Ύστερα από 2 χρόνια αναβολών, το Hellfest επέστρεψε.
Με ελαφρώς αλλαγμένο line up και διάφορες ακυρώσεις και προσθήκες της τελευταίας στιγμής, αλλά και με ένα έξτρα 4ήμερο (στο οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρευρεθώ, μιας κι ακόμα δεν έχω τα απαραίτητα χρήματα για να τα παρατήσω όλα και να γίνω πριγκίπισσα), το ενδεχομένως μεγαλύτερο/ αρτιότερο festival ακραίου και μη, ήχου της Ευρώπης, φιλοξένησε συνολικά από 80.000 άτομα ημερησίως.
Το billing ήταν για μία ακόμα φορά super, η διάθεση των παρευρισκόμενων στα ύψη, μιας και ύστερα από τόσο καιρό, ήταν όλοι διψασμένοι για live, με μόνο setback το αναπάντεχο heatwave που χτύπησε τη Γαλλία, με τις 2 πρώτες μέρες του festival να χτυπάμε 40άρια (κυριολεκτικά, όχι τρόπος του λέγειν).
Ευτυχώς η οργάνωση έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει, αφήνοντας να περνάμε μέσα νερά εξ αρχής και καταβρέχοντάς μας κατά τη διάρκεια των live με λάστιχα. Εντάξει, ένα καψιματάκι το πήραμε, γενικά έλιωσε λίγο το δέρμα μας, ξεπατώθηκε το κορμάκι μας και ίδρωσαν μέχρι και τα ρουθούνια μας, αλλά totally worth it.
Μιας και οι κάτοικοι της Clisson διαμαρτυρήθηκαν για τον όγκο οχημάτων στην περιοχή τους κατά τη διάρκεια του Hellfest, από φέτος η διοργάνωση αποφάσισε να μας στέλνει όλους στα τεράστια parking, μισθώνοντας λεωφορεία να πηγαινοέρχονται για να φτάνουμε στην κεντρική πύλη. Όντας πρώτη φορά που έγινε αυτό, δημιουργήθηκε ουρά χιλιομέτρων την πρώτη μέρα, μιας και τότε ήταν που κατέφθαναν οι περισσότεροι campers αλλά και εμείς που ερχόμασταν από άλλες γειτονικές πόλεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσω πανηγυρικά τους Greenleaf που έπαιζαν στις 11:40 το πρωί, αλλά και τους Higher Power που έβγαιναν στις 12:15.
Εν τέλει, η αρχή έγινε με τους Leprous στην κεντρική σκηνή, οι οποίοι για μία ακόμα φορά ήταν αφοπλιστικοί, με τον Einar Solberg να ερμηνεύει άψογα τραγούδια από τα 4 τελευταία album της μπάντας (με έφεση στο περσινό “Aphelion”). Εννοείται σε πολύ καλή φόρμα και τα υπόλοιπα μέλη, αλλά θα μου επιτρέψετε να ξεχωρίσω για πολλοστή φορά τον Baard Kolstad, τον οποίο θεωρώ από τους αρτιότερους drummer που έχω ακούσει/ δει τα τελευταία χρόνια. Για την ιστορία, η αρχή έγινε με το “Out of Here” κι από εκεί και πέρα ακολούθησαν τα “Below”, “Running Low”, “The Price”, “Form the Flame”, “Nighttime Disguise” και “Slave”.
Στο πολύ λίγο που τσέκαρα τους Seth, απέσπασα πολύ καλές εντυπώσεις, με το σχήμα να αποδίδει τα μέγιστα σε μία δύσκολη μεσημεριανή ώρα, με τα σκηνικά και τις αμφιέσεις να συντελούν σε μία πολύ αξιόλογη εμφάνιση.
Επιστροφή στις κεντρικές σκηνές, για να παρακολουθήσω τους Shinedown, στους οποίους (παρα)έχω αδυναμία και επιτέλους θα τους έβλεπα live, γιατί το να έρθουν Ελλάδα το βλέπω δύσκολο. Εκκίνηση με το “The Saints of Violence and Innuendo” (από το επερχόμενο “Planet Zero”, μέσα από το οποίο ακούσαμε και το ομώνυμο), με το σχήμα να παρουσιάζει τραγούδια από το “Sound of Madness” και μετά, σε ένα 40λεπτο που μάλλον θα ήθελα να ήταν δίωρο. Εξαιρετικός ο Brent Smith, με highlights της εμφάνισης τα “Cut the Cord”, “Devil”, “Second Chance”, “Diamond Eyes” και φυσικά “Sound of Madness”.
Την σκυτάλη πήραν οι Frank Carter & the Rattlesnakes, με το group να δαμάζει τη σκηνή και να κερδίζει οπαδούς με το full of energy punk rock τους. Το σετ τους περιλάμβανε τραγούδια κι από τα 4 full length τους, 3 από το περσινό “Sticky”, 2 από το “End of Suffering” του 2019, άλλα 2 από το “Modern Ruin” του 2017 και 3 από το ντεμπούτο “Blossom”.
Την ίδια ώρα, οι The Great Old Ones έστησαν το δικό τους μυσταγωγικό show στο Temple stage, με το post black metal τους να προσεγγίζει αρκετό κόσμο, ενώ στο καπάκι οι psych rockers Black Mountain στο Valley stage απέδειξαν πως δικαίως θεωρούνται από τα ομορφότερα πράγματα που έχει εξάγει ο Καναδάς εδώ και 17 χρόνια!
Σειρά των Opeth στο Main stage, τους οποίους ουδέποτε είχα δει live και μπορώ να πω πως εξεπλάγην ευχάριστα με την απόδοση και την ατμόσφαιρα που έβγαλαν επί σκηνής. Ο Mikael Åkerfeldt ήταν σε πολύ καλή φόρμα, με το σετ τους να εκτείνεται από το 2001 έως και σήμερα, χωρίς να βασίζεται στο “In Cauda Venenum” του 2019, από το οποίο ακούσαμε μόνο το “Hjärtat vet vad handen gör”, με το οποίο και ξεκίνησαν. Μετά ακολούθησαν τα “Ghost of Perdition”, “The Devil’s Orchard”, “The Drapery Falls” και “Sorceress”, ενώ έκλεισαν θριαμβευτικά με το 13λεπτο “Deliverance”.
Έπρεπε να περάσουν 28 χρόνια από τότε που αγόρασα σε κασέτα το “Smash” για να καταφέρω να δω τους The Offspring ζωντανά. Κάλλιο αργά παρά ποτέ βέβαια και παρότι πλέον μιλάμε για περασμένα μεγαλεία, ο κόσμος γέμισε το Main stage για να δει τους punk rock ήρωές του. Το σετ τους έμοιαζε με πάρτι, καθώς το σχήμα έπαιξε όσες περισσότερες επιτυχίες μπορούσε, ενώ από το πιο πρόσφατο “Let the Bad Times Roll” ακούσαμε μόνο τα “The Opioid Diaries” και “Behind Your Walls”.
Τι κι αν η φωνή του Dexter Holland αγκομαχούσε να βγει, όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τα “Staring at the Sun”, “Come Out and Play”, “Want You Bad”, “Hammerhead”, “Bad Habit”, “Gotta Get Away”, “Why Don’t You Get a Job?”, “(Can’t Get My) Head Around You”, “Pretty Fly (For a White Guy)”, “The Kids Aren’t Alright”, “You’re Gonna Go Far, Kid” και “Self Esteem”, δεν γίνεται να μην χορέψεις. Μόνη ένσταση η απουσία κάποιου κομματιού από το “Ixnay on the Hombre”.
Την ίδια ώρα με Offspring, οι Rotting Christ όργωναν την Temple stage κι από ό,τι έμαθα η εμφάνισή τους ήταν υποδειγματική κι από τη μία ήθελα πολύ να τους (ξανα)δω, αλλά ο μικρός έφηβος μέσα μου με κράτησε αλλού.
Κι όσο οι High on Fire δίδασκαν σύγχρονο σλατζάτο doom metal στο Valley stage, οι Mastodon έδειχναν τα καλλιτεχνικά δόντια τους στο Main stage, παρουσιάζοντας ένα σετ το οποίο κατά το ήμισυ βασίστηκε (δικαίως) στο πάρα πολύ καλό περσινό “Hushed and Grim”. Τα υπόλοιπα 6 τραγούδια ήρθαν μέσα από τα “The Hunter”, “Blood Mountain”, “Leviathan” και “Remission” και όπως καταλαβαίνετε, περιέργως προσπεράστηκαν τα “Emperor of Sand” και “Once More ‘Round the Sun”, με αποτέλεσμα να λάμψουν δια τις απουσίας τους στιγμές όπως “Show Yourself” και “The Motherload”.
Η ώρα έχει φτάσει σχεδόν 21:00 και στο Warzone stage οι Dog Eat Dog αναλαμβάνουν να κάνουν το κοινό να χοροπηδήσει στον ρυθμό αθάνατων ύμνων όπως “No Fronts”, “Expect the Unexpected” και “Who’s the King?”, ενώ παράλληλα οι Dropkick Murphys στήνουν το δικό τους fun πανηγύρι, με χιτάκια όπως “The Boys Are Back”, “Johnny, I Hardly Knew Ya”, “Rose Tattoo” και “I’m Shipping Up to Boston” να ανεβάζουν το κέφι του κόσμου, ενώ στα συν κι η διασκευή τους στο “TNT” των AC/DC.
Οι Primordial μας ταξίδεψαν σε σκοτεινά μονοπάτια, μέσα από μία σειρά τραγουδιών βασισμένη από το 2005 και μετά, ενώ οι At the Gates παρουσίασαν ένα σετ 7 κομματιών, εκ των οποίων τα 4 προήλθαν από το “Slaughter of the Soul”, 1 από το “To Drink from the Night Itself” και 2 από το πιο πρόσφατο “The Nightmare of Being”. Μας χάλασε; Καθόλου! Θα θέλαμε να παίξουν παραπάνω; Εννοείται!
Λίγο πιο πέρα από το Altar stage που βρίσκονταν οι At the Gates, οι Baroness κατέθεταν ψυχή στο Valley stage, ξεκινώντας δυναμικά με το “Take My Bones Away”. Ιδιαίτερη εντύπωση πάντως μου έκανε πως βασίστηκαν κυρίως στα “Yellow & Green”, “Blue Record” και “Red Album”, με τα “Purple” και “Gold & Grey” να εκπροσωπούνται από 1 κομμάτι έκαστο. Σε κάθε περίπτωση η μπάντα έδωσε τον καλύτερό της εαυτό και το ευχαριστηθήκαμε.
Τους Five Finger Death Punch δεν καιγόμουν να τους δω, αλλά είχα περιέργεια να τσεκάρω την απόδοσή τους. Από τη μία χάρηκα που άκουσα ζωντανά τα “Wrong Side of Heaven”, “The Bleeding” και τη διασκευή τους στο “Bad Company”, αλλά to be honest δεν έσκισα καλτσόν και γενικά η ματσίλα που προσπαθούσαν να βγάλουν επί σκηνής, δεν λειτούργησε θετικά στον γράφοντα.
Ο Abbath πάντως μοίρασε έξυπνα το σετ του στο Temple stage, παρουσιάζοντας κατά το ήμισυ συνθέσεις από τα solo album του, με το υπόλοιπο να βάφεται με τα χρώματα των Immortal (“One by One”, “In My Kingdom Cold” και “Withstand the Fall of Time”) και των I (“Warriors”). Μα χαρά δηλαδή και νεκροφιλικά.
Headliners της πρώτης μέρας ήταν οι Deftones και κάπου εδώ να πούμε την πικρή αλήθεια: όσο κι αν τους αγαπάμε, οι ζωντανές εμφανίσεις τους δεν είναι το ατού τους. Όντας μάλιστα η δεύτερη φορά που τους βλέπω, μπορώ με σιγουριά να πω πως ο Chino Moreno ακούγεται υπέροχος μόνο στο studio. Οι διάφορες άναρθρες κραυγές του κατά τη διάρκεια των κομματιών παραήταν awkward, ενώ συνολικά η απόδοσή του ήταν κατώτερη των περιστάσεων. Παρόλα αυτά, οι επιλογές τους σε ό,τι αφορά τη setlist χάρισε χαμόγελα στους πιο old school fan τους, καθώς δόθηκε μεγάλο βάρος στα “Around the Fur” και “White Pony”, ενώ ακούσαμε και το “7 words” από το “Adrenaline”.
Αυλαία για την πρώτη μέρα, με τους Volbeat, οι οποίοι έκλεισαν ιδανικά τη βραδιά με ένα περιεκτικό best of 12 κομματιών, βασισμένο κυρίως στα πιο πρόσφατα album της μπάντας. Η έναρξη με το “The Devil’s Bleeding Crown” ήταν κάπως νωχελική, αλλά με τα “Pelvis on Fire”, “Becoming” και “Lola Montez” το κοινό ζεστάθηκε. Η προσπάθεια του Poulsen όμως να κάνει το κοινό να τραγουδήσει το “Ring of Fire” του Johnny Cash πήγε στράφι, οπότε περάσαμε απευθείας στο “Sad Man’s Tongue”, το οποίο έδωσε τη σκυτάλη στο “Shotgun Blues”. Ο ρυθμός ανέβηκε με την τριλογία των “Wait a Minute My Girl”, “Black Rose” και “Seal the Deal”, με το “The Devil Rages On” να δίνει μια ανάσα πριν τα “Die to Live” και “Still Counting”, που έκλεισαν πανηγυρικά το σετ και μας ώθησαν κουτουλώντας από τη νύστα προς την έξοδο.
Την επόμενη μέρα ευτυχώς δεν συναντήσαμε την αντίστοιχη κίνηση, οπότε φτάσαμε καλύτερη ώρα για να προλάβουμε όχι τους Dead Daisies, οι οποίοι ακύρωσαν τελευταία στιγμή κι αντικαταστάθηκαν από τους Solider Side, μία tribute μπάντα στους System of a Down. Ευχάριστοι για να ξεκινήσει η μέρα, αλλά σίγουρα όχι κάτι το τρομερό.
Οι Me and that Man όμως του Nergal έδωσαν πόνο στο Valley stage, με την dark country τους να αγκαλιάζουν τα αυτάκια μας, τα οποία ίδρωναν ήδη από την υψηλή θερμοκρασία. Από τις πολύ καλές εμφανίσεις του festival μπορώ να πω.
Στο Main stage πάντως οι Soen έκαναν άλλη μία εξαιρετική εμφάνιση κι έχοντας πρόσφατη την εικόνα τους από το Gagarin, πραγματικά αυτή η μπάντα δεν απογοητεύει και όση ζέστη κι αν φάγαμε, άξιζε. Πολύ καλές στιγμές τα “Martyrs”, “Antagonist”, “Lucidity” και “Lotus”, με το οποίο έκλεισαν.
Από τους Skillet δεν ήξερα τι να περιμένω live, αλλά μπορώ να πω πως μου άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις, καθώς ήταν ορεξάτοι και γκρουβαριστοί, με το “Whispers in the Dark” να ανοίγει εξαιρετικά το σετ τους, ενώ γενικά στον χρόνο που τους αναλογούσε έπαιξαν πολύ καλή μπαλίτσα, οπότε θα τσεκάρω και τα πιο πρόσφατα album τους, μιας κι έχω μείνει λίγο πίσω.
Μία από τις καλύτερες εμφανίσεις της δεύτερης μέρας πάντως, ήταν αδιαμφησβήτητα οι The Darkness! Ο Justin Hawkins είναι πραγματικός star και μέσα σε 45 λεπτά μας έκανε να αναρωτηθούμε γιατί τελικά το σχήμα δεν έγινε όσο μεγάλο όσο περιμέναμε. Ξεχώρισαν τα “One Way Ticket” και “Love Is Only a Feeling”, εξαιρετική η διασκευή στο “Street Spirit” των Radiohead, ενώ σίγουρα highlight ήταν και η guest συμμετοχή του frontman των Steel Panther στο “I Believe in a Thing Called Love”, το οποίο έκλεισε και το set τους.
Τι να πω για Heaven Shall Burn; Είχα την τύχη να τους δω πρώτη φορά το 2002 (αν δεν απατώμαι) σε μία τρύπα στον Πειραιά (Stigma Club λεγόταν) και 20 χρόνια μετά το group αυτό έχει φτάσει να παίζει μπροστά σε χιλιάδες κόσμο. Εντυπωσιακή αρχή με το “Hunters Will Be Hunted”, δυναμική συνέχεια με τη διασκευή τους στο “Black Tears” των Edge of Sanity, ενώ ακολούθησαν τα “Übermacht”, “Voice of the Voiceless”, “My Heart and the Ocean”, “Corium” και “Behind a Wall of Silence”, με το “Endzeit” να κλείνει μία πάρα πάρα πολύ καλή εμφάνιση, κατά τη διάρκεια της οποίας τα circle pits και τα wall of death έδιναν κι έπαιρναν.
Από τον καταιγισμό των Heaven Shall Burn, περάσαμε στην καταιγίδα των Alestorm κι αυτό που έχω να πω, εν όψει της εμφάνισής τους και στην Ελλάδα, είναι να μην τους χάσετε για κανένα λόγο. Μιλάμε για τρελό πάρτι, φουλ χαβαλέ και pure fun. Το πειρατικό folk metal τους, ξεσήκωσε όλους όσους βρίσκονταν ήδη στην κεντρική σκηνή και θεωρώ πως σε κλειστό χώρο θα είναι ακόμα πιο διασκεδαστικοί!
Την ίδια ώρα οι Exciter παρέδιδαν μαθήματα speed metal στο Altar stage, ενώ οι Pelican χάρισαν μαγικές στιγμές στο Valley, με την ποστμεταλλική τους αύρα να αποτελεί εισιτήριο για ένα αξέχαστο ταξίδι, το οποίο χάλαγε μόνο η υπερβολική ζέστη.
