Είναι γνωστό ότι τον φετινό δίσκο των Dool “The Shape Of Fluidity” (δισκοκριτική εδώ), τον έχουμε όχι απλώς λιώσει, αλλά επιτελούμε σταθερά έργο στο να πρήζουμε όποιον θεωρούμε ότι θα εκτιμήσει τη μουσική των Ολλανδών έστω και λίγο, γιατί πιστεύουμε πραγματικά πως δεν αξίζουν τίποτα λιγότερο. Με αφορμή λοιπόν την πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας στο An Club (Δελτίο Τύπου), η Άννα Βασιλικοπούλου άρπαξε απ’ τα μαλλιά την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον κιθαρίστα του συγκροτήματος Nick Polak, τόσο για το νέο δίσκο, το συγκρότημα αλλά και την τέχνη γενικότερα.
– Καλησπέρα! Ονομάζομαι Άννα και θα ήθελα πριν ξεκινήσουμε να εκφράσω τις βαθιές ευχαριστίες μου για την ευκαιρία να κάνουμε αυτήν την κουβέντα. Είμαι μεγάλη θαυμάστρια της δουλειάς σας και πάντοτε όταν με ρωτάνε “τι μουσική παίζουν οι Dool;” βρίσκω τον εαυτό μου να ταλαντεύεται ανάμεσα στο progressive, alternative και heavy, αλλά αισθάνομαι έντονα πως η μουσική σας δε μπορεί να χωρέσει σε κατηγορίες. Πώς θα περιγράφατε το μουσικό σας ύφος λοιπόν;
Ν: Καλησπέρα Άννα, αρχικά ευχαριστούμε κι εμείς για το ενδιαφέρον σου σε αυτό που κάνουμε και για τη συνέντευξη. Σίγουρα μπορώ να ταυτιστώ με τον τρόπο που περιέγραψες τη μουσική μας. Θα έλεγα πως είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσει κανείς τη μουσική των Dool σε πλαίσια συγκαταβατικών κατηγοριών “genres”, αλλά για την προσπάθεια, θα την περιέγραφα ως ένα ελκεκτικό mix από metal, new wave αλλά και progressive rock, με ποικιλία τραγουδιών που ταλατεύονται ανάμεσα σε αυτά τα υποείδη. Σκοτεινή και heavy είναι επίσης σίγουρα ένας τρόπος να την περιγράψεις, αλλά πιστεύω πως η μουσική μας είναι δυναμική όσο και πολυεπίπεδη, με ψίγματα φωτός τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, επομένως κάτι πιο σύνθετο από απλό σκοτάδι.
– Είναι γνωστό πως όλα τα μέλη των Dool έχουν ιστορικό εμπλοκής με άλλες μπάντες πριν τη δημιουργία τους, όπως οι GGGOLDDD, The Devil’s Blood, κ.α. Τι ήταν λοιπόν αυτό που πυροδότησε την ιδέα/ανάγκη για τη δημιουργία της μπάντας; Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;
Ν: Οι Dool αναδύθηκαν κυρίως από τ@ τραγουδιστ@ μας, Raven, με το προηγούμενό του solo project “Elle Bandita”, που με τον καιρό μετουσιώθηκε περισσότερο σε μπάντα, παρά απλό solo project. Εκεί συμμετείχαν δύο πρώην μέλη των The Devil’s Blood (Micha και Jobis), o κιθαρίστας Reinier Vermeulen και στο τέλος εγώ, ως τρίτος κιθαρίστας. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε βέβαια, με πολλές αλλαγές στο line up όπως και στη δυναμική του συγκροτήματος. Θα έλεγα πλέον πως έχουμε φτάσει στην τελειότερη εκδοχή της μπάντας, με όλους να έχουν πολλά να προσφέρουν σε αυτήν με τη δημιουργική συμβολή τους. Πιστεύω πως ο τελευταίος μας δίσκος είναι μια πολύ καλή απόδειξη αυτού.
– Σχετικά λοιπόν με τη φετινή σας κυκλοφορία και το τρίτο σας studio album “The Shape Of Fluidity”, υπάρχουν πολλά στοιχεία στο δίσκο που φαίνεται να στρέφουν τους Dool προς μια νέα κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα το γεγονός πως η μουσική σύνθεση έγινε για πρώτη φορά από όλα τα μέλη της μπάντας μαζί. Αν με ρωτάς, θεωρώ πως αυτή η επιλογή λειτούργησε για το καλύτερο. Πώς ήταν όμως για εσάς αυτή η εμπειρία;
Ν: Είναι λίγο κλισέ να λες πως η τελευταία σου δουλειά είναι και η καλύτερη, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλοι αισθανόμαστε πως ισχύει πραγματικά αυτό. Αυτή η αλήθεια σίγουρα προέρχεται και από το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας αυτού του άλμπουμ, περάσαμε πάρα πολύ όμορφα. Όλοι στο συγκρότημα είχαν ενέργεια, έμπνευση, συμπεριλαμβανομένου και του παραγωγού μας Magnus Lindberg. Στο παρελθόν, ήταν κυρίως το Raven που έβρισκε τις ιδέες, κάτι το οποίο δε θεωρώ καθόλου λάθος γενικότερα – άλλωστε θεωρώ το Raven εξαιρετικό συνθέτη -, αλλά νιώθω πως τώρα, με ενωμένες τις δυνάμεις μας, πήγαμε το όλο πράγμα σε ένα άλλο επίπεδο.
