HOTEL LUX

INTERVIEW

Grand Hotel, Chelsea Hotel, Hotel California, Heartbreak Hotel, Blue Hotel…Hotel Lux.

Η μουσική στην υπηρεσία του τουρισμού. Η μπάντα από το Portsmouth επισκέπτεται τη χώρα μας και το Death Disco, την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ) και ο Δημήτρης Μαρσέλος κάνει μια χαλαρή κουβεντούλα με τον κιθαρίστα των Βρετανών, Max Oliver εν όψει της παρθενικής τους εμφάνισης στη χώρα μας.

-Καλησπέρα, Max και σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου! Πως προέκυψε το όνομα του συγκροτήματος; Είναι αληθινό μέρος; Τι το κάνει lux;
Το Ξενοδοχείο Lux είναι ένα ξενοδοχείο στη Μόσχα της Σοβιετικής περιόδου, γνωστό για την φιλοξενία του σε κομμουνιστές και πολιτικούς εξόριστους κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Όχι ιδιαίτερα χλιδάτο αν σκεφτεί κανείς πως η πλειοψηφία των κατοίκων του ήταν αρουραίοι, αλλά ήταν ένα ενδιαφέρον και εύηχο όνομα, ενώ παράλληλα μας άρεσε που ήταν ένα σύμβολο για outsiders και επαναστάτες.

-Dr. Feelgood, The Stranglers, Neil Young, Brian Eno είναι κάποια από τα ονόματα που αναφέρονται ως έμπνευση για τη μουσική σας. Νιώθεις πως στο προσφατο album “Hands across the creek” έχετε εγκαθιδρύσει την προσωπική σας ταυτότητα; 
Ναι, έτσι νομίζω. Η σύνθεση του ντεμπούτου μας κατά την καραντίνα του covid μας έδωσε χώρο να αναπνεύσουμε και να εξελίξουμε τον ήχο μας αφού δεν υπήρχε κανείς να μας “παρακολουθεί”. Είχαμε τον χρόνο να πειραματιστούμε με πράγματα για πρώτη φορά, αφού πριν ίσως γράφαμε σύμφωνα με τις παραμέτρους που είχαν θέσει για εμάς οι ακροατές τα μουσικά μέσα. Ξεκινήσαμε λοιπόν, με μια νεοσύστατη ελευθερία, που όχι μόνο μας πήγε σε μέρη που αλλιώς δεν θα είχαμε πάει, αλλά το διασκεδάσαμε και πάρα πολύ. 

-Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την ηχογράφηση και τη μίξη του δίσκου; Πως ήταν μια τυπική μέρα στο studio; Πήγαν όλα σύμφωνα με το πλάνο; 
Το album ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια δυο ξεχωριστών εβδομάδων στα Yawn Studios στο West Kirby, η μίξη από την άλλη μας πήρε πολύ περισσότερο αφού πηγαίναμε μπρός πίσω με τον απίστευτο George Murphy που προσπαθούσε να τελειοποιήσει τα κομμάτια. Ένα χαλαρό ξεκίνημα στις 10 π.μ και ένα διάλειμμα για φαγητό στο μαγικό φούρνο Gerard’s σήμαινε μια αρκετά χαλαρωτική, αλλά εποικοδομητική εμπειρία. Τα πράγματα κύλησαν χωρίς προβλήματα. Αν κάποιος πάλευε όποια στιγμή, ο παραγωγός μας, Bill Ryder Jones έλυνε το πρόβλημα με έναν τρόπο που ταίριαζε απόλυτα στον άνθρωπο που το είχε. Το στιλ ανθρώπινης διαχείρισης του όπως το λέμε, σιγούρευε πως όλοι ήταν σε ηρεμία καθόλη τη διάρκεια. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και για τον Liam Power, τον κολλητό του Bill που βοηθούσε συνεχώς και εξασφάλιζε πως η ατμόσφαιρα ήταν πάντοτε καλή καί όλοι διασκέδαζαν.

Το εξώφυλλο του album μου υπενθυμίζει το κύριο συστατικό της ανθρωπότητας το οποίο σχεδόν έχει ξεχαστεί στις μέρες μας. Την αλληλεγγύη. Ποια είναι η δική σου ανάλυση σε σχέση με το εξώφυλλο και πως συνδέεται με τα κομμάτια;
Το έργο τέχνης είναι της Louise, γραφίστριας/δημιουργού της The state51 Conspiracy’s in-house Graphic Designer / Creative, η οποία μετέφρασε με τελειότητα την ιδέα μας σε πραγματικότητα. Ο τίτλος του album πηγάζει από μια παλιά ποδοσφαιρική φράση του Portsmouth που χρησιμοποιούσαν κάποιοι παλιοί φίλοι του Lewis (Duffin, τραγουδιστής των Hotel Lux) τότε, σαν νεύμα της σχέσης μεταξύ Fareham και Portsmouth. Το Fareham είναι μια πόλη έξω από το Portsmouth από όπου είναι ο Lewis και το ποτάμι του χωρίς κατά κάποιον τρόπο τα δυο μέρη. Είναι ποδοσφαιρικό θέμα κυρίως, αλλά η εικόνα μας κόλλησε και τέλεια ενσωμάτωσε την ύπαρξη μας σαν σύνολο κατά τη διάρκεια της covid περιόδου, όχι μόνο ως μπάντα που δημιουργεί ένα album, αλλά και ως φίλους και άτομα.