Έχοντας στάξει ήδη πολύ ιδρώτα, ήρθε η ώρα να στάξουμε (pun intended) και για τους Rival Sons, οι οποίοι είναι πλασμένοι για μεγάλες αρένες. Με αέρα ‘70s μπάντας, μπήκαν με το “Keep On Swinging” από το “Head Down” και συνέχισαν με τα “Open My Eyes” και “Electric Man” από το “Great Western Valkyrie”, όπως και με το “Do Your Worst” από το πιο πρόσφατο “Feral Roots”. Ένα τεχνικό θέμα όμως έκοβε τον ήχο σε τυχαία σημεία για κλάσματα δευτερολέπτου, με τον Jay Buchanan να βγάζει το ακουστικό του και να αποδίδει τα μέγιστα, ενώ το σχήμα δεν σταμάτησε στιγμή παρά τα θέματα και κάπως έτσι ξεχωρίζουν οι μεγάλες μπάντες με κάτι ντίβες τύπου Peter Murphy. Προκειμένου να λυθεί το θέμα, ο Buchanan πήρε την ακουστική του κιθάρα και μας χάρισε μια συγκλονιστική εκτέλεση του “Shooting Stars”, με την πορεία να ανήκει στα “Feral Roots”, “Do Your Worst”, “Nobody Wants to Die” και “Secret”. Κλείνοντας ας πω το αυτονόητο: ο Buchanan είναι τεράστιος και σίγουρα στο top 3 των καλύτερων σύγχρονων ερμηνευτών.
Το θρασάτο metal των γερόλυκων Flotsam & Jetsam δεν με κράτησε πολύ ώρα στην Altar stage, ενώ η, πασπαλισμένη με glam, σεξιστική εμφάνιση των Steel Panther με έδιωξε γρήγορα από το Main stage, ρίχνοντάς με στην αγκαλιά των Messa στο Valley, οι οποίοι πραγματικά εντυπωσίασαν άπαντες και δικαίωσαν τον ντόρο που έχουν κάνει γύρω από το όνομά τους. Θα εμφανιστούν και στο φετινό Mammothfest στο Ακόντισμα στην Καβάλα και πιστέψτε με, δεν θέλετε να τους χάσετε.
Όσο οι Ensiferum έκαναν χαμό στο Temple stage, ο Dave Mustaine έκανε μια μεγαλειώδη εμφάνιση στο Main stage. Ήταν η τρίτη φορά που έβλεπα τους Megadeth και με τον Dave πλέον να έχει μεγαλώσει αρκετά, θεωρώ πως, περιέργως, ήταν ένα (τρόπον τινά) άκρως συναισθηματικό live. Αρχή με “Hangar 18” και “Dread and the Fugitive Mind”, με το κοινό να δείχνει την αγάπη του στο σχήμα με κάθε ευκαιρία. Για την ιστορία, ακούσαμε και τα “The Threat Is Real”, “Angry Again”, “The Conjuring”, “Sweating Bullets”, “Conquer or Die!”, “Dystopia”, “A tout le monde”, “Trust”, “Symphony of Destruction”, “Peace Sells” και “Holy Wars… The Punishment Due”. Έλειψαν αρκετά κομμάτια; Ναι! Το ευχαριστηθήκαμε όμως σε κάθε περίπτωση!
Στις 21:35 οι Sepultura άλωσαν την Altar stage. Φορμαρισμένοι και με το εξαιρετικό “Quadra” στις αποσκευές, το συγκρότημα άφησε την καλύτερη γεύση εν όψη της εμφάνισής του στην Αθήνα στα πλαίσια του Release Festival. Τι ακούσαμε; 1 κομμάτι από το “Arise” (το ομώνυμο), 3 από το “Chaos A.D.” (“Territory”, “Propaganda”, “Refuse/Resist”), 2 από το “Roots” (“Ratamahatta”, “Roots Bloody Roots”), 1 από το “Kairos” (το ομώνυμο), 1 από το “Machine Messiah” (το ομώνυμο) και 4 από το προαναφερθέν “Quadra” (“Means to an End”, “Capital Enslavement”, “Guardians of Earth”, “Agony of Defeat”). Ξέρω, οι πιουρίστες και οι πρωτοδισκάκηδες θα γκρινιάξουν, αλλά ευτυχώς για τους υπόλοιπους το σχήμα δεν ασχολείται με δαύτους.
