Μέσα στη σύγχρονη φρενίτιδα της «νέας σελίδας» και του παροξυσμού της αυτοβελτίωσης της καινούριας χρονιάς, χρειάζεται μεγάλη τόλμη να σβήσει κανείς τις γραμμές της ίδιας σελίδας και να τις ξαναγράψει. Και να το κάνει ξανά. Όσες φορές χρειαστεί. Αφού, όσο και αν αντιτίθεται το ρεύμα της εποχής και η υποτιθέμενη τάση ραγδαίας ανανέωσης, δεν υπάρχει ουσιωδέστερος τρόπος επανεκκίνησης από το δικό μας, προσωπικό, ατέρμονο ταξίδι.
Έτσι λοιπόν όπως η ιστορία κάνει κύκλους, έτσι και αυτό το λίγο κάτω από τα είκοσι λεπτά EP του κιθαρίστα (Ξενο)Φώντα Αθανασίου, μέσα από τα ηχητικά πεδία στα οποία εκτυλίσσεται, δημιουργεί μια αναδίπλωση, η οποία από την πρώτη στιγμή έχει μια ανέλπιστα οικεία αίσθηση. Θα έλεγε κανείς σαν ασκήσεις δεξιότητας, οι οποίες μεταπίπτουν σε πραγματική εφαρμογή, ακολουθώντας μια σχεδόν μαθησιακή ρόη. Ροή η οποία αβίαστα επιβάλλει την χρήση των πλέον κεκτημένων ως νέα εργαλεία στην ατέρμονη προσωπική πραγμάτωση του ατόμου.
Άκρως μαιευτικό, λοιπόν, το ηχητικό συμπέρασμα του “Restart”, με την ατμόσφαιρα να δομείται στην ίδια ακριβώς λογική με τη θεματική –ίσως και αναπόφευκτο, αφού μιλάμε για σχεδόν εξ ολοκλήρου οργανικό άλμπουμ (οι φωνές στο τέλος του “Restart”, μετράνε στην προσωπική μου κρίση ως όργανο). Τα τέσσερα κομμάτια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, όχι μόνο με το να σβήνει το ένα στο άλλο, αλλά και με την ιδιοσυγκρασία τους, αφού η ένταση κλιμακώνεται σταδιακά όσο πλησιάζουμε στην επανάληψη του “Plastic” μέσα από το ομότιτλο κομμάτι.
Από την τετράδα το αγαπημένο μου, δίχως δεύτερη σκέψη, είναι το “Stealing Time”. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια, με τις post-ίζουσες καταβολές του και την “heavy blues” (αν δεν το έχει κάνει κάποιος άλλος, απαιτώ τα δικαιώματα για τον όρο) ψυχή του, η οποία δίνει την απαραίτητη λύση στην κορύφωση του EP με την πολυρυθμική του «ανάφεια» να δίνει σύντομα θέση στα πιο ακλόνητα 4/4 που μπορεί κανείς να βρει εκτός κάποιου παραμορφωμένου, αηδιαστικού (με την καλή έννοια, όπως όταν σου πετάνε jazz αυτοσχεδιασμούς στη μούρη) -core breakdown.
Να σημειωθεί πως το όλο εγχείρημα έχει εκπονηθεί (όσον αφορά την μουσική εκτέλεση) αποκλειστικά από τον ίδιο, αφού όλα τα όργανα τα επιμελήθηκε ξεχωριστά και προσωπικά, όπως την αγαπημένη του εξάχορδη, η οποία δεσπόζει και οδηγεί το σύνολο από τα κρουστά και τα synths που επενδύουν τα ηχοτόπια του άλμπουμ.
Παρά τη μικρή του διάρκεια είναι αρκούντως περιεκτικό και δημιουργεί μία ευχάριστη προσμονή για το επόμενό του εγχείρημα (Eziak και Μαριάμπας, άλλο ένα προσωπικό πόνημα; ο χρόνος θα δείξει). Αναμφίβολα προκαλεί να το γνωρίσει κανείς ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας την αξία του να δίνει χρόνο στον εαυτό του για μία ακόμη προσωπική επανέναρξη.
747