HELLOWEEN: “Walls Of Jericho”

MONUMENT



Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στο έντυπο περιοδικό για retro computers Retro Planet.

https://www.facebook.com/retroplanetmag

https://retroplanetmagazine.blogspot.com/

Θέλω να πιστεύω ότι μετά από τόσα άρθρα μέσα από τη στήλη “Σκάσε & Άκου” έχουν καλυφθεί πολλοί θρυλικοί δίσκοι που καθόρισαν ο καθένας με τον τρόπο του την πορεία της γενικότερης rock μουσικής.

Βέβαια είναι αδύνατον να ισχυριστεί ο γράφων ότι καλύφθηκαν τα πάντα, άλλωστε ήταν τόση η πληθώρα ποιοτικών υψηλοτάτων ποιοτικά δουλειών των δυο δεκαετιών (κατά βάση) που έχουν γίνει αντικείμενο αναφοράς, από τις αρχές των ’70s έως και περίπου το έτος 1990, που το ποσοστό της αρθρογραφίας σε σχέση με το τι θα έπρεπε να αναφερθεί είναι μηδαμινό (ίσως φτάσουμε σε ένα αξιοπρεπές 10% στο 1000ο τεύχος του Retro Planet). Και όχι μόνο διαμάντια της δισκογραφίας, μα και ολάκερα είδη μουσικής λείπουν. Οκ, στη στήλη ασχολήθηκα κυρίως με το πατροπαράδοτο heavy metal και το hard rock, με κάποιες thrash metal εκλάμψεις. Αλλά απομένουν τόσα είδη μουσικής που δεν έχουν εκπροσωπηθεί από μια δισκογραφική πρόταση: power, death, black, alternative rock, pop, κάθε ρεύμα με τα αντίστοιχα αθάνατα δημιουργήματα πανάξιων καλλιτεχνών.

Μετά από αυτές τις σκέψεις, είπα να προσπαθήσω να αναιρέσω αυτήν την εκκρεμότητα. Η παρούσα αναφορά θα ασχοληθεί με το power metal και το πιο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα που εν πολλοίς όρισε (και συνέχισε να ορίζει μέχρι πριν καμιά 10αριά χρόνια τουλάχιστον) όλο αυτό το καλλιτεχνικό μονοπάτι, τους Γερμανούς Helloween, μια μπάντα που συνετάραξε τα metal ύδατα κατά το δεύτερο μισό των 80s. Και αν και η αγάπη μου για το ομώνυμο mini LP / EP “Helloween” είναι ισοδύναμη με τον έρωτα της ζωής μου, η αναφορά σε αυτό το τεύχος θα επικεντρωθεί στο πρώτο full length LP το θρυλικό “Walls Of Jericho” που προκάλεσε πάταγο το 1986 (ο οποίος ήταν πολύ “ήσυχος” σε σχέση με το τι επακολούθησε αλλά αυτά θα τα αφήσω για το μέλλον) όταν και κυκλοφόρησε.

Λίγα λόγια για την μπάντα. H απαρχή των Helloween εντοπίζεται στο Αμβούργο στα μέσα του 1984 όταν και σχηματίζεται ένα σχήμα από νεαρά μέλη τοπικών συγκροτημάτων όπως οι Iron Fist, Gentry, Second Hell και Powerfool. Η αρχική σύνθεση (η οποία και διήρκησε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας) στελεχώθηκε από τους κιθαρίστες Kai Hansen και Michael Weikath, τον μπασίστα Markus Grosskopf και τον drummer Ingo Schwichtenberg. Παίρνουν την ονομασία – λογοπαίγνιο Helloween (από το έθιμο της χώρας των μεγάλων αυτοκινήτων, των μεγάλων κτιρίων και των μεγάλων ηλιθίων ενίοτε) και ξεκινούν πρόβες αλλά τα πράγματα εξελίσσονται μάλλον ευχάριστα ραγδαία και εξελίξιμα για το νεοσυσταθέν σχήμα.