Από την εμφάνιση οδοστρωτήρα των Sepultura, στην αμήχανη παρουσία των Deep Purple, με έναν Ian Gillan που έτρεμαν τα χέρια του. Σωτήριες οι επιλογές του σετ, καθώς το μεγαλύτερο μέρος βασίστηκε σε ένα παρελθοντολάγνο best of, με τις μόνες πιο πρόσφατες στιγμές τα “Uncommon Man” (από το “Now What?!” του 2013), που αφιέρωσαν στον Jon Lord και “Caught in the Act” από το περσινό album διασκευών “Turning to Crime”. Πάντως τα κιθαριστικά solo ανάμεσα στα τραγούδια, όπως και τα αντίστοιχα keyboard solo, τράβηξαν πολύ, αλλά φαντάζομαι πως χρειάζονταν για να δώσουν ανάσες στον Gillan. Highlights για τον γράφοντα τα “Perfect Strangers”, “Space Truckin’” και “Black Night”.
Αρκετός κόσμος μαζεύτηκε στην Warzone για να παρακολουθήσει τους Social Distortion, οι οποίοι στο πρώτο μισό σετ τους δεν είχαν την απαιτούμενη ενέργεια. Το instrumental “Road Zombie” δεν βοήθησε στην έναρξη κι ενώ το “Bad Luck” που ακολούθησε μας ζέστανε κάπως, το live απέκτησε πραγματικό ενδιαφέρον από τα μέσα περίπου και μετά, που ακούσαμε περισσότερα «χιτάκια». Βασικά, αν εξαιρέσουμε το “Tonight” που είναι νέο τραγούδι, από ένα σημείο και μετά κι ως το κλείσιμο, ακούσαμε στη σειρά τα “Don’t Drag Me Down”, “Dear Lover”, “Story of My Life” και τη διασκευή τους στο “Ring of Fire”, οπότε όσοι κατέβουν Μαλακάσα, θα πρέπει να κάνουν υπομονή για να τα χαρούν τα αυτάκια τους.
Headliners της δεύτερης μέρας οι Ghost κι όντας η δεύτερη φορά που τους βλέπω, μπορώ να πω πως το show τους πλέον είναι καλύτερο και πιο ενδιαφέρον, με τον αγαπητό μας πάπα, να είναι πιο ενεργητικός πάνω στη σκηνή και γενικά να μην περιορίζεται στις στατικές ερμηνείες του παρελθόντος. Το σετ βασίστηκε κυρίως στον νέο δίσκο, παίζοντας μάλιστα για πρώτη φορά live το “Griftwood”, ενώ όλα τα album εκπροσωπήθηκαν λίγο-πολύ. Προσωπικά ξεχώρισα τις εκτελέσεις των “Cirice”, “Spillways”, “Ritual”, “He Is” και “Dance Macabre”, ενώ δυστυχώς δεν ακούσαμε το “Square Hammer” λόγω προβλήματος στη φωνή του Tobias Forge. Στον βωμό βέβαια των κλικ, ελληνικό περιοδικό έσπευσε να ανεβάσει ποστ με τίτλο «Οι Ghost έκοψαν πρόωρα την εμφάνισή τους στο Hellfest», αφήνοντας την λάθος εντύπωση, αλλά τι να κάνεις, Ελλάδα γαρ.
Η δεύτερη μέρα έληξε λίγο νωρίτερα για τον γράφοντα, μιας και γείωσα τους Airbounre ελέω της βροχής που έπιασε, η οποία σε συνδυασμό με την ώρα και την κούραση, με έσπρωξε απαλά προς το αυτοκίνητο και τον δρόμο του γυρισμού.
Την Κυριακή ευτυχώς δεν είχαμε τη ζέστη των προηγούμενων ημερών, αλλά τα πόδια άρχισαν να επαναστατούν και να μου υπενθυμίζουν με δεικτικό τρόπο την ηλικία μου, οπότε φρόντισα να κάνω λιγότερες διαδρομές.
Πρώτη στάση της τρίτης μέρας οι Sortilege, οι Γάλλοι heavy metallers οι οποίοι διαλύθηκαν το 1986 και επανήλθαν το 2021. Σίγουρα όχι του γούστου μου, αλλά για τους ντόπιους ήταν μεγάλης σημασίας το live, ειδικά από τη στιγμή που το σχήμα τραγουδάει στη μητρική του γλώσσα.
Σειρά είχαν οι Lacuna Coil. Πρώτη φορά που τους έβλεπα και η αλήθεια είναι πως ήταν καλύτεροι από ό,τι περίμενα. Οι ρόλοι μεταξύ των Andrea Ferro και Christina Scabbia έχουν μοιραστεί σχεδόν ισόποσα, με τον πρώτο πλέον να μην ακούγεται όσο αχρείαστος όσο στο παρελθόν. Έχει δουλέψει τη φωνή του και φαίνεται. Η Christina εννοείται θεάρα με φοβερές ερμηνείες και γενικά ό,τι έπρεπε για εκείνη την ώρα. Highlights τα “Reckless”, “Heaven’s a Lie”, “Our Truth” και “Nothing Stands in Our Way”.
