγία συναντούσε την αδρεναλίνη.
Προς τιμήν της παλιάς φρουράς ακούσαμε τη διασκευή στο “Dead Shall Rise” από Terrorizer με τον Pete να δίνει τα ρέστα του και να χαρίζει θύμησες σε όλους για το ποιος ήταν ο βασιλιάς του Blast beat και του ακραίου drumming, και με τον κόσμο να φωνάζει ρυθμικά το όνομα του.
Πίσω από τα τύμπανα, ξεπέρασε κάθε λογική με την ταχύτητα και την ακρίβεια του δεν άφησε περιθώρια για συγκρίσεις καθόλου, διότι ήταν απλά τρομακτικός.

Οι Richie Brown και Bill Hudson, σε απόλυτη φόρμα, έστησαν ένα βάρβαρο αλλά ακριβές υπόστρωμα που κράτησε το κοινό σε διαρκή αναβρασμό. Ο ήχος ήταν ισοπεδωτικός αρκετά καθαρός ώστε να ξεχωρίζεις τις λεπτομέρειες, αλλά τόσο ωμός όσο απαιτεί ο ήχος των Morbid Angel.
Κορυφαία στιγμή της βραδιάς για μένα προσωπικά , ( μαζί με το “Chapel of Ghouls”)ίσως το “Where the Slime Live”, με όλο το Κύτταρο να ουρλιάζει τον τίτλο σε μία από τις πιο εκρηκτικές στιγμές που έχουν ζήσει οι τοίχοι του χώρου τα τελευταία χρόνια.

Καθώς έκλειναν με το “World of Emptiness ” και “ World of Shit (The Promised Land)”ήταν ξεκάθαρο πως αυτό το live δεν ήταν απλώς ένα tribute, παρά ήταν μία υπενθύμιση της αθανασίας του death metal όταν παίζεται από ανθρώπους που ήταν εκεί όταν το είδος γεννιόταν.
Οι I Am Morbid απέδειξαν πως η death metal φωτιά που άναψε στα ’90s καίει ακόμα, και αυτή τη φορά, την έριξαν στο πρόσωπό μας με το ίδιο μίσος και την ίδια πίστη.
Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου





