
Το περασμένο Σάββατο για κάποιους ήταν του Λαζάρου, για κάποιους ήταν η Record Store Day και τι πιο ταιριαστό να το γιορτάσεις με την επιστροφή των Graveyard στην Αθήνα μετά από 9 χρόνια δείχνοντας την αναζωογονημένη τους διάθεση και την αδιάκοπη αγάπη τους για τη σκηνή.
Οι πόρτες του Floyd live music venue, άνοιξαν σχετικά νωρίς για να υποδεχτούν τον κόσμο, αλλά δεν ήταν μόλις τρία λεπτά πριν τις 22:00 όταν και τα φώτα χαμήλωσαν και οι Σουηδοί κατέλαβαν την σκηνή και γέμισαν με την αυθεντική τους ηλεκτρισμένη ενέργεια τον χώρο.

Από την πρώτη νότα, το vintage κουαρτέτο με επικεφαλής τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Joakim Nilsson, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση και πάθος, και μία retro ηχητική θολούρα διαχύθηκε στην χώρο και η οποία ενώθηκε με την αντίστοιχη των διαφόρων καπνικών προϊόντων με το αποτέλεσμα να είναι ευφάνταστο και ευωδιαστό.

Η μπάντα αντιμετώπισε αρκετές προκλήσεις τα προηγούμενα χρόνια και με το πρόσφατο δίσκο “6”, προσπάθησε να τις εξαλείψει αυτές και να επιστρέψει στις εργοστασιακές της δισκογραφικές ρυθμίσεις και συνάμα σε αυτές των ζωντανών εμφανίσεων με τη χημεία μεταξύ των μελών να είναι εμφανής, με την κιθάρα να κυριαρχεί και τη ρυθμική βάση να δίνει τον τόνο.

Τους έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές εντός και εκτός συνόρων και δυστυχώς ο ήχος τους στις ζωντανές εμφανίσεις απέχει από τον οργανικό και ζεστό ήχο των δίσκων, και δυστυχώς αυτή η παραδοχή επιβεβαιώθηκε και στο παρά προχθεσινό live, καθότι ήταν υπό μία έννοια “μπουκωμένος” και δεν ξεχώριζες τα όργανα μεταξύ τους, εκτός των τυμπάνων φυσικά που ήταν πολύ μπροστά στη μίξη. Βέβαια λίγο πριν το encore βελτιώθηκε αισθητά και άλλαξε κάπως την εικόνα.

Η συναυλία περιλάμβανε κλασικά κομμάτια μέσα από το “Hisingen Blues”, το “Lights Out”, το “Peace” καθώς και νέα τραγούδια από το πρόσφατο άλμπουμ τους “6” με το κοινό να ανταποκρίνεται θερμά, αποδεικνύοντας την αφοσίωση του στην μπάντα και στον παλιακό Psych/Blues ήχο που πρεσβεύει, και σε συνδυασμό με με την κοντινότητα του κοινού στη σκηνή, δημιουργήθηκε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα οικειότητας και ενέργειας.

Καθόλη τη διάρκεια υπήρξε μία αυξομείωση έντασης και ταχύτητας από τη μπάντα με στοχευμένο προς αυτό setlist, μέσω της εναλλαγής των κομματιών στα πιο αργά και πιο up tempo, δημιουργώντας ένα rollercoaster συναισθημάτων, στο οποίο μπήκαμε και ταξιδέψαμε χωρίς ενδοιασμούς και μέσα από το οποίο προέκυψε η παραδοχή ότι ζωντανά στις πιο Blues oriented συνθέσεις ηχούν και συγγενεύουν τόσο κοντά στον Gallagher (όπως σχολίασε ο φίλτατος Δημήτρης), στους Thin Lizzy και στους Doors μεταξύ άλλων.

Όλη η συναυλία κύλησε ομαλά και ακόμα και στην ακρόαση του “Uncomfortably Numb”, νιώσαμε αρκετά “βολικά” παρότι εκφράζονται συναισθήματα αποξένωσης και συνειδητοποίησης ότι η σχέση έχει φτάσει στο τέλος της, όπως συνειρμικά έφτανε αυτή η βραδιά.

Δεν πέρασαν ανταυτού παρά ελάχιστα λεπτά μέσα σε ρυθμικές ονομαστικές ιαχές από τον κόσμο, με την μπάντα να επιστρέφει στη σκηνή για ένα σχεδόν ημίωρο encore, άκρως ψυχεδελικό και trippy, αποδεικνύοντας περίτρανα γιατί θεωρούνταν εκ των κορυφαίων του είδους τους και πιστοποιώντας ότι το νεκροταφείο έχει σφυγμό και θα ανθίσει ξανά…
Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου

