Ύστερα από την περσινή επιτυχία του Hellfest, έχοντας ένα 3ήμερο κι ένα 4ήμερο, ο θεσμός επανήλθε με ένα εκ νέου 4ήμερο και για μία ακόμα χρονιά, το Rockway.gr ήταν εκεί.
Ναι, η όλη ιστορία έχει έξοδα, έχει κούραση, έχει αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα, αλλά σαν εμπειρία είναι αδιαμφισβήτητα αξέχαστη και για πολλοστή φορά παροτρύνω το πόπολο να δοκιμάσει να λάβει μέρος σε αυτήν την τεράστια γιορτή του ακραίου (ή και λιγότερο ακραίου) ήχου.
6 σκηνές (Main 1, Main 2, Altar, Temple, Valley και Warzone), πάμπολλα συγκροτήματα, άφθονη μπίρα και γενικά μία ατελείωτη παιδική χαρά για τους λάτρεις της όλης κατάστασης.
Ένας σημαντικός λόγος που το εν λόγω festival είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα στην Ευρώπη, είναι το ότι δεν σταματά να εξελίσσεται, να προσαρμόζεται και να διορθώνει τυχόν αστοχίες. Έτσι λοιπόν φέτος, υπήρξαν κάποιες αλλαγές στη διαρρύθμιση, με τη σκηνή Valley (αυτή που φέρει κυρίως stoner, post, sludge και ψυχεδελικό ήχο, μεταξύ άλλων) να μεταφέρεται σε εξωτερικό χώρο και το official merch του festival να αποκτά έναν δικό του «ναό» (ονόματι Sanctuary).
Παράλληλα, οι καθυστερήσεις που υπήρξαν πέρυσι σε ό,τι αφορά τα λεωφορεία από το parking έως την είσοδο, εξαλείφθηκαν, με την αναμονή να συναντάται μόνο στο «σχόλασμα», που εκεί περίμενες μέσο όρο ένα μισάωρο για να πάρεις το bus της επιστροφής (μέχρι το parking δηλαδή, αλλά oh well).
Από πλευράς διοργάνωσης, το υψηλότατο επίπεδο κρατήθηκε για μία ακόμα χρονιά, με τα ωράρια να τηρούνται κατά γράμμα και τις συνθήκες φιλοξενίας για τους 60.000 που επισκέπτονταν καθημερινά τον χώρο, να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τα απανταχού φεστιβάλ ανά τον κόσμο.
DAY 1
Φέτος η γιορτή ξεκίνησε Πέμπτη, αλλά αντί για πρωί, η εκκίνηση πραγματοποιήθηκε μεσημεράκι με τον κόσμο να εισέρχεται στον χώρο αδημονώντας για τα σχήματα που θα εμφανιστούν την πρώτη μέρα του Hellfest, η οποία ουσιαστικά στήθηκε με γνώμονα να βολέψει τους Kiss, ώστε να παίξουν για (μία ακόμα) τελευταία φορά στην Clisson.
Η ανεπίσημη αρχή έγινε στο Hellstage (μικρή σκηνή που δεν συγκαταλέγεται στις βασικές 6 του φεστιβάλ και φιλοξενεί συνήθως μικρές μπάντες, που συνοδεύουν με τα κομμάτια τους όσους περιπλανώνται στα καταστήματα τους χώρου που βρίσκεται), με το official party να αναλαμβάνουν οι Blackbraid στην Temple σκηνή, οι Hypno5e στη Valley και οι Code Orange στη Main Stage 2.
Επέλεξα τους Code Orange και κρίνοντας από την πολύ δυναμική εμφάνισή τους, δεν έκανα λάθος. Οι hardcore punksters από την Αμερική είχαν ως intro το “I’m Gonna Getcha Good” της Shania Twain και για το επόμενο 40λεπτο έπαιξαν κομμάτια κυρίως από τα “Underneath” και “Forever”, συν φυσικά τα πιο πρόσφατα single τους, “Grooming My Replacement” και “Drowning In It”.
Στις 17:15, οι symphonic death metallers Aephanemer συγκέντρωσαν μπόλικο κόσμο στην Altar και για όσο τους είδα, με έπεισαν να ακούσω τη δισκογραφία τους.
