Ποιος θα θυμάται την Δευτέρα 4η Οκτωβρίου και για ποιους λόγους; Πιθανώς την ημερομηνία δεν θα τη θυμάται κανείς, την συγκυρία όμως θα την έχουν αποθηκεύσει σίγουρα αρκετά εκατομμύρια χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στον φάκελο με τους χειρότερους εφιάλτες τους.
Το απόγευμα της μέρας αυτής στις 6 μ. μ. ώρα Ελλάδας, το Facebook κατέρρευσε, συμπαρασύροντας τις θυγατρικές του, Instagram και WhatsApp. Το σχεδόν μεταφυσικό φαινόμενο για τον μικρόκοσμο εκατομμυρίων χρηστών κράτησε περίπου έξι ώρες. Τα emoticons βυθίστηκαν στο πηγάδι του ασύνδετου συμβολισμού, και οι μυρωδιές, οι φυσικοί ήχοι, οι πραγματικοί μορφασμοί αναθάρρησαν. Το φίλτρο ενός έμμεσου κόσμου με τις δικές του συμβάσεις έπεσε σαν κουρτίνα και οι ακάλυπτοι χρήστες έχασαν ένα σοβαρό κομμάτι ή και σχεδόν ολόκληρο τον εαυτό τους. Χωρίς την καταιγίδα από τα ψηφιακά τους ίχνη που μορφοποιούν την ύπαρξή τους σε αμέτρητους ανθρώπους που ίσως δεν γνωρίσουν ποτέ πραγματικά, πολλοί ένιωσαν για λίγο ασύμβατοι με τα δεδομένα των ωρών αυτών. Τότε δοκιμάστηκαν οι αντοχές, οι ισορροπίες και οι εναλλακτικές πραγματικότητες εκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν δεχτεί τον κόσμο της κοινωνικής δικτύωσης σχεδόν χωρίς προσωπικούς όρους και φραγμούς.
Μια χοάνη που οι άνθρωποι διοχετεύουν καθημερινά μια διαφορετική μορφή ενέργειας και συμμετοχής που μπορεί να προσφέρει την ψευδαίσθηση του πρωταγωνιστή, ή και την παραίσθηση του αγωνιστή… Οικολόγοι που αναμετρώνται με το χάος της μόλυνσης μέσα από σχολιασμούς αναρτήσεων, ιδεολόγοι που σκουπίζουν τις περιστασιακές ειδήσεις καθημερινών ενημερωτικών προφίλ διαδικτυακών πρακτορείων και συγκρούονται με τον αντίπαλο, μουσικοί μύστες που κρατάμε το επόμενο κρυφό χαρτί σε μια ανάρτηση-έκπληξη, όλοι χωράμε σε αυτά τα συγκοινωνούντα παράθυρα και όλοι περνάμε αυτόματα στην ανυπαρξία με ένα τεχνικό πρόβλημα. Το ερέθισμα της αποκόλλησης για έξι ώρες από τις ψηφιακές συμβάσεις είναι φυσικά διαφορετικό για τον καθένα. Ποια είναι η σημασία αυτού του κενού και ποιο το καθρέφτισμα στη σκέψη του καθένα, πιθανά έχει να κάνει με τις γενιές των χρηστών. Για πιο συντηρητικούς και παλιομοδίτες, αποτέλεσε μάλλον μια νοσταλγική ευκαιρία που τους υποχρέωσε να αποστασιοποιηθούν για σεβαστό χρονικό διάστημα από τη “συνήθεια” και να γυρίσουν στους κανόνες του πραγματικού κόσμου. Για τους νεότερους εξαρτημένους, μια αμηχανία, ένα πρόβλημα, ένα κενό, μια δοκιμασία, μια αναγκαστική προσγείωση στη δυναμική της ζωής με την οποία δεν πρόφτασαν καν να συμφιλιωθούν. Και ίσως δύσκολα θα το κάνουν κάποτε.
Χωρίς να υπάρχει η πρόθεση δεισιδαιμονίας απέναντι στον θαυμαστό κόσμο της τεχνολογίας και στο απέραντο ψηφιακό λιβάδι των απεριόριστων δυνατοτήτων, ένας κόσμος απτός εκεί έξω συνεχίζει να υπάρχει. Αν εξακολουθήσουμε να περιφρονούμε την κοντινή, άμεση αλήθεια, μάλλον θα καταλήξουμε σαν κάποιους φαντασμένους θεατές ταινιών που πνίγονται στα δάκρυα με τα δράματα των πρωταγωνιστών και αδιαφορούν για τις δυστυχίες της πραγματικής ζωής δίπλα τους.
Αν το να γινόμαστε ήρωες, πρωταγωνιστές, δημοφιλείς, αστέρες μιας παράλληλης πραγματικότητας για λίγα λεπτά κάθε μέρας μας κάνει καλύτερους ανθρώπους όταν ζωντανεύουμε στον αληθινό κόσμο, τότε η ισορροπία είναι ευπρόσδεκτη. Αν δραπετεύουμε και κρυβόμαστε μόνιμα όμως σε κάτι που δεν είμαστε στα αλήθεια, εξαϋλώνουμε σιγά σιγά τον εαυτό μας, και ταΐζουμε ένα άχρηστο είδωλο.
Η γενική αίσθηση πανικού και ανυπομονησίας που επέπλευσε, μάλλον μαρτυρά πως εκείνο το σούρουπο ήταν άλλες έξι ώρες που δεν άλλαξαν τον κόσμο. Πίσω από τη κουρτίνα που επανήλθε, με ζημιά περίπου 6 δισ. δολαρίων για τον δημιουργό της, ο πραγματικός κόσμος συνεχίζει να βρίσκεται συχνά στη σκιά της.