Λίγο καιρό πριν, το 1983 ιδρύεται μια επίσης γερμανική νεοσύστατη εταιρία στο Βερολίνο η οποία έχει μυριστεί τον γενικότερο χαμό με το όλο και πιο δημοφιλές στις τάξεις της νεολαίας heavy metal και έχει σαν αντικείμενο να συγκεντρώσει και να αντιπροσωπεύσει παγκοσμίως νέες γερμανικές μπάντες που έχουν αυτό το αντικείμενο. Το όνομά της Noise Records. Από τις πρώτες κινήσεις της Noise είναι η δημιουργία συλλογών με δείγματα από τα νέα σχήματα που πρόκειται να φιλοξενήσει και μια από αυτές είναι η λεγόμενη Death Metal Compilation. Οι Helloween υπογράφουν χωρίς δεύτερη κουβέντα και ηχογραφούν τα δυο πρώτα τους κομμάτια “Oernst of Life” και “Metal Invaders” (το οποίο θα eμφανιστεί αργότερα στην πλήρη δουλειά τους) τα οποία συμπεριλαμβάνονται παρέα με άλλα ιστορικά singles από τους Hellhammer, Running Wild και Dark Avenger. .

Η συνέχεια; Το λιγότερο εκκωφαντική. Η αρχή έγινε με το ακρογωνιαίο ομώνυμο mini LP / EP 5 κομματιών “Helloween” που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1985 και άφησε όποιον ήρθε σε επαφή μαζί του με εξάρθρωση της κάτω γνάθου. Ο κόσμος αποδέχτηκε με ιδιαίτερη θέρμη τους Helloween σαν μια ελιτιστική οντότητα από τα πρώτα της βήματα. Φυσικά η μπάντα δεν επαναπαύθηκε και συνέχισε να δημιουργεί πυρετωδώς μουσική για την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά της που θα την έβαζε ψηλά πλέον και στο εμπορικό στερέωμα. Και αυτή δεν άργησε να έρθει. Οι Helloween μπαίνουν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο Music Lab Studio του Βερολίνου με τον Harris Johns (μεγάλη προσωπικότητα εκείνη την εποχή, παραγωγός που το όνομά του είναι συνυφασμένο με το γενικότερο ευρωπαϊκό metal μιας και δούλεψε με μπάντες στο αρχικό στάδιό τους οι οποίες πέρασαν στο πάνθεον αυτής της μουσικής όπως οι Coroner, οι Rage, οι Sodom, οι Kreator και πολλοί άλλοι).και τον Νοέμβριο το “Walls Of Jericho” κοινοποιείται σε ένα σχεδόν αποσβoλωμένο όσο και παρθένο σε τέτοια ακούσματα ακροατήριο.

Το metal των Helloween παρουσίαζε πολλές ιδιαιτερότητες, Κιθαριστικώς επικρατεί η speed αντιμετώπιση των πραγμάτων. Θυελλώδη δομικά riffs σε ταχύτητες που σπανίως είχαν εμφανισθεί ως τότε και χαρακτηριστικότατα διπλά solos από τους Hansen και Weikath που έμειναν στην ιστορία ως απόλυτο trademark της μπάντας, αναπόσπαστο συνθετικό στοιχείο ως σήμερα. Από την άλλη, ο αδικοχαμένος Ingo (αυτοκτόνησε το 1995 μην μπορώντας να αντέξει το βάρος της απομάκρυνσής του από την μπάντα το 1993 ενώ είχαν ήδη αποχωρήσει ο Kai Hansen και ο μετέπειτα τραγουδισταράς Mikhael Kiske) πίσω από το drum kit ξεδιπλώνει το ταλέντο του και παρουσιάζει μια εξελιγμένη εκδοχή της τεχνοτροπίας του τεράστιου Clive Burr ο οποίος στα 3 πρώτα albums των Maiden ουσιαστικά σφράγισε τη ρυθμικότητα ολάκερου αυτού του είδους. Ο Ingo πάtησε γερά στις λιγότερο “διαφημισμένες” στιγμές του Burr, σε κομμάτια όπως τα instrumentals “Transylvania” και “Genkhis Khan” (από τα πιο τεχνικά κομμάτια στην ιστορία του heavy metal γενικότερα) όπως και στο “Phantom Of The Opera” (φυσικά!) και γέμισε το background των Helloween με τέτοιο τρόπο που ήταν αδύνατο να πέσουν οι ταχύτητες, επιβάλλοντας κατά κάποιο τρόπο τους έγχορδους να τον ακολουθούν. Συνοδεία του ο Markus ο οποίος προέβαλε σαν ένα σημαντικότατο αντίπαλο δέος προς τον Μεγάλο Steve Harris που εκείνη την εποχή ήταν αδιαμφισβήτητα το βασικό μεταλλικό μπασιστικό πρότυπο. Πίσω από το μικρόφωνο; Ο ίδιος ο Kai Hansen με αντικειμενικά αμφιλεγόμενα αποτελέσματα μιας και όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, εκείνη την εποχή η ερμηνεία του μάλλον αναλωνόταν σε εκκωφαντικές τσιρίδες και ουρλιαχτά παρά σε τραγούδι. Κάτι που αποδείχτηκε στην άμεση συνέχεια όταν και μετά το πέρας του δίσκου οι Helloween ήδη βρίσκονταν σε αναζήτηση μόνιμου “κανονικού” τραγουδιστή. Μια ακόμη διαφοροποιητική σταθερά ήταν η από την αρχή αποστασιοποίηση από την σύγχρονη της εποχής τάση με τα συγκροτήματα να ασπάζονται τη σατανολατρική / αντιθρησκευτική θεματολογία. Τα θέματα με τα οποία ανακατεύθηκαν οι Helloween ήταν απλά, καθημερινά και αποδιδόμενα με περίσσιο χιούμορ που ξεκινούσε από το λογότυπο με την κολοκύθα. Απλά δεν ήταν οι τύποι που θα λογίζονταν σαν ιεροκήρυκες θρησκευτικών και πολιτικών μηνυμάτων, κάτι που τους διαχώρισε από άλλες σημαντικές μπάντες της εποχής που απέκτησαν φήμη για τους ακριβώς αντίθετους λόγους.

Το “Walls Of Jericho” είναι με λίγα λόγια ένα σύνολο από 8 κομματάρες που καινοτομούσαν πάνω στο αντικείμενο του ως τότε στυλιζαρισμένου πάνω στα πρότυπα των Iron Maiden heavy metal, κάτι που φαίνεται από την αρχή από το εικαστικό μέρος του album, με το artwork των Edda και Uwe Karczewski (το οποίο ανήκει στα “μεγαλεπίβολα” και που σε σχέση με τα εξώφυλλα που είχαν ανάλογες μπάντες της εποχής, τα έκαναν να μοιάζουν με κακόγουστες ζωγραφιές παιδιών του νηπιαγωγείου) να έχει ως κεντρικό ήρωα μια φιγούρα που έμοιαζε αρκετά με τον Eddie του μεγάλου Derek Riggs. Φυσικά και συνθετικά οι μεγάλοι Βρετανοί ήταν βασικότατη επιρροή (μαζί με τους Judas Priest) και όριζαν κατά πολύ τη ρότα της μπάντας αλλά οι ευδιάκριτες επιρροές από την κλασσική μουσική και η πιο σκληρή, πιο “άγαρμπη” και πιο γρήγορη version αυτού του metal ήταν κάτι το πολύ εθιστικό για τα αυτιά των ακροατών. Ουσιαστικά πλησίαζε (και πολλές φορές ξεπερνούσε) τα όρια του επίσης νεόφερτου thrash metal ρεύματος. Κάτι που πολύ χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο “Ride The Sky” που σκάει σαν βόμβα μετά το ομότιτλο intro “Walls Of Jericho” (το οποίο εμφανίστηκε αρχικά στο mini LP ως μέρος του single “Starlight” με τον τίτλο “Happy Happy Halloween” και προέρχεται από μια ταινία του 1982 με την ονομασία “Halloween III: Season of the Witch“ και εδώ “μεταφράστηκε” σε ορχηστρική έκδοση). Σαρωτικό κομμάτι, κλασσικίζον solo part και φοβερό ρεφρέν, απετέλεσε μόνιμο συναυλιακό στανταράκι για δεκαετίες και έδειξε από την αρχή την κατεύθυνση των Helloween. Ακολουθεί το “Reptile” όπου και φαίνονται καθαρά οι Priest-ικές καταβολές των μελών της μπάντας κάτι απόλυτα φυσιολογικό αν αναλογιστούμε ότι την εποχή που μιλάμε, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι Judas Priest και οι Iron Maiden ήταν οι αδιαμφισβήτητοι ορισμοί της έννοιας “heavy metal” έχοντας επηρεάσει εκατομμύρια εκκολαπτόμενους μουσικούς.