Παράλληλα, οι Coheed and Cambria, έδωσαν prog ρεσιτάλ στη Main Stage 1. Το σετ φιλοξένησε τρία κομμάτια από το πιο πρόσφατο “Vaxis – Act II: A Window of the Waking Mind” (“Beautiful Losers”, “Shoulders” και “The Liars Club”), ένα από το “Good Apollo, I’m Burning Star IV, Volume Two: No World for Tomorrow” (“No World for Tomoorow”), ένα από το “Good Apollo, I’m Burning Star IV, Volume One: From Fear Through the Eyes of Madness” (“Welcome Home”) και δύο από το “In Keeping Secrets of Silent Earth: 3” (“A Favor House Atlantic” και “In Keeping Secrets of Silent Earth: 3”). Τουτέστιν, για όσους γνωρίζουν την καριέρα τους, από το 2022 κάναμε βουτιά στην περίοδο 2003-2007 και δεν μας χάλασε καθόλου.
Στη Main Stage 2, ακολούθησαν οι metalcorers I Prevail, οι οποίοι υπήρξαν καθηλωτικοί, παρουσιάζοντας κομμάτια από το περσινό “True Power”, αλλά και από τα 2 πρώτα full length τους, με τα μέρη από τα “Chop Suey” των SOAD και “Raining Blood” των Slayer να ανοίγουν εξαίσια τα “FWYTYK” και “Choke”, αντίστοιχα. Αν τους πετύχετε σε κάποιο live, να τους τσεκάρετε οπωσδήποτε.
Ταυτόχρονα, οι Imperial Triumphant έδιναν το δικό τους show στην Temple, ενώ στις 30 Ιουνίου θα επισκεφτούν το αθηναϊκό Temple (τίποτα τυχαίο) για μία full εμφάνιση, η οποία θα ενθουσιάσει τους fan του avant-garde ήχου.
Στις 18:45, το menu είχε Generation Sex (aka Generation X), με τον Billy Idol να ερμηνεύει κομμάτια τόσο του σχήματος όσο και των Sex Pistols, ενώ για το τέλος ακούσαμε και μια διασκευή στο “My Way” του Frank Sinatra. Αειθαλής μπροστάρης ο Billy, χαίρομαι που τον είδα, αλλά η κούραση (λόγω ηλικίας κυρίως), ήταν διάχυτη σε όλο το group. Αναμενόμενα highlights τα “Dancing With Myself” και “God Save the Queen”, τίμιο live, αλλά γλυκόπικρο ε ορισμένες στιγμές.
Η ελληνική συμμετοχή στο φετινό Hellfest, άκουγε στο όνομα Nightfall, οι οποίοι έκαναν τον δικό τους χαμό στην Altar σκηνή. Κι αν με ρωτάτε, το συγκεκριμένο line-up είναι από τα καλύτερα που είχαν και ύστερα από ένα album σαν το “At Night We Prey”, λογικό να τους τιμάει ο κόσμος εντός κι εκτός συνόρων.
Συνέχεια με In Flames, τους οποίους είχα να τους δω από την περίφημη εμφάνισή τους στην Ελλάδα πριν 23 χρόνια (στην πιο πρόσφατη δεν κατάφερα να πάω δυστυχώς). Μπορεί να πέρασε πολύς καιρός, μπορεί το ύφος να έχει αλλάξει, αλλά προσωπικά είμαι οπαδός όλων των περιόδων τους και την εγχώρια γκρίνια για τη setlist την ακούω βερεσέ. Το intro “The Beginning of All Things That Will End” οδήγησε στο “The Great Deceiver”, αμφότερα από το φετινό “Foregone”, το οποίο εκπροσωπήθηκε από 2 ακόμα συνθέσεις (“Foregone pt.1” και “State of Slow Decay”). Το κοινό υποδέχτηκε το group με ενθουσιασμό και στα 50 λεπτά που διήρκησε το live το crowdsurfing δεν είχε σταματημό.
Ο Björn Gelotte αγέραστος και στιβαρός καθόλη τη διάρκεια, ενώ ο Anders Fridén ξεκίνησε δυναμικά, αλλά προς το τέλος φάνηκε η κούραση στη φωνή του, η οποία έσπαγε σε σημεία. Ας είναι, η ενέργεια που έβγαζαν όλα τα μέλη, ήταν αρκετή για να μας ταρακουνήσουν όλους.
