HAREM SCAREM: “Change The World”

ALBUM

Το Toronto είχε αργήσει να βρει τον δικό του πρεσβευτή στον δημοφιλή τότε χώρο του μελωδικού hard rock. Οι “δικοί” του ήρωες που πρωτοεμφανίστηκαν το 1987, κυκλοφόρησαν την πρώτη τους δουλειά, το ομότιτλο άλμπουμ, το 1991, όταν όλο το ιδίωμα είχε αρχίσει να φθίνει μπροστά στις αλλαγές και τις επίκαιρες μόδες της μουσικής βιομηχανίας. Το συνηθισμένο καταφύγιο της Ιαπωνίας και η πατρίδα τους, ο Καναδάς, τους έδωσε μια σεβαστή ανάσα αναγνώρισης και έτσι χάραξαν μια διαδρομή που κράτησε ως το 2008. Ακολούθησε μια ανάπαυλα πέντε χρόνων, και από το 2013 οι Harem Scarem βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της Frontiers, προσφέροντας φέτος το 15ο άλμπουμ της καριέρας τους.

Με το βασικό πυρήνα του τραγουδιστή Harry Hess και του κιθαρίστα Pete Lesperance να δουλεύουν αρχικά ανεξάρτητα τις συνθέσεις για ένα εξάμηνο, και με τη συνδρομή του μπασίστα Mike Vassos και του ντράμερ Creighton Doane, μπήκαν έτοιμοι στα Vespa Studios του Toronto. Οι HS έχουν παγιώσει ένα ύφος που τους χαρακτηρίζει και αυτό το προστατεύει η μεγάλη πια εμπειρία τους αλλά και η τακτική να μην ακούνε άλλη μουσική του χώρου τους. Παράλληλα, δεν διστάζουν να ομολογήσουν πως το θεωρούν άμεσο στόχο του τρόπου που δουλεύουν και γράφουν μουσική, να δώσουν στους ακροατές τους αυτό που περιμένουν. Μακριά λοιπόν από εκπλήξεις και αποκλίσεις έρχεται το “Change The World”, να ζωντανέψει με έναν αμιγώς hard rock ήχο, με ελάχιστα keyboards, μια ιδιαίτερη AOR αισθητική στις μελωδίες και το ύφος, και ο συνδυασμός αυτός είναι εν μέρει ένα χαρακτηριστικό τους.

Ένα ισορροπημένο άλμπουμ 11 τραγουδιών φανερώνει, με αυτή την απουσία ισχυρών μεταπτώσεων ανάμεσα στα τραγούδια, την τακτική τους να δουλεύουν ακριβώς μόνο πάνω σε συνθέσεις που θα μπουν τελικά στο δίσκο μέχρι την τελική τους μορφή. Πέρα από την αναγνωρίσιμη πια φωνή του Hess, η σπουδαία δουλειά του Lesperance, που πάντα στόχευε στις ιδιαίτερες μελωδίες των leads και τα πετυχημένα riff παρά στη διαδρομή προς έναν εκτυφλωτικό ήρωα της κιθάρας, θα φροντίσει να κρατήσει απασχολημένο τον ακροατή ως την τελευταία στιγμή. Οι HS μοιάζει να απολαμβάνουν αλλά και να ανταμείβονται από αυτή τη συνεπή τακτική της βεβαιότητας που διατηρούν μέχρι και στο artwork του Andre Blekkmark, που συνεργάζεται μαζί τους στα τέσσερα τελευταία άλμπουμ.

Μετά το διστακτικό άνοιγμα του ομότιτλου τραγουδιού και το μήνυμα της αναγκαιότητας να αλλάξουμε για να επιβιώσουμε στον πλανήτη, η συνέχεια έχει ένα πολύ ισχυρό σερί χαρακτηριστικών τραγουδιών με τα εξαιρετικά “Aftershock”, “Searching For Meaning” και “The Death Of Me”. Το “Mother Of Invention” που φλερτάρει αρκετά με μπαλάντα, καταφέρνει να κρατήσει ζωντανή την ψυχή των προηγούμενων τραγουδιών και υποστηρίζεται από ένα ρεφρέν βεντούζα. Το “In The Unknown” έχει αυτή τη ροή και το αέρα του radio single και θα τις κερδίσει τις επαναλήψεις του, ενώ το “Fire & Gasoline, ένα από τα αγαπημένα του Lesperance, ανεβάζει την ένταση και οδηγεί τη φαντασία σου στη ζωντανή του απόδοση επί σκηνής, όταν φυσικά επιστρέψει η κανονικότητα. Το γκρουπ είχε προγραμματίσει μια ευρωπαϊκή περιοδεία αμέσως μετά την κυκλοφορία, αλλά έπεσε κι αυτή θύμα του “Covid -19”.

Κάπως έτσι λοιπόν, χωρίς τυμπανοκρουσίες και υπερβολές, οι βετεράνοι Καναδοί έφεραν με τον ψύχραιμο κανόνα τους άλλο ένα άλμπουμ σεβαστής hard rock αξιοπρέπειας, μέσα στο οποίο ο καθένας φίλος του χώρου θα βρει σίγουρα τουλάχιστον 3-4 εμμονικά τραγούδια για το αντίστοιχο συγκεντρωτικό πάζλ της χρονιάς.

615
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…