GREEN CARNATION

INTERVIEW

Οι Green Carnation είναι ένα συγκρότημα από εκείνα που με συγκίνησαν όταν ακόμη ήμουν νεότερος και συχνά πυκνά γυρνούσα στη δισκογραφία τους για να αναπολήσω εκείνες τις εποχές. Με μεγάλη χαρά αποδέχτηκα την πρόκληση να επικοινωνήσω με τον Kjetil Nordhus, τραγουδιστή των Νορβηγών GREEN CARNATION, που επισκέπτονται τη χώρα μας παρέα με τους Moonspell.

Καλησπέρα, Kjetil! Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Το δεύτερο album σας, “Light of Day, Day of Darkness”, στιγμάτισε τα νιάτα μου όταν ήμουν 20 χρονών. Το βερφικό γέλιο στην εισαγωγή έμεινε στη μνήμη και τώρα που είναι γονέας έχει άλλη σημασία για μένα. Επιπλέον, έμοιαζε σαν ρίσκο στα αυτιά μου να κυκλοφορεί κανείς έναν δίσκο που περιέχει ένα μόνο μακρύ σε διάρκεια κομμάτι. Τι αντιδράσεις υπήρχαν τότε; Τι θυμάσαι από τις ηχογραφήσεις; Ήταν δύσκολο να δουλεύεις πάνω σε ένα τέτοιο project; Και επιπροσθέτως το πρώτο σου με τους Green Carnation.
Καλησπέρα, Δημήτρη. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Όντως ήταν το πρώτο μου με τους GC και το πρώτο μου σαν τραγουδιστής γενικά. Όταν μου ζητήθηκε να μπω στην μπάντα δεν είχα καμιά εμπειρία ή γνώση για να καταλάβω το μέγεθος ενός τέτοιου εγχειρήματος, ή την πολυπλοκότητα και τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Αν ήξερα, είμαι σχεδόν σίγουρος πως θα είχα απορρίψει την προσέγγιση αυτή. Ευτυχώς όμως, δεν το έκανα. Ναι, τα πάντα στο “Light of Day, Day of Darkness” ήταν τελείως αντισυμβατικά και το album δεν θα ήταν το ίδιο αν είχαμε κάνει συμβιβασμούς. Για παράδειγμα, αν το είχαμε χωρίσει σε μικρότερα κομμάτια, οι ακροατές ίσως να μην το είχα απορροφήσει εξ ολοκλήρου, ενώ τώρα τρόπον τινά τους εξαναγκάζουμε με το να είναι ένα ενιαίο κομμάτι. Και θεωρώ πως αυτή η λεπτομέρεια είναι εξαιρετικά σημαντική βλέποντας πόσο σημαντικό είναι το album για τόσους ανθρώπους στον κόσμο.
Δεν είχαμε φοβερά υψηλές προσδοκίες για το πώς το album θα καλωσορίζονταν. Ξέραμε πως είχαμε κάνει κάτι πως δεν είχαν κάνει πολλοί πριν και δεν το δημιουργήσαμε ακριβώς για εμπορική επιτυχία. Έχοντας πει αυτό, να δηλώσω πως ήμασταν πολύ περήφανοι για το αποτέλεσμα, όπως συνήθως γίνεται για κάθε δημιουργία/κυκλοφορία νέας μουσικής. Όταν οι άνθρωποι συνδέονται με αυτό που έχεις κάνει, είναι απλά ένα τεράστιο big. Οι περισσότερες μπάντες δεν το ζουν σε τέτοιο βαθμό, αλλά έχουν το δικαίωμα να είναι περήφανες για τη μουσική τους.