Για την ιστορία, πέρα των προαναφερθέντων, ακούσαμε τα “Everything’s Gone” (από το “Sirens Charms”), “Darker Times” (από το “Sounds of a playground fading”), “Behind Space” (από το “Lunar Strain”, με εύλογο χαμό να το συνοδεύει), “Cloud Connected” (από το “Reroute to Remain”), “Only for the Weak” (από το “Clayman”), “The Mirror’s Truth” (από το “A Sense of Purpose”), “I Am Above” (από το “I, the Mask”) και για το τέλος, “Take This Life” (από το “Come Clarity”).
Η ώρα έχει πάει 20:35 και τη σκυτάλη παίρνει το supergroup των Hollywood Vampires. Alice Cooper, Johnny Depp, Joe Perry & Tommy Henriksen, χάρισαν ένα πολύ ευχάριστο set στους παρευρισκόμενους, παίζοντας κυρίως διασκευές και μερικά από τα δικά τους κομμάτια. Προσωπικά ξεχώρισα τις εκτελέσεις των “I’m Eighteen”, “Walk this Way” και “School’s Out” (με ολίγον από “Another Brick in the Wall”), ενώ και οι διασκευές στα “Heroes”, “Baba O’Riley” και “The Death and Resurrection”, χάρισαν -μεταξύ άλλων- ωραίε στιγμές στο Main Stage 1.
Παράλληλα με τα βαμπίρια, οι Candlemass έδωσαν μία εξαιρετική εμφάνιση στο Altar, με το τελευταίο τους album, “Sweet Evil Sun”, να εκπροσωπείται μόνο από το ομώνυμο τραγούδι και το υπόλοιπο σετ να κινείται αποκλειστικά σε κομμάτια από τα τρία πρώτα full length τους. Και δεν μας χάλασε καθόλου!
Κι όσο οι Dark Funeral «μαύριζαν» την Temple και οι Celeste ταξίδευαν το κοινό στη Valley, οι Architects αποδείκνυαν στη Main Stage 2 γιατί είναι μία από τις μεγαλύτερες μπάντες των τελευταίων ετών και γιατί είναι κρίμα που δεν τους έχουμε απολαύσει ακόμα στην Ελλάδα.
Δυναμική αρχή με “Nihilist”, από το “All Our Gods Have Abandoned Us” και 60 λεπτά που συγκαταλέγονται στα top του Hellfest, με τους Architects να αποτελούν highlight της πρώτης ημέρας. “Black Lungs”, “Tear Gas”, “Deep Fake”, “Doomsday”, “A New Moral Low Ground”, “Meteor” και φυσικά “Animals” είμαι μερικά από τα τραγούδια που ακούσαμε, με τις ερμηνείες του Sam Carter να είναι για σεμινάριο.
Στην Altar, οι Hypocrisy δίδαξαν σουηδικό death metal, με κομμάτια σχεδόν από όλη την καριέρα τους και επαγγελματική στόφα, όπως ακριβώς αρμόζει σε σχήματα που έχουν αφήσει το δικό τους λιθαράκι στη metal μουσική βιομηχανία.
Headliners της πρώτης μέρας, όπως και το 2019, οι Kiss, οι οποίοι οργώνουν για πολλοστή φορά τον πλανήτη, με αφορμή την τελευταία περιοδεία τους. Όλον τον πλανήτη πλην της Ελλάδας βέβαια, αλλά λογικό μιας και τη μόνη φορά που ήρθαν, δεν τους τίμησαν πολλοί, μιας και ο μέσος εγχώριος ροκάς τη βροντάει μόνο με “I Was Made for Loving You” και 2-3 ακόμα επιτυχίες τους.
Το show γνωστό και πάντα εντυπωσιακό. Από την προσγείωση στη σκηνή με το “Detroit Rock City” μέχρι και το θεότρελο party του “Rock and Roll all Nite”, οι Kiss φρόντισαν να χαροποιήσουν το γεμάτο από κόσμο Main Stage 1 και να δείξουν πως παρά τα σκαμπανεβάσματα της καριέρας τους, η ιστορία θα τους θυμάται ως μία τεράστια μπάντα.
