GUNS N’ ROSES: “Use Your Illusion I”

MONUMENT

Hello ladies (έχουμε retro αναγνώστριες; θα χαρώ πολύ!) and gentlemen (από αυτούς έχουμε)!

Βράζει η πλάση από τη ζέστη, ντάλα καλοκαίρι στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, οι κατάλληλες βραδιές για επαναφορά σε“καλοκαιρινά” σκούσματα που σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά, soundtracks εμπειριών για “νεολαίους” οι οποίοι ανατράφηκαν με το Ikari Warriors, το Outrun, τα φλιπεράκια, τα Wonderboys, το “Karate Kid”, τον Michael Knight, τους Dukes και την Samantha Fox! Και όταν μιλάμε για καλοκαιρινά ακούσματα, υπάρχει πιο τεριαστός όρος από το hard rock των δυτικών U.S., του αλμυρισμένου από τον Ειρηνικό Ωκεανό, του γαλοχημένου στα drugs, στα parties και στα στήθη της Πάμελα Άντερσον;

Οι θαμώνες της στήλης έχουν καταλάβει πιθανόν την ιδιοτροπία μου να περιγράφω albums που παρέμειναν στην σκιά κάποιων αριστουργημάτων τα οποία και αναγόρευσαν τους δημιουργούς τους ως θρυλικούς. Έτσι, παρουσιάστηκε π.χ. το “Piece of Mind” των Iron Maiden αντί του “Number of the Beast”, το “Rainbow” των Rainbow αντί του “Rising”, το “Sheer Heart Attack” των Queen αντί του “Kind of Magic” και αρκετά άλλα επίσης αριστουργηματικά έργα που το μόνο τους “ελάττωμα” ήταν ότι οι εποχές ήταν τέτοιες που η hit-οποίηση της μουσικής βιομηχανίας έμοιαζε σαν να θέλει να βγει από τη μύγα ξίγκι, απομυζώντας κάθε ικμάδα κέρδους από τα αντίστοιχα προϊόντα τα οποία, σε έναν κόσμο που δεν είχε πέσει ακόμη στην άβυσσο της πληροφορίας, καλά κρατούσαν στο mainstream εμπορικό ακροατήριο.

Έτσι λοιπόν, η αναφορά αυτή τη φορά θα έχει ως αντικείμενό της ένα εξαιρετικό διπλό album από μια μπάντα που αποτελεί την επιτομή τόσο του όρου “U.S. hard rock” όσο και της έννοιας “rock n’ roll dream”. Tους Καλιφορνέζους Guns n’ Roses και το διπλό “Use Your Illusion” το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια ημέρα σε δυο μέρη μέσω της γιγαντιαίας Geffen Records. Και αποφεύγοντας τους wiki-σμούς, μιας και ο καθένας πλέον μπορεί με ένα κλικ στο διαδίκτυο να βρει τα πάντα, ας γράψουμε δυο λόγια για το background αυτής της κυκλοφορίας.

Βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του 1990 και παρόλο που είναι αισθητή ήδη η αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος διάθεσης λόγω πολλών γεγονότων, πρωτόγνωρων για τα δεδομένα της εποχής (κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ε.Σ.Σ.Δ., πόλεμος του Κόλπου), στο America φαίνεται σαν να μην άλλαξε τίποτα και η παραίσθηση της ευημέριας καλά κρατεί. Το american dream προβάλλεται μετά μανίας από τα προωθητικά μέσα της εποχής. Tv, κινηματογράφος, τύπος και φυσικά και η μουσική βιομηχανία βρίσκονται στην ακμή τους παρουσιάζοντας την (προφητικά) παντοδυναμία των διάφορων medias.

Μια παρέα από το L.A. η οποία προσωποποιεί αυτήν την “χαρά” είναι και οι Guns N’ Roses οι οποίοι βρίσκονται ήδη κάμποσα χρόνια στην κορυφή της προωθητικής διαδικασίας πολλών μουσικών φορέων. Όλοι θυμούνται (φαντάζομαι) το τεράστιο ωστικό κύμα του debut “Appetite for Destruction” και ειδικότερα τα αιώνια hits τους “Welcome to the Jungle”, “Paradise City” και “You Could be Mine” τα οποία τους μετέτρεψαν το 1987 εν μια νυκτί κολοσσιαίο όσο και απόλυτα αναγνωρίσιμο μέγεθος της μουσικής βιομηχανίας. Η πεντάδα των Axl Rose (φωνητικά), Slash (lead κιθάρα), Izzy Stradlin (ρυθμική κιθάρα), Duff McKagan (μπάσο) και Steven Adler (drums) απέκτησε τεράστια αίγλη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καθιστώντας τους ήρωες μιας ολόκληρης γενιάς που είχε ήδη κουραστεί από το ανέμελο hair / glam rock που επικρατούσε όσο και από το, όλο και πιο εγκολπωμένο στα κλισέ, heavy metal της εποχής και αυτό το album είχε τόσο ισχυρές δόσεις ζωντάνιας και ενθουσιασμού που όντως απετέλεσε φορέα φρέσκου αέρα στα hard rock δρώμενα της εποχής.

Μετά από αλλεπάλληλες περιοδείες και ένα (σχετικά) καλό αν και μικρό (σε διάρκεια) βήμα με το επόμενο album “Lies” ήρθε η ώρα για την επόμενη κίνηση. Αποχωρεί ο drummer Steven Adler που έχει φοβερά προβλήματα με τα ναρκωτικά τα οποία έχουν σαν αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά να μην μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς της μπάντας και εισέρχεται ο έμπειρος πλέον στις music business Matt Sorum ο οποίος προήλθε από άλλο ένα φημισμένο όνομα, τους The Cult.

Συνθετικά, τα ηνία έχει αναλάβει κυρίως ο Axl Rose ο οποίος αποδεικνύει ότι δεν ήταν απλά ένας ακόμη “μοντέλος” που το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να σαγηνεύει τον γυναικείο πληθυσμό με τις “φιδίσιες” χορευτικές φιγούρες του επί σκηνής. Ο έτερος συνθετικός πόλος είναι ο – κατά βάση bluesman – κιθαρίστας Izzy Stradlin ο οποίος συνυπογράφει αρκετά κομμάτια (και τραγουδά ο ίδιος σε τρία από αυτά). Είναι πλέον εμφανές ότι οι Guns έχουν πλέον αποφασίσει να γίνουν πιο “σοβαροί” θυμίζοντας στον κόσμο ότι εκτός από ένα σχήμα που προβάλλει το american dream και το γλεντζέδικο κλίμα ολόκληρης της δεκαετίας, είναι μουσικοί που προσπαθούν να εκφραστούν με όπλο τα όργανά τους. Και αυτή η “ωριμότητα σκέψης” εκφράστηκε με τα “Use Your Illusion” στα οποία ενώ το ύφος παραμένει σταθερά στο hard rock, αυτό πλέον έχει εμπλουτιστεί με πολλά νέα στοιχεία, είτε στις ενορχηστρώσεις που είναι πλέον πιο πομπώδεις και αναδεικνύουν κάποιες καλά κρυμμένες πτυχές με επιρροές που η εστία τους είναι τα blues, ενίοτε το heavy metal, η κλασσική μουσική αλλά ακόμη και το punk rock.

Το πρώτο μέρος του “Use…” με μια λέξη περιέχει κομματάρες οι οποίες παρά την “σουποποίηση” που υπέστησαν πολλές εξ αυτών με αποτέλεσμα να μην θέλω πλέον να τις ακούω, δεν αναιρούν το -ρες της κατάληξής τους! Τουλάχιστον ισάξιας δυναμικής και εφευρετικότητας με το φημισμένο debut τους και με απόλυτα δικαιολογημένη την εκτόξευση του ήδη πανύψηλου status της μπάντας, παγιώνοντας τη θέση τους στην elite της μουσικής βιομηχανίας και με την ομάδα παραγωγής όσο και τις στρατηγικές επιλογές του management να αποτελούν επίσης μεγάλα credits. Κομμάτια με πιο “σοφιστικέ” στιχουργική θεματολογία που απέχει από την νεανική αφέλεια καθώς διαπραγματεύονται επί τω πλέιστω προσωπικά θέματα των μελών της μπάντας καθώς και αναφορές στα προβλήματα ναρκωτικών που αντιμετώπιζαν.

Εκτελεστικά; Δεν έχω να πω κάτι άλλο πέρα από το εμφανές εξελιγμένο επίπεδο πλέον των μουσικών. Μελετημένα δομικά μέρη, πρόσθετη “αλητεία” στη riffολογία και συμπαγή ομιλούντα solos από τον Slash (με μοναδικό εξοπλισμό τον Marshall ενισχυτή του και τίποτα άλλο, ούτε πεταλιέρες, ούτε εφέ) και συμπαγέστατο ρυθμικό υπόβαθρο από τον Duff, τον Izzy και τον Sorum ενώ και ο session-άς Dizzy Reed με τα keyboards του έδωσε άλλον αέρα στις συνθέσεις. Αυτός που δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου σε ύφος και απόδοση είναι ο Axl Rose ο οποίος παραμένει το σαγηνευτικό “τσογλάνι” που χορεύει με ιδιαίτερο τρόπο στα live.