Την ίδια στιγμή, οι Moscow Death Brigade έστησαν το δικό τους επαναστατικό ενσταντανέ στην Warzone ενώ οι Battle Beast έπαιξαν συμπαθητική μπαλίτσα στο Main stage, έχοντας στις αποσκευές τους το “Circus of Doom”, το οποίο είχε την τιμητική του.
Η Doro είναι λατρεία για πολλούς και το ότι 6 από τα 9 κομμάτια που έπαιξε ήταν από εποχής Warlock, έφερε χαρά στους χατζημεταλλάδες που πήγαν να τη δουν, ενώ ταυτόχρονα οι djent progsters Monuments χάιδευαν riffολογικά τα αυτάκια όσων προτίμησαν την Altar stage.
Άλλη μία ευχάριστη έκπληξη του festival, οι Jinjer, τους οποίους θα δούμε την ίδια μέρα με Sepultura στο Release (και headliners τους Slipknot) και πιστέψτε με, αυτό το line up δεν χάνεται. Με 4 full length, 3 EP και 1 live album, έχουν καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να γίνουν μεγάλο όνομα και παρακολουθώντας τους από το “Inhale, Do Not Breathe” EP του 2012 (χωρίς να θεωρώ όλες τις κυκλοφορίες τους εξίσου καλές), θεωρώ πως ζωντανά η μπάντα αποδίδει ακόμα καλύτερα, με την Tatiana Shmailyuk να είναι υπέροχη στη σκηνή.
Το group του Michael Schenker χάρισε στιγμές νοσταλγίας στο Main stage (βλέπε “Doctor Doctor”, “Lights Out” και “Rock Bottom” από UFO), ενώ οι Red Fang γέμιζαν με περισσή ενέργεια το Valley, όπως συνηθίζουν σε κάθε εμφάνισή τους.
Ένα μεγάλο απωθημένο, οι Down, έγινε πραγματικότητα, αλλά η αλήθεια είναι πως τα χρόνια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και τα μέλη δεν έχουν το ίδιο μέγεθος με πριν. Ο Anselmo δυσκολευόταν να βγάλει τα φωνητικά και βασιζόταν κυρίως στα πεταλάκια του για να αποδίδει καλύτερα. Το σχήμα μου άφησε γλυκόπικρη γεύση, μιας κι από τη μία είχαμε μία setlist που πάτησε αποκλειστικά στα 2 πρώτα album των Down (με έφεση στο “Nola” από το οποίο ακούσαμε 8 τραγούδια) κι από την άλλη τη δήθεν μαγκιά στο βλέμμα του Phil, την (κλασική) τσίχλα του και την «προσπαθώ με το ζόρι» χροιά του. Τα υπόλοιπα μέλη (και κυρίως ο θεούλης Kirk Windstein) σίγουρα στέκονταν καλύτερα. Κρατάω τα καλά όμως και προχωράμε.
Μία από τις μπάντες που περίμενε πολύς κόσμος (μαζί κι εγώ) ήταν οι Korn, οι οποίοι ευτυχώς δεν βασίστηκαν στο τελευταίο (μέτριο) album τους και παρουσίασαν μία πολύ καλή greatest hits setlist. Έχοντας δει ξανά την μπάντα το 2005 στη Μαλακάσα, η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη, με τα 17 χρόνια που μεσολάβησαν να έχουν αφήσει τα σημάδια τους και να έχουν περιορίσει κατά πολύ την ενέργειά τους επί σκηνής (λογικό βέβαια).
Τι ακούσαμε; Τα “Here to Stay” (ιδανική αρχή), “Got the Life”, “Falling Away From Me”, “Start the Healing”, “Cold”, “Shoots and Ladders” (με τον Jonathan Davis να σκάει με γκάιντα, ενώ στο τέλος ακούσαμε και λίγο από το “One” των Metallica), “Y’All Want a Single” (με το κοινό να τραγουδάει δυνατά “fuck that, fuck that”), “Somebody Someone”, “Worst Is on Its Way”, “Coming Undone” (με πέρασμα από το “We Will Rock You” των Queen), “Freak on a Leash”, “It’s On / Trash / Did My Time” (σε medley), “Twist”, “ADIDAS” και φυσικά “Blind”.
Παράλληλα, Misery Index και While She Sleeps άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις στην Temple stage και Warzone, αντίστοιχα.