-Από τότε η μουσική σας ακούγονταν λίγο proggy, πράγμα όχι ιδιαίτερα δημοφιλές τότε στα στενά όρια του metal. Ποιο είναι το μουσικό σας background;
Χαχα, ναι, υποθέτω πως θα ήταν σωστό να πεις κανείς πως δεν ήμασταν ποτέ συγκρότημα που λάμβανε υπόψη του το τι ήταν δημοφιλές εμπορικά. Έχουμε σχετικά ευρεία ποικιλία ως μουσικό υπόβαθρο, ίσως για αυτό ακουγόμαστε όπως ακουγόμαστε. Για παράδειγμα, ο Tchort, που ήταν μέρος του Νορβηγικού black metal στις πρώτες του μέρες και έχει υπάρξει μέλος σε δεκάδες extreme metal σχήματα. Παρόλα αυτά, είναι ο μεγαλύτερος οπαδός των Pink Floyd στους GC. O Stein Roger (μπάσο) είναι βαρύτατα εμπνευσμένος από την country και την pop. Παράλληλα όμως, είναι και ο μεγαλύτερος οπαδός των Black Sabbath στην μπάντα. Εγώ πάλι, ενώ ακούω περισσότερο παλιά μουσική (αρκετά late 60s τελευταία), είμαι εκείνος που στην μπάντα που είναι πιο ενημερωμένος στην σημερινή μουσική. Δεν νομίζω πως ο Bjørn (κιθάρα) έχει ακούσει οτιδήποτε που έχει κυκλοφορήσει μετά το 1990. Ο Kenneth (πλήκτρα) μεγάλωσε με τα blues, ενώ ο Jonathan (τύμπανα) γεννήθηκε στη Χιλή και έχει παίξει σε αρκετά salsa σχήματα με τον πατέρα του.

Ξεκίνησα αργά το τραγούδι, όταν ήμουν 26 ετών όταν ηχογραφούσα το πρώτο μου album (“Light of Day, Day of Darkness”). Πριν από αυτό ήμουν μπασίστας σε διάφορα συγκροτήματα και μεγάλωσα παίζοντας κιθάρα στο δωμάτιο μου. Άρχισα να γράφω μουσική από αρκετά μικρή ηλικία, αλλά δεν πίστευα πως θα συνέχιζα να το κάνω στα 50 μου.

Έχουν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια από την κυκλοφορία τους “Light of Day, Day of Darkness”. Σκεφτήκατε καθόλου να το ξαναπαίξετε ολόκληρο όπως το 2016; Ίσως σε συνεργασία με μια συμφωνική ορχήστρα;
Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως δεν θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι ίδιο. Δεν πιστεύω στο να αναπαριστάς κάτι τόσο μοναδικό. Έχοντας πει αυτό όμως, είμαι πεπεισμένος πως το “Light of Day, Day of Darkness” θα ξαναπαιχτεί ολόκληρο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Έχουμε σκεφτεί τη χρήση συμφωνικής ορχήστρας, όποτε ίσως αυτό που λες συμβεί μια μέρα. Αλλά δεν έχουμε σχέδια τέτοια προς το παρόν.

Από που αντλήθηκε έμπνευση για τους στίχους του album; Έχει αλλάξει με τα χρόνια η πηγή έμπνευσης; Ερεθίζεστε από τα ίδια πράγματα και σήμερα;

Θεωρώ πως σε γενικές γραμμές εμπνεόμαστε από κοντινά μας πράγματα και τον κόσμο γύρω μας. Και οι δυο αυτοί παράγοντες συνεχώς αλλάζουν, οπότε μαζί τους και η έμπνευση. Ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός τόπος σήμερα σε σχέση με μόλις λίγα χρόνια πριν, και πιθανότατα να είναι διαφορετικός σε λίγα ακόμη χρόνια. Προσωπικά, εμπνέομαι κυρίως από στιγμές και προσπαθώ να αναπτύξω στίχους από εκείνη τη στιγμή.