Ανέφερα παραπάνω τη λέξη “κομματάρες”. Ναι, σε συντριπτικό ποσοστό, όλα τα κομμάτια έχουν κάτι ιδιαίτερο και ενδιαφέρον να δώσουν. “Right Next Door To Hell” και από τα πρώτα γκάζια καταλαβαίνεις που το πάνε. Σχεδόν punk rock σε στυλ και απόδοση, στιβαρές μπασογραμμές και βρωμιά. Τι να πεις για το “Dust N’ Bones” με τον Izzy στα φωνητικά που ζέχνει blues-ιά με μια essence από Beatles rock και φοβερό solo από τον Slash; 10άρι ακατέβατο.

Η συνέχεια παρουσιάζει τα δυο πρώτα μεγάλα hit του album. Το “Live and Let Die”, μια διασκευή σε τραγούδι του Paul McCartney και του σχήματος του Wings, μεταλλάσσεται ιδανικά, ανάγοντας το πνεύμα των 70’s στην τρέχουσα δεκαετία. Υπερσύγχρονος ήχος, κλασσικές αναφορές, οξύμωρα θετικής αύρας επίλογος, το κομμάτι θα μπορούσε να αποτελεί το ιδανικό φόντο ως επιλογή για μια action ταινία της εποχής και ως τέτοιο παρέμεινε στην ιστορία, πολυβραβευμένο και αναγνωρίσιμο δια παντός. Το ίδιο συμβαίνει και με το “Don’t Cry”, μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μπαλάντες του ρεύματος. Σύνθεση η οποία γράφτηκε από μια κοπέλα που ονομαζόταν Monique Lewis και μετουσιώθηκε από κοινού από τους Rose και Stradlin, το single αυτό έγινε το απόλυτο icon για τις σπαραξικάρδιες στιγμές πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στη Γη.

Τα “Perfect Crime” και “Dead Horse” θα τα χαρακτήριζα σαν την κυριότερη επιρροή των Led Zeppelin. Φουριόζικο ολιγόλεπτο rock και στα δυο tracks τα οποία επαναφέρουν την αδρεναλίνη σε υψηλά επίπεδα.

“You Ain’t The First” και πάλι με τον Izzy πίσω από το μικρόφωνο, ένα κομμάτι που είναι ο ορισμός της U.S. blues παράδοσης, ακουστικό, με slide απαρομόρφωτες κιθάρες εξαιρετική στιγμή που δείχνει έκδηλα τις καταβολές της μπάντας όπως το ίδιο κάνει και το “Bad Obsession”, ένα κομμάτι που εστιάζει στα προβλήματα που είχαν όλα τα μέλη με τα ναρκωτικά (πριν καν γίνουν γνωστοί στο ευρύ κοινό) και με την εκλεκτή συμμετοχή του αλήτη (και μέντορα συνολικά όλης της τεχνοτροπίας των Guns) Michael Monroe των Φινλανδών Hanoi Rocks στην φυσαρμόνικα.

“Back Off Bitch” τραχύ και δυναμικό, αχνοφαίνεται ο δεσμός με το “Appetite…” πράγμα φυσιολογικό μιας και γράφτηκε πριν την κυκλοφορία του πρώτου album και αποτελεί μάλλον ένα “εκδικητικό” ξέσπασμα του Axl προς μια πρώην κοπέλα του που τον “έστειλε” λόγω του οξύθυμου χαρακτήρα του και όπως φαίνεται το κράτησε “μανιάτικο” το παιδί και είπε να τα χώσει τραγουδιστά. Γρήγορο και ζωηρό, συνθέτει μια σίγουρη δυάδα με το “Double Talkin’ Jive” με τον Izzy για τρίτη και τελευταία φορά πίσω από το μικρόφωνο, μια καλή γκρουβιά καθαρού hard rock με έξοχο solo αλλά και το “Garden Of Eden” και “Don’t Damn Me”, γρήγορα, ενθουσιώδη κομμάτια που ίσως να είναι ο καλύτεροι ορισμοί του τι θα πεί Guns n’ Roses rock, πραγματικά trademarks.