Μεταξύ άλλων, ακούαμε τα “Shout it Loud”, “Deuce”, “War Machine”, “Heaven’s on Fire”, “Cold Gin”, “Lick it Up”, “Calling Dr Love”, “Psycho Circus”, “God of Thunder”, “Love Gun” και “Black Diamond”, σε ένα κλίμα που θύμιζε γιορτή και οι μόνες κοιλιές του εμφανίζονταν όταν τα μέλη επιδίδονταν σε solo ή σε αχρείαστα παιχνίδια με το κοινό. Κουνήσαμε γοφούς και περάσαμε καλά, τι άλλο να ζητήσουμε;
Μετά το φως όμως, έρχεται το σκοτάδι και οι Amenra έριξαν κάμποσο από δαύτο στη Valley. Αρχή με “Boden” και “Razoreater”, με τη σκηνή να έχει τιγκάρει από τον κόσμο. “Plus pres de toi”, “Am Kreuz” και “De Evenmens” για τη συνέχεια και πλέον το Hellfest έχει μετουσιωθεί σε μία απέραντη εκκλησία, που ευλαβικά κοινωνεί τις νότες και τις ερμηνείες της μπάντας. “A Solitary Reign” και “Diaken” για το κλείσιμο και πλέον το πέπλο της μιζέριας μας έχει αγκαλιάσει γλυκά.
Τη μυσταγωγία των Amenra, ανέλαβαν να «σπάσουν» οι Parkway Drive, οι οποίοι ανέβηκαν στη Main Stage 2 μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Και θα είμαι ξεκάθαρος: να πάτε να τους δείτε τώρα που έρχονται και Release.
Μιλάμε για μοναδική ενέργεια στη σκηνή, πολύ καλό show (ελπίζω να το έχουν και στην Αθήνα) και μία setlist που έδωσε βάρος στο εξαιρετικό “Ire”, με το περσινό “Darker Still” και το “Reverence” να εκπροσωπούνται εξίσου, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στα “Atlas” και “Horizons”. Οκ, έλειψε το “Deep Blue” δια της απουσίας του, αλλά σε κάθε περίπτωση το group βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα και για 70 λεπτά μας σφυροκόπησε με τον καλύτερο τρόπο.
Την ίδια στιγμή που οι Parkway Drive άλωναν τη μεγάλη σκηνή, οι Fishbone έκαναν το δικό τους παρτάκι στη Warzone, ενώ οι Katatonia στην Altar (δυστυχώς) συνεχίζουν να απογοητεύουν με τις ζωντανές εμφανίσεις τους, σε αντίθεση με τις studio δουλειές τους.
Και κάπως έτσι, μία ομολογουμένως γεμάτη πρώτη μέρα φτάνει στο τέλος της. 1 down, 3 more to go!
DAY 2
Πάντα τα πρωινά είναι δύσκολα εκεί στις εξοχές της Γαλλίας, μιας και λίγο η κούραση, λίγο η απόσταση (βλέπεις, αν δεν μένεις στο camping, το πιθανότερο να μείνεις στη Νάντη, όπως οι περισσότεροι, που σημαίνει πήγαινε-έλα), μας έκαναν να χάσουμε group όπως Vended, Peter Pan Speedrock και The Quireboys, αλλά φτάσαμε έγκαιρα για να δούμε τους British Lion του Steve Harris.
Γενικά δεν μπορώ να πω πως είμαι οπαδός, αλλά τους έδωσα την ευκαιρία τους κι ομολογουμένως, δεν άλλαξαν πολλά. Παλιακό, παραδοσιακό χέβι μέτσολ, βρετανικής κοπής, γεμάτο ατσάλι, χωρίς όμως να με πείθει ιδιαίτερα.
