Heavy Psych Sounds Fest: Day 1 (7/3/2025) Aux live stage

LIVE REPORT

Το περιοδεύον festival της Heavy Psych Sounds (με τη συνεργασία της TMR Entertainment Group) προσγειώθηκε στη χώρα μας και άνοιξε λογαριασμό στην Αθήνα, και ελπίζουμε όλοι να συνεχιστεί και τις επόμενες χρονιές και να καθιερωθεί, διότι το διήμερο 7-8/3 δημιουργήθηκε μία γιορτή της μουσικής και της ελευθεριάζουσας διάθεσης όπου μπάντες και οπαδοί γίναμε ένα σε ένα μοναδικό αλισβερίσι ιδεών και μουσικών.

Το φεστιβάλ υποδέχτηκε τον κόσμο, αντί για τον προγραμματισμένο χώρο του Arch Club, παραδίπλα στο Aux live stage με μία ωριαία καθυστέρηση, χωρίς απαραίτητα να μας ξεβολεύει ή να μας χαλάει τη διάθεση, καθώς στην αναμονή της θέασης των συγκροτημάτων όλα φαινόντουσαν μικρά και ανούσια.

Η πρώτη μπάντα που έκανε ποδαρικό με το αριστερό, το οποίο παραμένει γουρλίδικο, ήταν οι Βρετανοί Alunah, καθότι ταγμένοι στην left hand path ιδεολογία του Hand of Doom. Σαν ήρεμη δύναμη, “αθόρυβα” με τη μουσική της η μπάντα επανέφερε τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του 70s Proto Metal και Doom ήχου με μία νεωτεριστική προσέγγιση στον ήχο.

Έντονη κιθάρα, βαρύ μπάσο και η φωνή της νέας τραγουδίστρια Daisy Savage, απέδειξαν την ικανότητά τους να συνδυάζουν τον σφιχτό doom ήχο με πιο μελωδικές, ψυχεδελικές πινελιές, δίνοντας μια νέα διάσταση στο ιδίωμα.

Όσο περνούσε η ώρα γίνονταν όλο και καλύτεροι με το κόσμο να ανταποκρίνεται με χειροκροτήματα και ασταμάτητο head banging.

Οι Ρωμαίοι Fvzz Popvli ανέλαβαν δράση αμέσως μετά και αποτελούσαν διακαή πόθο του γράφοντα. Έχοντας κυκλοφορήσει προσφάτως έναν εκπληκτικό δίσκο (“Melting Pot”) μας κέρασαν το “Fuzz του λαού” και χαθήκαμε στην Fuzz-οδίνη με τη μουσική τους, η οποία ηχούσε σαν ωδή στον Ty Segall και τις όποιες εκφάνσεις του, στους QOTSA, στις ανεξάρτητες Garage συλλογές των 60s και θα προσθέσω επιλεκτικά τους Dirty Fences και Satans Satyrs.

Το φα(ζ)σαριόζικο τρίο κατάφερε να δημιουργήσει την δική του μοναδική συνθήκη από την αρχή γεμάτη ένταση και ενέργεια που ήταν άμεση και ακαριαία. Ο ήχος τους, μία εκρηκτική μίξη από ψυχεδελική ροκ, fuzz κιθάρες και ρυθμούς που θύμιζαν το πιο ατμοσφαιρικό garage, γέμισε τον χώρο και παρέσυρε το κοινό σε έναν μαγευτικό μουσικό ταξίδι.

Η μπάντα, με την ακαταμάχητη σκηνική παρουσία και την ενέργεια όλων και ιδιαιτέρως του Pootchie, απέδωσε τα κομμάτια με μοναδικό τρόπο, χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο για στατικότητα.

Οι Fvzz Popvli απέδειξαν πως κατέχουν την τέχνη του να δημιουργούν την τέλεια ατμόσφαιρα μέσα από έναν ακατέργαστο και πρωτόγονο ήχο και σίγουρα τράβηξε την προσοχή όλων ακόμα και αυτών που πιθανόν να μην τους γνώριζαν.

Το τέλος της εμφάνισης των Ιταλών σηματοδότησε και την μεγαλύτερη προσέλευση από πλευράς κόσμου, κάτι που καθιστούσε αναγκαία την αναζήτηση καθαρού αέρα έξω από το venue, διότι για κάποιο λόγο ο εξαερισμός ήταν πολυτέλεια και είδος υπό εξαφάνιση μαζί.

