Θα ξεκινήσω την αποδόμηση του live, χωρίς ίχνος αντικειμενικότητας και με υποκειμενική στάση δηλώνοντας ευθαρσώς για μένα προσωπικά ότι παρακολούθησα το καλύτερο event της χρονιάς, χαίροντας της εύνοια από τον Metal God (και με την ανοχή της γυναίκας μου και των παιδιών μου) να δω αρκετές συναυλίες εντός και εκτός συνόρων την τρέχουσα χρονιά για να μπορώ να εκτιμήσω.
Τώρα που τελείωσα με το οπαδικό παραλήρημα, θα ξεκινήσω το δύναμιν με αντικειμενική σκοπιά αναφέροντας ότι η Smoke the Fuzz δεν κάνει συχνές εμφανίσεις, από επιλογή, παραμένει στις επάλξεις παρακολουθώντας τις εξελίξεις και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, χτυπά σαν τη κόμπρα με sold out βραδιές σαν αυτή της πέμπτης παραλύοντας μας ψυχή τε και σώματι.
Η σχετική ανακοίνωση είχε γίνει μήνες πριν και η προσμονή ήταν μεγάλη για την συναυλία των Fu Manchu, με την διοργανώτρια να δικαιολογεί στο μέγιστο βαθμό το όνομα της και να μας κερνάει δόσεις από Fuzz, Wah Wah ήχων, ηλιοκαμένων riffs και σταγόνες ψυχεδέλειας σε αλόγιστες ποσότητες προς κατανάλωση.
Αν και τις περισσότερες φορές σχολιάζουμε την καθυστερημένη έναρξη, θα πρωτοτυπήσουμε αυτή τη φορά και θα επαινέσουμε την κατά τα δέκα λεπτά νωρίτερα, εμφάνιση των Khirki κάτι που μας χαροποίησε και μας έπιασε εξαπίνης ταυτόχρονα.
Η τριάδα έχει αποκτήσει αρκετό hype γύρω από το όνομα της και όχι άδικα, όπως αποδείχτηκε ζωντανά επί σκηνής. Έχει μπει σε μία κλειστή κάστα συγκροτημάτων στο δρόμο που χάραξαν οι πατέρες Socrates, VIC, Raw in Sect, Babel trio μεταξύ άλλων σε ένα οδοιπορικό με αναφορές στην
Ελληνική μυθολογία, πιάνοντας από το χέρι παραδοσιακή μουσική και το παραδοσιακό Metal σε ένα ιδιοφυές πάντρεμα ενόσω πορεύονται μαζί σε ήχο έναν.
Κάπως έτσι μπήκαμε ανάμεσα στις συμπληγάδες της κτηνωδίας και του κυκεώνα απολαμβάνοντας την ακουστική πίεση και των δύο.
Αν οι Mastodon περνούσαν χρόνο στην Ελληνική επαρχία και πίναν τσίπουρα με εκλεκτά εδέσματα, τότε θα ακουγόντουσαν σαν τους Khirki, με έντονο το Progressive στοιχείο, τα ογκώδη riffs και την κλασικό-μεταλλική ψυχή να βγαίνει μπροστά.
Η Flying V δεν ψεύδεται ποτέ επί αυτού και οι διπλό πεταλιές, χωρίς να είναι ιδέα μου, ένα Blind Guardian σημείο αναφοράς το δώσανε στη βραδιά.
Με μία ψυχωμένη εμφάνιση για σαράντα λεπτά, που θα μπορούσε να τραβήξει λίγο ακόμα χωρίς να μας χαλάει ούτε εμάς πόσο μάλλον την μπάντα, η τριάδα έσυρε το χορό με κέφι και χορευτική διάθεση και όλοι οι παρευρισκόμενοι χόρεψαν μετά χαράς, τραγουδώντας τους στίχους και δημιουργώντας μία διονυσιακή ατμόσφαιρα.
Πόσο πιο ιδανικό να ξεκινήσεις την ευρωπαϊκή σου περιοδεία μετά από τέτοια βραδιά και εμφάνιση.
Στην περίπου εικοσάλεπτη ανάπαυλα υπό τους ήχους των Karma to Burn και των Witch μεταξύ άλλων, οι απαραίτητες χωροταξικές ρυθμίσεις έλαβαν χώρα, και οι περισσότεροι οραματιζόμασταν να στρώνετε άμμος στην σκηνή, με κάκτους Peyote, μία ράμπα του skate και ένα (boogie) van στο υπόβαθρο για να υποδεχτεί τους τέσσερις fuzzοκρατορες επί το έργων.
Την αναγραφόμενη ώρα οι τέσσερις τυπάρες από το San Clemente της Καλιφόρνια, υπό τη συνοδεία του “Somebody’s Baby” του Jackson Browne έκαναν την εμφάνιση τους, και έπειτα από ένα jamming session εισαγωγικό για προθέρμανση και sound checking, μας πέταξαν σκόνη στα μούτρα με το “Eatin Dust” και μία άνευ προηγούμενου fuzzοδίνη μας πήρε και μας σήκωσε, όπως και πολλούς παρευρισκόμενους από το κοινό καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισης με ανελέητο crowd surfing από άκρη σε άκρη του κατάμεστου Gagarin.
Η μπάντα έκανε την δική της δήλωση και για περίπου μία ώρα επιδόθηκε σε straightforward real fuzzy rock.