Αγαπημένη σύνθεση του γράφοντος το φοβερό “Guardians” του Michael Weikath. Γρήγορο, με καταπληκτικό κουπλέ, ανθεμικό ρεφρέν και φοβερά solos, απετέλεσε χρόνιο φετίχ του γράφοντος στην προσπάθειά του να το επανεκτελέσει με αξιοπρέπεια (κάτι που κατάφερε μερικά χρόνια αργότερα και από τη χαρά του κέρναγε σφηνάκια όποιον έβλεπε στο δρόμο). Η πρώτη πλευρά του βινυλίου κλείνει με ένα ακόμη επιταχυνόμενο Priest-ικό κομμάτι, το “Phantoms Of Death” στο οποίο ακούγονται και για πρώτη φορά κάποια διακριτικά πλήκτρα. Θυελλώδες drumming από τον Ingo, εξαιρετικό Maiden-ικό solo part, σήμα κατατεθέν για την τεχνοτροπία των Helloween με αρκετή progressive-ίλα μέσα του και αλισβερίσια από τους Hansen και Weikath, πραγματική απόλαυση.

H δεύτερη πλευρά ξεκινά με το “Metal Invaders” που πρωτοεμφανίστηκε λίγους μήνες πριν στο mini LP. Γρήγορο, φουριόζικο κι εύγλωττο υμνικό ρεφρέν – όρκο για όλο το heavy metal σύμπαν, ένα Maiden-ικό κομμάτι κατά βάση της εποχής του Di Anno, με χαρακτηριστική για άλλη μια φορά δισολία στις κιθάρες και πολύ καλές μπασογραμμές από τον Markus που αποδεικνύει με στόμφο το πόσο καλός μπασίστας είναι. Συνέχεια με κάτι που μας αφορά άμεσα φίλοι ρετράκηδες. “Gorgar”, ένα κομμάτι του Hansen αφιερωμένο στο γνωστό μας φλιπεράκι που κατασκευάστηκε το 1979 από την Williams και ήταν το πρώτο φλίπερ με ομιλία. Στίχοι που ανταποκρίνονται επακριβώς στην πραγματικότητα του μηχανήματος, με τον χρήστη να καταθέτει τα νομίσματά του αλλά που ποτέ δεν θα νικήσει το “τέρας”! Και σαν trivia, η ενσωμάτωση του κυρίως θέματος από το “In the Hall of the Mountain King” του Edvard Grieg στο solo του. Φοβερή στιγμή.

Για το “Heavy Metal Is The Law” τι να πει κανείς; Δεν τα λέει όλα ο τίτλος του; Στην αρχή νομίζεις ότι πρόκειται για live ηχογράφηση με το πλήθος να αλαλάζει πριν την έναρξη του κομματιού αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο, το εφέ προστέθηκε αργότερα. Εσωτερικό αστείο της μπάντας ή της ομάδας παραγωγής; Κανείς δεν ξέρει αν και έτσι να έγινε, δεν νομίζω να αποτέλεσε έκπληξη με δεδομένο τον χιουμοριστικό τους χαρακτήρα. Πολύ γρήγορο κομμάτι με φοβερό ρεφρέν και σπουδαία απόδοση από όλους. Όσο για τον επίλογο του album; Το σπουδαίο “How Many Tears” του Michael Weikath, ένα σαφές δείγμα της τεχνοτροπίας του συγκεκριμένου κιθαρίστα ο οποίος δέχτηκε τόνους λάσπης λόγω της “σνομπ”, υπεροπτικής πολλές φορές live παρουσίας του, αλλά δεν υπάρχει αμφισβήτηση το πόσο καθοριστικός υπήρξε για το power metal μιας και σημαντικότατο κομμάτι του DNA του ιδιώματος ανήκει στις αξεπέραστες τεχνικές που ανέπτυξε συνθετικά μόνος του, φόρμουλες που ακολουθήθηκαν από εκατοντάδες μιμητές των Helloween στα χρόνια που ακολούθησαν.