Σε δαιμονισμένη φόρμα επιστρέψατε μετά με το “A Blessed in disguised” που κατέλαβε το stereo μου για μεγάλο μέρος του 2003. Ένα καλοντυμένο αγόρι ποζάρι στο εξώφυλλο. Ήταν το τραγούδι “Lullaby in Winter” (από τα αγαπημένα μου) αφιερωμένο σε εκείνο το αγόρι;
Σε ευχαριστώ για αυτό. Μου αρέσει η ιδέα πως ήταν γραμμένο για εκείνο το αγόρι. Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσες να το πεις, σε γενικές γραμμές. Έγραψα τους στίχους σαν ένα καθησυχαστικό νανούρισμα για όποιον το είχε ανάγκη. Για παράδειγμα, εκείνο το αγόρι.

Το επόμενο album, “A Quiet offspring” (2005), ήταν μια μικρή στροφή σε πιο alternative metal χωράφια, αλλά το δίχως άλλο υπέροχο. Ακούγοντας όλα αυτά τα albums ξανά τώρα, φαίνεται πως μια κλωστή που τα κρατάει σε κοινό άξονα είναι εκείνο ο 70s hammond ήχος. Ποια είναι η σχέση σας με εκείνη τη δεκαετία; Ποιο από τα τότε albums πιστεύεις πως κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει στη συλλογή του;
Νομίζω πως το σωστό είναι να πει κανείς πως οι Green Carnation αποτελούνται από μέλη με εκπληκτική ποικιλία σε επιρροές και μουσικό γούστο. Όμως, πιστεύω πως καθένας μας έχει μια στενή σχέση με εκείνη τη δεκαετία. Πολύ δύσκολο να απαντήσω ποιο θα έπρεπε όλοι να έχουν, αλλά αυθόρμητα θα παω λίγα χρόνια πιο πίσω και θα διαλέξω το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” (Beatles) του 1967, ένα album που γιορτάζει τη μουσική περιέργεια και τη δυνατότητα να καταφέρεις κάτι καινούργιο και φρέσκο.

“A night under the Dam”. Τι παράξενο μέρος για να παίξεις μουσική; Πως ήρθε η ιδέα και πόσο δύσκολο ήταν να πραγματοποιηθεί; Που αλλού θα θέλατε να γίνει αυτό; Στις πυραμίδες της Αιγύπτου ίσως;
Ήταν μαγευτικό μέρος για παίξουμε, ειλικρινά. Η ιδέα ήρθε όταν μιλούσα με έναν φίλο που παρουσίασε την ιδέα για μια συναυλία σε ένα μοναδικό μέρος μακριά από ανθρώπους, στη μέση ενός βουνού και μαγεύτηκα με τη σκέψη. Ήταν πολύ δύσκολο όμως να πείσω τους υπόλοιπους. Λογικό. Μα όμως, όταν πήγαμε να δούμε το φράγμα από κοντά, συμφώνησαν ακαριαία. Και αποδείχτηκε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες βραδιές στην ιστορία της μπάντας.
Έχουμε μερικές ιδέες για εξίσου μοναδικά μέρη. Περιέργως, έχουν συζητηθεί και οι πυραμίδες. Αλλά ίσως έχουμε κάτι μακριά από την Αίγυπτο για του χρόνου ή το 2024.

Το 2006 αποδείξατε και πάλι τις μουσικές σας ικανόηττες με το “Acoustic Verses”. Πόσο διαφορετικό είναι να τραγουδάς χωρίς τη βαβούρα των ηλεκτρικών μουσικών οργάνων;
Θέλαμε να βάλουμε στον εαυτό μας την αποστολή να φτιάξουμε ένα album που θα ακουγόταν πολύ Green Carnation, αλλά παράλληλα πολύ διαφορετικό. Δεν είναι διαφορετικό μόνο για τον τραγουδιστή, όταν τα εργαλεία είναι τόσο διαφορετικά. Όμως είχαμε αρκετά καλή ανταπόκριση που θεωρούσε το “Acoustic Verses” το καλύτερο μετά το “Light of Day, Day of Darkness” σε ατμόσφαιρα.

Ξαφνικά χάσαμε όμως τα χνάρια σας ως το“Last day of darkness” live album. Με τι ασχοληθήκατε όσο οι GC ήταν “απόντες”;
Ήμασταν όλοι μουσικά ενεργοί πάντως, με εμένα να γίνομαι μέλος των Tristania το 2009 και τον Tchort να δημιουργεί τους The 3rd Attempt, ενώ ο Stein Roger κυκλοφόρησε αρκετά albums με τους Sordal για αναφέρω κάποια πράγματα. Οπότε δεν μπορείς να πεις ότι σταματήσει το άθλημα για δέκα χρόνια. Όμως, όταν ξαναβρεθήκαμε καταλάβαμε πως οι Green Carnation είναι η κοινή μας ταυτότητα, που είναι κάτι υπέροχο.

Και ερχόμαστε στο πιο πρόσφατο “Leaves of Yesterday” που σας βρίσκει όσο ζωντανούς όσο πάντα και περιέχει το remake του “My Dark Reflections of Life and Death” που αρχικά δεν είχε τη δική σου φωνή. Πως αποφασίστηκε αυτό; Σκεφτήκατε ποτέ να επανηχογραφήσετε ολόκληρο το ντεμπούτο;
Για ολόκληρο το album δεν έχουμε συζητήσει, αλλά πιστέψαμε πως το “My Dark Reflections of Life and Death” θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι που ταιριάζει στους Green Carnation μετά από τόσα χρόνια. Οπότε αρχίσαμε πρώτα να αναπτύσσουμε το κομμάτι σε live συνθήκες και δούλεψε ιδανικά. Όταν συζητούσαμε τι θέλουμε για το νέο μας album, το “My Dark Reflections…” ταίριαξε ποικιλοτρόπως. Θεματικά, στιχουργικά και μουσικά. Έγινε ξεκάθαρο πως πρέπει να υπάρχει στο album ως κεντρικό θέμα.

Το album τελειώνει με μια διασκευή του “Solitude”. Πόσο σημαντικοί είναι οι Black Sabbath για τη μουσική σας;
Οι Black Sabbath είναι μια αγαπημένη μπάντα για όλους στους Green Carnation. Όταν σκεφτόμασταν πως θα κλείσει το album. Είχαμε κάποιες εναλλακτικές με δικά μας τραγούδια, αλλά κάποιος θυμήθηκε πως κάποτε δούλευε το “Solitude” για άλλο project, και έγινε ξαφνικά ξεκάθαρο πως ήταν η σωστή επιλογή για το κλείσιμο.

Να περιμένουμε σύντομα μέο υλικό; Θα ακούσουμε κάτι καινούριγο στην Ελλάδα;
Αυτήν την περίοδο γράφουμε νέο υλικό. Δεν έχουμε προλάβει όμως να το εντάξουμε στα live sets. Παίζουμε όμως το “The World Without a View”, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2020 και έχουμε κάτι special για τις πρώτες μας συναυλίες στην Ελλάδα.

Σαν επίλογο θα ήθελα να σου ζητήσω μερικούς στίχους ως πρόσκληση προς τους αναγνώστες μας για να πειστούν και να σας δουν από κοντά.
Ορίστε μερικοί στίχοι από το νεότερο κομμάτι της set-list.

“My years have taught me this
I can let it in or drown
Darkness has a place
And if you let it breed
Nothing comes alive
Beauty won’t appear”

598

Avatar photo
About Δημήτρης Μαρσέλος 2110 Articles
Δέσμιος της μουσικής, είλωτας των συναυλιών, εθισμένος στα σκληρά...riffs, διπολικός μεταξύ metal και hardcore punk, έχει κάνει χρόνια τώρα πολιτιστικό crossover και δεν αρνείται κανένα ιδίωμα της rock που του τη σηκώνει...την τρίχα.