Η ψιλόλιγνη και ανατριχιαστική (με την καλή έννοια) περσόνα του Scott Hill τραβούσε τα βλέμματα αφενός με την εμφάνιση της που θύμισε σαν να βγήκε από κατάλογο collection της Vans και αφετέρου σαν αιώνιος έφηβος με τις σπασμωδικές του κινήσεις με την διάφανη εξάχορδη.
Πάντως το αυτοκόλλητο SSD κολλημένο στην ταστιέρα ήταν όλα τα λεφτά, δηλώνοντας το ένδοξο πρότερο του Hardcore παρελθόν.
Η συνέχεια ηλεκτρισμένη και θολωμένη από την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει η smoking community, με τα “Evil Eye” και “Clone of the Universe” να ακολουθούν και μία σκέψη να στροβιλίζεται στο μυαλό μου.
Αν οι Black Sabbath είχαν εκτεθεί στο καυτό ήλιο της Καλιφόρνια, αγαπούσαν το skate, τα “muscle” αυτοκίνητα, τις ιστορίες για Bigfoot και τις ψυχοτρόπες κατά βάση αποδράσεις, τότε θα ακουγόντουσαν ακριβώς σαν τους Fu Manchu.
Η επιβεβαίωση αυτού ερχόταν κάθε τόσο από τα Iommic riffs του Bob Balch, ο οποίος είναι αδιανόητα καταρτισμένος κιθαρίστας λειτουργώντας σε beast mode και θα μπορούσε κάλλιστα να παρασημοφορηθεί μα τον τίτλο του shredder, παρόλο που δεν συνηθίζεται στο εν λόγω ιδίωμα και δεν το επιδιώκει και ο ίδιος.
Πέραν από τους Fu Manchu αξίζει να αναζητήσετε (αν και εφόσον δεν το έχετε κάνει) τις αξιόλογες συμμετοχές του με τους Big Scenic Nowhere, Slower, Yawning Balch, και Sun & Sail Club που καταθέτει τα διαπιστευτήρια του με το μοναδικό και ιδιότυπο στυλ του.
Η βραδιά συνέχισε να κυλά ομαλά και ανώμαλα μαζί, και τα καινούρια κομμάτια που ακούστηκαν από το “The Return of Tomorrow”, όπως το “Lock ness Wrecking Machine” είναι συναυλιακοί δυναμίτες και αιτία να εκτροχιαστεί το κοινό, πράγμα που έγινε πράξη με συνεχόμενα sing along, επευφημίες και σφιχταγκαλιάσματα μεταξύ του κόσμου.
Αυτό που είναι δεδομένο και επιβεβαιώθηκε είναι πως ο δίσκος “King of The Road” είναι η επιτομή του Desert/Fuzz Rock και ενώ καθόμασταν ήδη σε αναμμένα κάρβουνα, στην ακρόαση των κλασικών “Hell on Wheels” και “King of The Road” πήραν φωτιά τα μπατζάκια μας με ένα υπέροχο wall of death να έχει στηθεί και να κοσμεί το κάτω διάζωμα του Gagarin.
Καθότι είχα θέα αφ’υψηλού παρατηρούσα τις αντιδράσεις του κόσμου που περνούσε πραγματικά υπέροχα και ένιωθε στο πετσί του κάθε μελωδία που διαχεόταν στο χώρο, προερχόμενη είτε από το μπάσο του Brad Davis είτε από τις κιθάρες των προαναφερθέντων. Πάντως δεν ξέρω για τους υπόλοιπους αλλά αυτός ο ήχος του cowbell (όπως και το heavy drumming του Reeder)είναι συνυφασμένος για μένα με την μπάντα και πυροδοτούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις σωματικά και ψυχικά.
Όπως στο ξεκίνημα της εμφάνισης έτσι και στην υποτιθέμενη κατακλείδα στο “Saturn iii” η μπάντα μας ταξίδεψε με ένα heavy jamming τίγκα στην ψυχεδέλεια και εν τέλη μας οδήγησε για το encore της βραδιάς in search of… “Regal Begal” και κατόπιν απαίτησης του κοινού στο “Godzilla”, όπου πραγματικά το έκανε κτήμα της για πολλοστή φορά, και από προσωπική ευθιξία και μόνο ακόμα και οι ίδιοι οι BOC θα πρέπει να δώσουν τα δικαιώματα του.
Οι οπαδικές εκφράσεις “Fu Manchu” δεν σταμάτησαν ακόμα και τη στιγμή που η μπάντα είχε αποχωρήσει από τη σκηνή, αφού μας ευχαρίστησε πολλάκις και στα ηχεία έπαιζαν μουσικές, δείγμα της ακόρεστης fuzz-ογενής βουλιμίας μας.
Σε μιάμιση ώρα η τετράδα διατήρησε τα σκήπτρα της στον θρόνο της στο οποίο παραμένει χωρίς αντίπαλο και επιβεβαίωσε τα κεκτημένα τριάντα χρόνων.
Αφού πήρα τα κλειδιά πίσω από την μπάντα και “I put them in my hands”, ανέβηκα στη μηχανή τραγουδώντας σε λούπα “King of the Road says You Move Too Slow!”…με τη γκρούβα να με διαπερνά…κάθε μα κάθε φορά…
Φωτογραφίες: Χριστίνα Αλώση