Το “Walls Of Jericho” υπήρξε επίσης ένα μεγάλο big bang για την heavy metal τέχνη. Άνοιξε διάπλατα ένα πλήθος οριζόντων για τους μουσικούς που ήθελαν να σπρώξουν τα όρια σε πιο ταχύτατα πλαίσια ή να αναμίξουν την αγάπη των κλασικών συνθετών με τα watt που εκχέονταν από τους ενισχυτές. Και γι’ αυτό απήλαυσαν καθολικής αποδοχής από όλο το metal ακροατήριο, ανεξαρτήτως του “χρώματος” που άνηκε ο ακροατής. Για τον γράφοντα, αυτός ο δίσκος υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες αιτίες που τον ώθησαν (βασικά τον γκαύλωσαν – Dony μη βαράς, δεν περιγράφεται αλλιώς το συναίσθημα και το ξέρεις πολύ καλά) να πιάσει ένα όργανο (ένα μπλε μπάσο Aria, δανεικό από φίλο, που να βρίσκεται άραγε αυτό το εργαλείο;) και να ξεκινήσει το ταξίδι του μέσα σ’ αυτήν την εικαστική κοσμοθεωρία (ναι, δεν είναι απλά μουσική, είναι μικρόβιο που δεν υπάρχει αντίσωμα να το εξαλείψει) που κρατά γερά μέχρι και τις στιγμές που γράφονται αυτές οι αράδες.

Όσο για τους Helloween; Μια μπάντα με αξιοπρεπέστατη καριέρα (οκ, όλοι κάνουν τα μικροσφάλματά τους) μέχρι και σήμερα, πανάξιος πρεσβευτής του power metal, μια πτυχή της καθολικής Τέχνης η οποία όπως έγραψε κάποιος ανώνυμος σύγχρονος φιλόσοφος “δεν είναι απλά μουσική, είναι ένας μετρητής, είτε ουρανομηκούς χαράς, είτε απύθμενου πόνου”. Και κάθε φορά που πέφτει randomly η playlist σε κάποιο κομμάτι τους, ο ενθουσιασμός, η νοσταλγία μα και η υπερηφάνεια για όλα τα πεπραγμένα που είχαν ως soundtrack τη μουσική τους, αναδύονται σαν δελφίνια στην επιφάνεια αυτής της “θάλασσας” εμπειριών. “Happy Happy Helloween !!!”, μια ιαχή που θα σταματήσει μέχρι τα νεύρα να πάψουν να αντιδρούν με το φυσικό περιβάλλον. Αυτά! Υπόκλισις, μεταβολή, αυλαία!

(για τον αδερφό μου Πάρη Κιουρτσίδη, την Αντιγόνη Τσόγκα και τα ανήψια μου Λάζαρο και Χρήστο, μια φαμίλια που σε λίγο καιρό τους βλέπω να σχηματίζουν μπάντα tribute και να τα σπάνε ομαδικώς – αυτά είναι!)

1261
About Ιορδάνης Κιουρτσίδης 1205 Articles
Ανακατεμένος με το heavy metal εδώ και 3,5 δεκαετίες, retro computer fan, δεν αντέχει τον Μόρισον και τον Κομπέιν, πίνει διπλό γλυκύβραστο και λατρεύει τις mini σοκοφρέτες υγείας.