Για το “November Rain” δεν χρειάζονται και ιδιαίτερες συστάσεις, έτσι δεν είναι; Πασίγνωστη μπαλάντα (και μέσο να σας πρήζονται τα μαλακά μέρη της ανατομίας σας στα social medias κάθε φορά που μπαίνει ο Νοέμβρης) με νεοκλασική δομή, έγινε γνωστό σε όλο τον πληθυσμό της Γης από το high budget video που προβλήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης γιγαντώνοντας ουσιαστικά το όνομα των Guns και σημείο κλιμάκωσης το solo part του Slash ο οποίος μαγεύει για άλλη μια φορά.

Κορυφαίες στιγμές του album είναι ένα single το οποίο ουδέποτε έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε και αναφέρομαι στο θαυμάσιο “The Garden”, μια επίσης κομματάρα η οποία ακολουθεί ένα καλλιτεχνικό μονοπάτι ανάλογο του τεράστιου guest που συμμετέχει και δεν είναι άλλος από την αυτού μεγαλειότητα Alice Cooper, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του και αναμενόμενα αποδίδει άριστη ερμηνεία παρέα με τον Axl. Πολύ καλό και το “Bad Apples¨το οποίο κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι μια alternative version του “Welcome to the Jungle” και θα έχει απόλυτο δίκιο μιας και η δομή, τα ρεφρέν και το solo του πατάνε γερά στο αιώνιο hit.

Στον επίλογο; Το “Coma”, το μεγαλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει οι Guns μιας και διαρκεί 10 και κάτι λεπτά και αφηγείται με περιπετειώδη (εώς και εφιαλτικό) τρόπο κάποια από τα overdoses του Slash, “διανθισμένο” με εφέ που παραπέμπουν σε νοσοκομείο, ακουστικά desert περάσματα, ανθεμικό ρεφρέν και αρκετά progressive υφή (σε σχέση φυσικά με το υπόλοιπο straight rock υλικό).

Όπως είπα και στην αρχή, αν το “Appetite for Destruction” παρουσίασε μια δυναμική μπάντα που ώθησε χιλιάδες νεαρούς να αρπάξουν μια κιθάρα διοχετεύοντας την οργή τους, τα “Use Your Illusion” (το δεύτερο μέρος θα αναλυθεί σε επόμενο τεύχος του Retro Planet) ήταν η απτή τεκμηρίωση της λυρικής πλευράς αυτών των ισχυρότατων προσωπικοτήτων, μια πιστοποίηση που μεταφέρθηκε στο ευρύ κοινό με σαφή διάθεση να το πείσουν για την μουσική τους αξία. Εμπορικά τα πήγε κι αυτό περίφημα αλλά έτσι κι αλλιώς κανένας αριθμός αντιτύπων δεν καθορίζει την πραγματική αξία μιας δουλειάς (κάτι που ίσχυε, ισχύει και φυσικά στον κόσμο της πληροφορίας πλέον θα ισχύει εσαεί). Και ο απόλυτος κριτής δεν είναι άλλος παρά τα αυτιά σου φίλε αναγνώστη ακροατή.

Παίρνεις αγκαλιά το καφάσι σου, πατάς το play και αφήνεις το μυαλό σου να γλεντήσει, κάτι που κάναμε άλλωστε και όλοι εμείς οι “δεινόσαυροι” εκείνες τους καιρούς, εποχές που πέταγες πετραδάκι στο τζάμι της κοπέλας σου γιατί δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα για αναπάντητες κλήσεις, εποχές που ο κόσμος επικοινωνούσε κοιτώντας τον άλλον στα μάτια και όχι μέσω chatting με καρδούλες, likes, emojis και λοιπές τεχνολογικές παπαριές, εποχές που έκανες air guitar από την γκαύλα του ηλεκτρισμού και ένιωθες κοινωνός αυτού του μαγευτικού, εθιστικού φαινομένου που έβγαινε από τα ηχεία.

Αυτά, υγεία σε όλους μέχρι να τα ξαναπούμε για το part II, καλό φθινόπωρο (πλέον), να διαβάζετε το περιοδικό και όπως πάντα, λαβ όνλι!


Το κείμενο έχει δημοσιευθεί αρχικά στο έντυπο περιοδικό για υπολογιστές Retro Planet


2083
About Ιορδάνης Κιουρτσίδης 1200 Articles
Ανακατεμένος με το heavy metal εδώ και 3,5 δεκαετίες, retro computer fan, δεν αντέχει τον Μόρισον και τον Κομπέιν, πίνει διπλό γλυκύβραστο και λατρεύει τις mini σοκοφρέτες υγείας.