Το βράδυ της Παρασκευής ο παλμός για πολύ κόσμο χτυπούσε στο Βερολίνο, αφενός για το Desert Fest και αφετέρου για το final four της Euroleague.
Για μία μερίδα όμως οπαδών της κλασικής Ροκ χτυπούσε στο Floyd στην Πειραιώς για την εμφάνιση του Glenn Hughes και τον εορτασμό των 50 χρόνων από την κυκλοφορία του εμβληματικού “Burn”.
Για τον γράφοντα και για αρκετούς ακόμα φαντάζομαι το ενδιαφέρον έπαιζε σε διπλό ταμπλό, όπως επειδή κάποια πράγματα στην ζωή είναι θέμα προτεραιοτήτων προτιμήθηκε το πιο ουσιώδες και δεν είναι άλλο από την ίδια την μουσική, και πόσο μάλλον όταν προέρχεται από μια τέτοια σεβαστή προσωπικότητα του χώρου.
Η είσοδο μου στο χώρο λίγο μετά τις 21:35 με βρήκε υπό την συνοδεία του “Caught in the Middle” των Temperance Movement, ως προς την αναζήτηση του κατάλληλου spot σε ένα αέρινο από πλευράς προσέλευσης Floyd. Στον χώρο μπορούσες να διακρίνεις κάθε λογής οπαδό με μεγάλο εύρος από πλευράς ηλικίας που φάνταζε σαν μία ευχάριστη σκόρπια διαδήλωση, με τα πηγαδάκια να ανταλάσσουν απόψεις και ιδέες.
Χωρίς να υπάρχει κάποιο support act και με την ώρα να οδεύει προς τις 22:00, πέσαμε κατευθείαν στο ψητό με τον συμπαθή Glenn να κάνει την εμφάνιση, κυριολεκτικά σαν Άγγλος, μετά των μουσικών του με επευφημίες και χειροκροτήματα, και με το μουσικό ταξίδι στο παρελθόν να ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς.
Με το απαραίτητο ηχητικό εισαγωγικό να ζεσταίνει την μπάντα και το κοινό, και τον πάντα χαμογελαστό και εγκάρδιο Glenn να δημιουργεί τις απαραίτητες συνδέσεις με το κόσμο, αρχίσαμε να χανόμαστε στο χωροχρονικό του “Βαθέως Μωβ”.
Η εμφάνιση της μπάντας ήταν άνω ποταμών και φάνταζε σαν να βγήκε μέσα από 70s συναυλία από κάποια κασέτα VHS, με όλη τη χλιδή, τη σαγήνη και τις απαραίτητες γραφικότητες του παρελθόντος σε υπερθετικό βαθμό χωρίς να λείπει τίποτα.
Πραγματικά, το συγκρότημα τράβαγε τις συνθέσεις δίνοντας αυτό το αυτοσχεδιαστικό συναίσθημα, έκλεινε τα κομμάτια με αυτόν τον φαντασμαγορικό τρόπο λες και κάθε φορά θα ερχόταν το τέλος του κόσμου, και κάθε ένας ανάλογα με την επιταγή του κομματιού και τις στιγμής επιδιδόταν σε καλαίσθητα φλύαρα σόλο με το προσωπικό του όργανο, γεμίζοντας δημιουργικό χρόνο και κερδίζοντας και κάποιες ανάσες εννοείται.
Ειδικά για το drum solo του εκπληκτικού Ash Sheehan (του οποίου έπλεξε το εγκώμιο, συγκρίνοντας τον με μεγαθήρια του παρελθόντος) αξίζει ειδική μνεία, καθώς ο τύπος είναι ένα μετρονομικό τέρας πίσω από το kit που κοπανάει αλύπητα και ρυθμικά και με μοναδική ένταση, εκτοξεύοντας με δυνατό boost τα κομμάτια.
Ίσως ήταν από τις ελάχιστες φορές που το γνωμικό “Το πολύ το κυρ ελέησον, το βαριέται και ο Παπάς”, δεν ταίριαζε καθόλου στην περίσταση, διότι και όλο το βράδυ να μιλούσε ο Glenn και να έπαιζε τις ευλογημένες μελωδίες του, δεν θα βαριόταν κανείς και θα συνέχιζε να παραμένει κοινωνός του μουσικού του έργου εις τον αιώνα τον άπαντα.
Με πατημένες 72 περιστροφές γύρω από τον ήλιο, ο αειθαλής Glenn μας καθήλωσε με τη σκηνική του παρουσία, την κατάρτιση του στην τετράχορδη ερωμένη του και με την απίστευτη φωνητική του ερμηνεία. Απέδειξε περίτρανα πως ο Έρως χρόνια δεν κοιτά και αν είσαι ερωτευμένος και ζεις για τη μουσική, τότε αυτό που πηγάζει είναι απλά μαγικό και μοναδικό.
Η φωνή του δεν έχει σημάδια γήρανσης, ούτε ρυτίδες και ζάρες και με ανεξήγητο τρόπο διατηρείται σε δυσθεώρητα ύψη, με όλα τα κεκτημένα σε εύρος, σε οκτάβες μα κι σε συναίσθημα χωρίς κάποια μονάδα μέτρησης παρά απήχησης στον κόσμο, που δεν σταμάτησε να οχλαγωγεί ρυθμικά με γηπεδικές κραυγές το όνομα του.
Δεν ξέρω αν έχει βρει κάποιο ελιξίριο νεότητας, όμως μπορώ να φανταστώ πως το να “πηγαίνεις” με μικρότερους/ες για να σχηματίσεις μπάντες και να παίζεις μουσική σε αναγεννά καλλιτεχνικά και σου δίνει την απαιτούμενη ενέργεια για ανταποκρίνεται στις εξελίξεις και στο όραμα σου.
Το συγκρότημα που τον περιστοιχίζει αποτελείται από φοβερούς φερέλπιδες μουσικούς που συνεισέφεραν μέσω της μουσικότητας και της εκτελεστικής δεινότητας που τους διακατέχει ώστε να κουβαλήσουν την βαριά κληρονομιά, να την παρουσιάσουν μπροστά μας και να την εξελίξουν κατά κάποιον τρόπο κιόλας.
Και τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυτό κάνει ο αγαπητός Glenn και μας έχει χαρίσει μοναδικές ερμηνείες και αξιόλογους δίσκους, όποιο και να είναι το μουσικό είδος.
Όλη η βραδιά κύλησε με εύθυμη διάθεση και αρκετό συναισθηματισμό και με κλασικές Ροκ μουσικές, με τη διαπίστευση για τον Glenn ότι αποτελεί τη ζωντανή αναβίωση του Hard Rock κινήματος, μέσω μιας Blues n Funk αύρας και πως καλλιτέχνες σαν και του λόγου του αποτελούν έναν από τους λόγους που αυτή η μουσική θα γιορτάζετε για πολλές πεντηκονταετίες στο μέλλον.
Το set list της βραδιάς ήταν ήδη λίγο πολύ γνωστό και βασισμένο στο “Burn” άλμπουμ, με ορισμένες all time classic προσθήκες και θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε για κάθε κομμάτι πολλές γραμμές στα πλαίσια της αποδόμησης της εμφάνισης, όμως εκεί που “εκτροχιάστηκε” η κατάσταση για τα καλά με το κοινό να μη χάνει στίχο ήταν στα “Mistreated”, “You Keep on Moving” και εννοείται στο encore του “Burn” όπου καήκαμε όλοι μηδενός εξαιρουμένου.
Ο Glenn Hughes δεν εμφανίστηκε για να αποδείξει κάτι πουθενά και σε κανέναν, παρά να επιβεβαιώσει ενσαρκώνοντας την 70s Rock κουλτούρα, ότι αποτελεί σίγουρα μία από τις “φωνές του Ροκ” και το βράδυ της Παρασκευής ήταν η μία και μοναδική όσο διήρκησε η εμφάνισή του στο Αθηναϊκό κοινό.
Λίγο πριν αποχωρήσουμε από το Floyd, πέρα από τις μουσικές του κρατήσαμε και την υπόσχεση του ότι θα επιστρέψει σύντομα. Για να δούμε θα τηρήσει το λόγο του…;
Μέχρι τότε βουτιά από ψηλά… στις δεκάδες κυκλοφορίες του και στην Hard Rock ήχο θάλασσα..
Φωτογραφίες: Νίκος Δρακόπουλος