Οι Ιταλοί 1782 δυστυχώς δεν έδωσαν το παρόν και οι Sadhus θα ανέβαιναν αμέσως μετά στη σκηνή. Υπό τους ήχους του “I Want To Get High” τα τσογλανάκια, με την καλή έννοια πάντα, των Sadhus αφύπνισαν την καπνιστική κοινότητα και μία θολούρα γέμισε την ατμόσφαιρα μαζί με ένα ηχητικό βαλτώδες Sabbathian haze από μουσικής πλευράς.

Όσες φορές και να τους παρακολουθήσεις από κοντά, είναι δεδομένο ότι θα περάσεις καλά και κάθε φορά είναι και καλύτερη. Η μπάντα ζει για το live και τροφοδοτείται από ερεθίσματα μέσα από αυτό.

Η μπάντα ίδρωσε την φανέλα και με το παραπάνω και μας φιλοδώρησε μεταξύ άλλων με παράνοια, σαπίλα και riffs να τα “πιεις” όλα όπως τους αρμόζει.

Αφού οι Sadhus είχαν προετοιμάσει το κόσμο, στήνοντας το κατάλληλο σκηνικό μουσικά όσο και αισθητικά με τις ανθρώπινες μηχανές καπνού να λιβανίζουν το χώρο, οι Πολωνοί Belzebong ανέλαβαν δράση.

“Bong-Fire-Death” από πλευράς συγκροτήματος για να συμπληρώσω το ρητό με “Βότανα-Riffs-Σατανάς”, οι Belzebong μέρος της Αγίας Stoner Doom πολωνικής Τριάδας (μαζί με Dopelord και Sunnata) ενεργοποίησαν την συνθήκη “ Legalize Drugs and Murder” και μας υπέρ κέρασαν με τις ψυχεδελικές μαστουριόρε Doom μουσικές τους.

Καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισης δεν σήκωσαν κεφάλι, ούτε η μπάντα μα ούτε και εμείς, μπαίνοντας σε μία αέναη λούπα περιστροφικής κίνησης των άκρων με άκρα ρυθμικότητα.

Με το που μπήκαν στη σκηνή, η μπάντα άρχισε αμέσως να προκαλεί αίσθηση με την εντυπωσιακή τους παρουσία. Οι Belzebong δεν έχουν καμία διάθεση για περιττές κουβέντες ή φιοριτούρες.

Ο ήχος τους, βαρύς, αργός και ακατέργαστος, άρχισε να κυριεύει τους πάντες, με το κοινό να απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο της σκοτεινής, και “πράσινης” ατμόσφαιρας που έπλαθαν οι Πολωνοί.

Το μπάσο που «πάταγε» τον ήχο, τα τύμπανα που έδιναν βάρος σε κάθε νότα και οι κιθάρες που «μάτωναν» το fuzz ήταν τα χαρακτηριστικά που έκαναν την εμφάνιση των Belzebong να ξεχωρίσει.

Πέρα από το γεμάτο ατμόσφαιρα Doom/Stoner ύφος τους, είναι η ικανότητά τους να αποδίδουν τα τραγούδια τους με έναν μοναδικό, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο. Η ένταση δεν ήταν απλώς σωματική αλλά και συναισθηματική, με την μπάντα να δημιουργεί έναν αληθινό μουσικό καταιγισμό που απλώς σε παρασύρει.

Με το τέλος της εμφάνισης όλοι ήταν βυθισμένοι στην επίδραση του ήχου, περιτριγυρισμένοι από τα ατελείωτα fuzz riffs και τις βαριές μπασογραμμές και με αυτόν τον τρόπο η συναυλία έκλεισε με την ίδια επιβλητική, εθιστική ενέργεια, αφήνοντας το κοινό να ζητάει μάταια και άλλα.

Με τους Truckfighters να ακολουθούν σαν το άτυπο headline act της βραδιάς, λίγος κρύος αέρας ήταν επιτακτική ανάγκη λίγο προτού βυθιστούμε στην fuzz παράνοια των Σουηδών για πολλοστή φορά.