Κατά τις 14:20 όμως, οι Nothing More, όχι μόνο με έπεισαν, αλλά με έκαναν να χάσω τους Primitive Man που έπαιζαν στη Valley, όντας ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη του γράφοντα στο φετινό Hellfest. Οκ, δεν είναι δα και χτεσινοί, αλλά με τέτοιον frontman δεν γίνεται να μην σκαλώσεις. Ο Jonny Hawkins πραγματικά μας άφησε όλους άφωνους και γενικά η εμφάνιση της μπάντας έκλεψε τις εντυπώσεις, καθιστώντας τους ως άτυπο next big thing (παρότι μετρούν ήδη σχεδόν 20 χρόνια στου κουρμπέτι! Και ναι, 40 λεπτά ήταν αρκετά για να μας καθηλώσουν…
…Κάτι που δεν κατάφεραν οι Elegant Weapons. Το supergroup με μέλη τους Ronnie Romero, Richie Faulkner, Rex Brown και Scott Travis ξεκίνησε άγαρμπα, μιας και στα πρώτα μέτρα δεν ακουγόταν καθόλου ο Romero, αλλά κι αφότου μπήκε, οι συνθέσεις πέρασαν στο αβαβά. Παικτικά όλα super, απόδοση το ίδιο, αλλά αυτό το old school κράμα που παρουσίασαν μύριζε ναφθαλίνη και ήταν τόσο αναμενόμενο που με ώθησε στη Warzone για να προλάβω τους The Chats, ένα punk σχήμα στα ντουζένια του, το οποίο το τίμησαν πάρα πάρα πολλοί. Σκεφτείτε μία σύγχρονη έκδοση των Ramones, με πιο πολιτικοποιημένο στίχο. Not bad at all.
Η πορεία είχε Bongripper στη Valley, οι οποίοι με μόλις 2 κομμάτια, γέμισαν το 40λεπτο που τους αναλογούσε (λολ). Ακούσαμε το 14λεπτο “Hail” από το “Satan Worshipping Doom” και το 25λεπτο “Slow” από το “Terminal”. Αυτά.
Στις 16:40, στη Main Stage 1 στήθηκε ένα μικρό ταξίδι στον χρόνο, με τους Skid Row να αναλαμβάνουν να θυμίσουν γιατί έγιναν κάποτε μεγάλοι. Με μπροστάρη τον χαρισματικό Erik Grönwall, εξαπέλυσαν ένα σετ-επίκληση στο συναίσθημα, μιας και βασίστηκε αποκλειστικά στα 2 πρώτα album του group, με μόνη εξαίρεση το “The Gang’s All Here”, από την περσινή ομώνυμη δουλειά τους. Ο μικρός εαυτός μου χάρηκε τα “Slave to the Grind”, “Big Guns”, “18 and Life”, “Piece of Me”, “Livin’ on a Chain Gang”, “Monkey Business”, “I Remember You”, και “Youth Gone Wild”, αλλά η σύγχρονη (ξενέρωτη) εκδοχή μου διαφωνεί με το να σνομπάρεις ό,τι κι αν έχεις κυκλοφορήσει και να βασίζεσαι μόνιμα σε κάτι που σε έκανε διάσημο πολλά χρόνια πριν. Λήξε το καλύτερα.
Τους Unearth τους πρόλαβα για πολύ λίγο, αλλά αυτά τα παιδιά τα έχω στην καρδιά μου, κυρίως γιατί βγάζουν (σχεδόν) πάντα πολύ καλές δουλειές, ενώ η live παρουσία τους είναι γεμάτη ενέργεια, όπως φυσικά ήταν κι εκείνη των Weedeater, που έδωσαν πολύ πόνο στη Valley.
Στις 18:25, οι Alter Bridge έδωσαν το παρών στη Main Stage 1 και με μία επαγγελματική εμφάνιση έδειξαν γιατί εδώ και χρόνια βρίσκονται στην επιφάνεια. Έχοντας στις αποσκευές τους το εξαιρετικό “Pawns & Kings”, μοιράστηκαν μαζί μας κομματάρες όπως “Silver Tongue”, “Sin After Sin”, “Addicted to Pain”, “Blackbird” και φυσικά “Metalingus”, μεταξύ άλλων, κάνοντας το 50λεπτο να φαντάζει πολύ λίγο. Ο Myles Kennedy απίστευτος, ο Tremonti αλάνθαστος και γενικά όλοι υπέροχοι κι ατσαλάκωτοι (ίσως το μόνο μεμπτό στην όλη εμπειρία).
Κι ενώ ο Greg Puciato μάγευε το κοινό στη Valley, παίζοντας τραγούδια από τους solo δίσκους τους, αλλά και διασκευές σε Alice in Chains (“Them Bones”) και The Dillinger Escape Plan (“One of Us is the Killer”), στο Main Stage 2 διαδραματίστηκε τρελό πανηγύρι, χάρη στους Papa Roach. Οκ, το ξέραμε πως πάντα έχουν ανεβασμένη διάθεση, αλλά εκείνη την Παρασκευή έδωσαν ρέστα, παίζοντας ένα full best of set, με δυνατότερες στιγμές τα “Help”, “Dead Cell”, “Broken Home” (με εισαγωγή του “Lose Yourself” του Eminem), “Firestarter” (διασκευή από Prodigy), “Between Angels and Insects”, όπως και το “Born for Greatness”, στο οποίο συμμετείχε και ο JP “Rook” Cappelletty, drummer του Machine Gun Kelly.