Ένα ακόμα highlight του festival (και της μουσικής γενικότερα), ο Devin Townsend, ο οποίος έκανε το Altar stage να αναστενάξει ξεκινώντας με το “Failure” και κάνοντας περάσματα από διάφορες στιγμές της καριέρας του, είτε στα solo του (βλέπε “Kingdom”, “By Your Command”, “Regulator”, “Deep Peace”, “March of the Poozers”), είτε ως Strapping Young Lad (βλέπε “Aftermath”, “Deadhead”, “Love?”). Καταπληκτικός για μία ακόμα φορά και σε όποιον δεν τον έχει δει ακόμα ζωντανά, εύχομαι να το κάνει σύντομα.
Λογής «παππούδες» έπαιξαν στο festival, αλλά νομίζω πως οι τιμιότεροι όλων, ήταν οι Judas Priest. Μπορεί ο Halford να μην έβγαζε τη φωνή που θα θέλαμε, αλλά η ενέργεια που έβγαλε το σχήμα ξεσήκωσε τον κόσμο στο Main stage, αποθεώνοντας τους metal gods. Ακούσαμε σχεδόν τα πάντα, με έφεση στα «παλιά» και δεν μας χάλασε. Και το “One Shot to Glory” ακούσαμε για αρχή και τα “Lighting Strike”, “You’ve Got Another Thing Comin’”, “Freewheel Burning”, “Turbo Lover”, “Hell Patrol”, “The Sentinel”, “The Green Manalishi”, “Diamonds & Rust”, “Painkiller”, “Electric Eye” και “Hell Bent for Leather” ακούσαμε στην πορεία και τραγουδήσαμε όλοι μαζί στο τέλος τα “Breaking the Law” και “Living After Midnight”. Αναμένουμε τη συναυλία τους στην Αθήνα, στα πλαίσια του Release για να τους χειροκροτήσουμε και εκεί.
Η κορύφωση της τρίτης μέρας άνηκε (δικαιωματικά) στους Gojira, οι οποίοι πραγματοποίησαν (άλλη) μία μεγαλειώδη εμφάνιση. Δεν είναι τυχαίο πως έχουν πατήσει κορυφή και παίζουν headliners σε τόσο μεγάλα festival. Ακούσαμε υλικό σχεδόν από όλα τα album τους, με έμφαση βέβαια στο πιο πρόσφατο “Fortitude”, με «εκπλήξεις» το live ντεμπούτο του “New Found”, όπως και το πέρασμα στο “Space Time”.
Κατά τα άλλα, αναμενόμενος χαμός στα “Born for One Thing”, “Backbone”, “Stranded”, “Flying Whales”, “The Cell”, “Love / Remembrance”, “Hold On”, “Grind”, “Silvera”, “Another World”, “L’enfant sauvage”, “The Chant”, “The Gift of Guilt” και “Amazonia”. Ο ορισμός του καλαίσθητου τεχνικού death (?) metal, με παρουσία που θα μας μείνει ανεξίτηλη.
Ακολούθησαν πυροτεχνήματα που σήμαναν τη λήξη του τριημέρου και για περίπου ένα 10λεπτο ο ουρανός στην Clisson φώτισε με όμορφα χρώματα και με την υπόσχεση να επιστρέψουμε.
Κερασάκι στην τούρτα, ένα ακόμα απωθημένο: οι Running Wild. Με απουσία βεγγαλικών και λοιπών φιοριτούρων, οι αγαπημένοι πειρατές έδειξαν πως δεν το έχουν πλέον και ότι τα show τους δίχως εφέ, δεν μετράνε και πολύ. Ένας κουρασμένος Rock ‘n’ Rolf, σε συνδυασμό με μία συμπαθητική setlist κι ένα μουδιασμένο κοινό, που περίμενε κάτι καλύτερο σίγουρα. Παρόλα αυτά, έγινε check στη λίστα και πάμε για άλλα.
Οι Watain πάντως στο Temple stage στάθηκαν στο black metal ύψος τους, ενώ οι Sick of it All τα έσπασαν όλα στη Warzone, δείχνοντας πως το hardcore punk έχει ακόμα πολύ κοινό που διψάει για καλές εμφανίσεις.
Ένα ακόμα μαγικό Hellfest τριήμερο, γεμάτο μουσική και όμορφες στιγμές πέρασε στην ιστορία και ελπίζοντας πως δεν θα πέσουμε σε άλλες πανδημίες και κακά μαντάτα, θα είμαστε εκεί και του χρόνου για να κουραζόμαστε ευχάριστα και να ιδρώνουμε με νότες. Εις το επανιδείν λοιπόν.
Photos: Cristina Alossi
1253