Δεν έκλεισε χρόνος από την προηγούμενη εμφάνιση τους, στο An πέρυσι το Μάη, και μία από τις αγαπημένες μπάντες του ελληνικού κοινού επέστρεψε ξανά, όχι για να παρουσιάσει καινούριο υλικό, αλλά για να περάσει καλά μαζί μας και να διατηρήσει το μύθο που έχει χτίσει ως μία από τις καλύτερες “ζωντανά” μπάντες πράγμα που επιβεβαιώθηκε εκ του αποτελέσματος.

Αυτή η υπέροχη σχέση που έχουν φτιάξει μαζί μας βάζει κάθε φορά τις βάσεις για το καλύτερο δυνατό συναυλιακό αποτέλεσμα, με τον καλοπροαίρετο παλιμπαιδισμό που επιδεικνύουν οι “Ozo” και “Dango” επί σκηνής και την υπερκινητικότητα τους να στέκεται σε περίοπτη θέση αρκετά “High”.

Από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο της εμφάνισης τους, η μπάντα άρχισε να δίνει ρυθμό και ένταση με την επιβλητική και έντονη fuzz κιθάρα του Niklas “Dango” Källgren και την ατμοσφαιρική μπασογραμμή του Oskar “Ozo” Johansson δημιουργώντας ένα “wall of sound”, που γέμισε το venue και έβαλε αμέσως το κοινό σε τροχιά μανίας.

Το γεγονός ότι έχουν τον ίδιο drummer, καθότι γνωστή η μάστιγα της φυγής αυτών, δείχνει ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο και αποπνέουν υγεία. Η μπάντα, παρά το χαλαρό της παρουσιαστικό, έδειξε αμέσως πως διαθέτει μία ανατριχιαστική και απύθμενη ενέργεια πάνω στη σκηνή καθώς εμφανίζονται πάντα εντυπωσιακοί όταν παίζουν ζωντανά, και αυτή η συναυλία δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Δυστυχώς για αρκετή ώρα ένα ανεπιθύμητο βουητό από τον ενισχυτή του “Dango” ακολουθούσε τα τραγούδια με αποτέλεσμα να τα αποχαρακτηρίζει, μέχρι που βρέθηκε λύση και ισορρόπησαν τα πράγματα και όλα κύλησαν ομαλά στη συνέχεια.

Η επιλογή του setlist είχε έναν best of χαρακτήρα κάτι που ενθουσίασε το κοινό, το οποίο δεν σταμάτησε να χορεύει και να τραγουδά μαζί τους. Κάθε τραγούδι εκτελέστηκε με την ίδια αυθεντικότητα και πάθος που τους χαρακτηρίζει σε κάθε τους εμφάνιση, κάτι που προσέφερε μία αληθινή εμπειρία Desert/Fuzz Rock.

Ως γνωστόν δεν λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή, όπως και το “Desert Cruiser” σαν τελευταίο κομμάτι, ρίχνοντας την αυλαία της πρώτης μέρας του φεστιβάλ. Και μπορεί να φωνάζαμε “I Am Running Out of Fuel/I Am Running Out of Gas”, όμως είχαμε κρατήσει κάποια αποθέματα για την όποια συνέχεια.

Στο τέλος της συναυλίας, το κοινό αποθέωσε τους Fuzz-οκράτορες που διατήρησαν τα σκήπτρα με περίσσια άνεση και απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι είναι μία μπάντα που ζει και αναπνέει για τη σκηνή, δίνοντας τα πάντα σε κάθε live τους.

Αν κάτι ήταν σαφές από την εμφάνιση αυτή, είναι πως οι Truckfighters παραμένουν στην κορυφή του Desert/Fuzz rock, συνεχίζοντας να μας χαρίζουν συναυλίες γεμάτες αληθινή μουσική ενέργεια και αυθεντικότητα.

Η πρώτη μέρα στέφθηκε με επιτυχία χαραγμένη στα πρόσωπα του κόσμου που χανόταν στα στενά, και αποτυπωμένη στα διάπλατα χαμόγελα και στα “κόκκινα” μάτια, ως δείγμα πιστοποίησης της καλοπέρασης.

Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου

73
About Βασίλης Χατζηβασιλείου 386 Articles
Ο Βασίλης (a.k.a Eloy) προσπαθεί καθημερινά να συνθέσει το soundtrack της ζωής του βασιζόμενος στο αγαπημένο του τρίπτυχο "αγάπη, φαντασία και πειραματισμός". Προτιμά οι μουσικές του αναζητήσεις να είναι βαριές, θορυβώδεις και ταξιδιάρικες...