Το party των Papa Roach διαδέχτηκαν οι Def Leppard, συνεχίζοντας τον ευρύτερο hard rock τόνο που είχε η εν λόγω μέρα, οι οποίοι ήταν πάρα πολύ καλοί και με classics όπως “Animal”, “Rocket”, “Love Bites”, “Hysteria”, “Pour Some Sugar On me”, “Rock of Ages” και “Photograph”, απέδειξαν πως μερικοί γερόλυκοι έχουν όντως το ζουμί.
Παράλληλα, στη Warzone η διασκέδαση χτυπούσε κόκκινο με τους αγαπητούς Flogging Molly να κάνουν το πλήθος να κουνιέται στους ρυθμούς τους, κάτι που όχι μόνο δεν κατάφερε ο Machine Gun Kelly στη Main Stage 2, αλλά αντί για χορό, απέσπασε γιουχαρίσματα από πολλούς, μιας και η απόδοσή του, σε συνδυασμό με το μέτριο υλικό του, άφησε παγερά αδιάφορους όσους τον είδαν.
Στην Altar και στη Warzone όμως, διαδραματίστηκαν άλλου είδους χοροί, διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά αμφότεροι με βάση την εκτόνωση. Bloodbath και Rancid αντίστοιχα πραγματοποίησαν εξαιρετικές εμφανίσεις και έπαιξαν μπάλα μεγάλου παίχτου.
Το ίδιο έγινε και με τους Botch στη Valley λίγο μετά, αλλά κα με τους Venom Inc στο Temple, οι οποίοι έφεραν την κόλαση πιο κοντά, καθώς, πλην ενός κομματιού, έπαιξαν αποκλειστικά και μόνο Venom! Ας έστελνε λοιπόν!
Πάμε και στο headline της δεύτερης ημέρας… Motley Crue κυρίες και κύριοι, με το γέλιο να πέφτει σύννεφο, λόγω των φωνητικών του Vince Neil (οι υπόλοιποι μια χαρά). Δεν μπορεί ο άνθρωπας λέμε, τι τον τυραννάτε; Φανταστείτε πως για να καλουπώσουν λίγο την κατάσταση είχαν κι ένα «μπαλέτο» που έκανε vocals, τα οποία φυσικά και ήταν προηχογραφημένα, κάνοντας ακόμα πιο αστεία την όλη φάση. Παρόλα αυτά, οι επιλογές κομματιών ήταν καλές (μου έλειψαν αρκετά, αλλά οκ), μιας και το σετ κινήθηκε σε safe πλαίσια, ενώ στο “The Dirt” συμμετείχε ο Machine Gun Kelly (λολ) και στο “Girls, Girls, Girls” ο JP “Rook” Cappelletty που ανέφερα και προ ολίγου.
Εντάξει, καλή η πλάκα, αλλά δεν πιστεύω πως ήταν για headliners οι Motley και η ώρα της απόσυρσης έχει παρέλθει νομίζω.
Τη βραδιά έκλεισε η τριπλέτα των As I Lay Dying (οδοστρωτήρες κι έρχονται κι από τα μέρη μας), Gogol Bordello (εγγυημένη διασκέδαση για μερακλήδες) και Sum 41, οι οποίοι μας δήλωσαν πως αφού κυκλοφορήσουν ένα τελευταίο, διπλό, album και περιοδεύσουν για αυτό, το κλείνουν το μαγαζί.
Ήταν καλή ευκαιρία λοιπόν να τους δω και το ίδιο επέλεξαν και πολλοί άλλοι, κρίνοντας από τη γεμάτη Main Stage 2. Ακούσαμε τα hits (πχ “The Hell Song”, “We’re All to Blame”, “Walking Disaster”, “In Too Deep” και “Still Waiting”), λικνιστήκαμε με τις διασκευές στα “Sleep Now in the Fire” και “We Will Rock You” και γενικά περάσαμε ωραία κι ας μην είχαμε πρόγραμμα.
Photos: Δέσποινα Σταματάκη
685