Προσωπικά δεν μπορώ να σταματήσω να ακούω το “National Team”. “There’s people my age play the national team” είναι ένας στίχος με τον οποίον δεν μπορώ να ταυτιστώ πια, αφού πέρασα τα 40 και δεν είμαι αρκετά γυμνασμένος για sports, αλλά αναρωτιέμαι. Ποιος από εσάς θα προτιμούσε να παίζει επαγγελματικό ποδόσφαιρο από το να παίζει μουσική; Είναι τα sports μεγάλο κομμάτι των ζωών σας;
Ο Lewis ένας αρκετά κομψός μπαλαδόρος, λογικά αν ήταν καλύτερος μάλλον θα προτιμούσε να είναι ποδοσφαιριστής αντί τραγουδιστής. Τα sports όντως παίζουν μεγάλο ρόλο στις ζωές μας, αν και περισσότερο από την οπτική του οπαδού, παρά του αθλητή. Θα μας βρεις στο bar με μπύρα στο χέρι να ζητοκραυγάζουμε για την αγαπημένη μας ομάδα, αντί για το γήπεδο στις 9 το πρωί την Κυριακή.

-Το ιδίωμα που εμείς οι μουσικοί αρθρογράφοι θέλουμε να αποκαλούμε post punk ανθίζει εκ νέου την τελευταία δεκαετία. Αυτή η νέα αναβίωση σας επηρέασε καθόλου ώστε να αρχίσετε να παίζετε μουσική;
Ναι, σίγουρα, όταν ξεκινήσαμε μπάντες σαν τους Fat White Family και Palma Violets είχαν μεγάλο αντίκτυπο σε εμάς. Ήταν μουσική που μας ενέπνευσε και αντηχούσε μέσα μας στα ύστερα της εφηβείας μας και μας έκανε να πιστεύουμε πως θα μπορούσαμε να το κάνουμε και μεις. 

-Ποιο album σου αρέσει να ακούς για να χορέψεις; Ποιο για να χαλαρώσεις και για ποιο θα σκότωνες ωστέ να ήσουν μέρος του;
Για χορό; Οτιδήποτε έχει σχέση με τον Nile Rogers. Για χαλάρωση;  Το “Pink Moon” του Nick Drake ήταν πάντα η επιλογή μου όταν ήθελα να ηρεμήσω. Για ποιο θα σκότωνα; “Red Roses for Me” από the Pogues, μια από τις λίγες μπάντες που όλοι μας αγαπάμε.

-Ποιο τραγούδι θα έπρεπε να παίζει κάθε φορά που μπαίνεις στην αγαπημένη σου pub;  Ποιο θα σε έκανε να παρατήσεις την μπύρα σου και να φύγεις αμέσως;
Το “Sally MacLenanne” των the Pogues είναι ο υπέρτατος pub ύμνος και έχει συντροφεύσει πολλά αλκοολικά μας βράδια. Το δικό μας “English Disease” από την άλλη θα μας έκανε να την κοπανήσουμε και να μην επιστρέψουμε ποτέ.

-Αρκετά με τις κουταμάρες μου, έρχεστε στην Αθήνα σύντομα και θα θέλαμε να μάθουμε ποια ατμόσφαιρα επικρατεί στα live σας. Τι πρέπει να περιμένουμε;
Geezer dog rock extravaganza- definitely the time and the place for a serious boogie. (σ.σ. Αμετάφραστο και ο νοών…)

Ως επίλογο χρειαζόμαστε έναν στίχο σας σαν κάλεσμα για την Αθηναϊκή σας νύχτα.
Το “We’re all at the bar drinking stella Artois” ίσως είναι ό,τι καλύτερο έχω στο στιχουργικό μας οπλοστάσιο για να σας πείσουμε να έρθετε να παρτάρετε μαζί μας.

1071
About Δημήτρης Μαρσέλος 2207 Articles
Δέσμιος της μουσικής, είλωτας των συναυλιών, εθισμένος στα σκληρά...riffs, διπολικός μεταξύ metal και hardcore punk, έχει κάνει χρόνια τώρα πολιτιστικό crossover και δεν αρνείται κανένα ιδίωμα της rock που του τη σηκώνει...την τρίχα.