Γνωρίζουμε πως πίσω από το “The Shape Of Fluidity”, υπάρχει ένα ισχυρό backstory. Θα ήθελες να μοιραστείς αυτήν την ιστορία μαζί μας;
Ν: Παρόλο που το μουσικό κομμάτι του δίσκου ήταν αρκετά συλλογικό στη σύνθεσή του, θεματικά αποτελούσε κάτι πολύ προσωπικό και ενδοσκοπικό για τ@ τραγουδιστ@ μας Raven, που γεννήθηκε intersex, αλλά για το οποίο αποφασίστηκε από νεαρή ηλικία ότι θα ζει τη ζωή του ως κορίτσι. Μεγάλο μέρος του album, στιχουργικά, αφορά την προσπάθεια του Raven να συμφιλιωθεί με αυτό. Το τραγούδι “Hermagorgon”, για παράδειγμα, συνδυάζει τις λέξεις “hermaphrodite” και “gorgon”, που αναφέρονται σε μια ερμαφρόδιτη ύπαρξη, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή από την κοινωνία και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση για αυτό. Ή τουλάχιστον, είναι ένας τρόπος ερμήνευσης των στίχων, αλλά από τη στιγμή που πρόκειται για κάτι προσωπικό, δε θα μπορούσα να απαντήσω ολοκληρωμένα εκ μέρους του Raven. Λέγοντας αυτό, θεωρώ πως το album, μέσα από αυτήν τη θεματική, ταυτόχρονα καταπιάνεται με μια γενικότερη αντίληψη της ενδυνάμωσης και του να βρίσκει κανείς την αληθινή του ταυτότητα σε μια κοινωνία που είναι όσο απαιτητική όσο αλλάζει συνεχώς.
– Προσωπικά, θαυμάζω το γεγονός ότι παρόλο που υπάρχει μια βασική εστίαση στο δίσκο γύρω από τα βιώματα του Raven με την ταυτότητα φύλου και όλες τις δυσκολίες που έρχονται μαζί με κάτι τέτοιο, παραμένει ανιδιοτελές, σαν μια ιδέα που πραγματεύεται γενικότερα την αλλαγή σε πολλά επίπεδα, όχι μόνο στιχουργικά αλλά και με όρους σύνθεσης. Υπάρχει έντονα μια αίσθηση σαν να επιπλέεις όσο ακούς το “The Shape Of Fluidity”, επομένως θα ήθελα να ρωτήσω πώς ακριβώς καταλήξατε στη δημιουργία αυτών των συνθέσεων, πώς ήταν να “υπηρετείτε” την ιδέα αυτή της αλλαγής;
Ν: Ποτέ δεν στοχεύουμε σε κάποιο συγκεκριμένο τύπο σύνθεσης ή δουλειάς πάνω σε συγκεκριμένο concept όταν αρχίζουμε να γράφουμε ιδέες. Όπως οι περισσότερες ιδέες, προκύπτουν από το πουθενά και μερικές φορές πολύ απροσδόκητα. Ως εκ τούτου, είναι μια πραγματικά οργανική διαδικασία. Δεν υπάρχει μία μεμονωμένη φόρμουλα που να λειτουργεί. Άλλοτε έχει ο Omar μια ιδέα γύρω από την οποία χτίζεται κάποιο τραγούδι, άλλοτε μπορεί εγώ να σκεφτώ το μουσικό πλαίσιο και το Raven να έχει μια ιδέα για ένα τραγούδι. Στο τελευταίο μέρος, ωστόσο, το Raven είναι αυτό που θα γράψει το κομμάτι των φωνητικών, αυτό δεν προκύπτει ποτέ από τον Omar ή από εμένα. Αισθάνομαι ότι η ιδέα της ροής και της αλλαγής προέκυψε πιο επαγωγικά. Όταν τα τραγούδια μαζί με τους στίχους ολοκληρώθηκαν, ακολούθησε μια διαδικασία σκέψης κατά την οποία “συναρμολογήθηκαν” τα κομμάτια του παζλ σε σχέση με το γενικότερο νόημα των κομματιών.
– Πέρα από τα προηγούμενα μουσικά projects στα οποία έχετε συμμετάσχει τα μέλη των Dool, υπάρχουν άλλοι καλλιτέχνες που σας εμπνέουν, και αν ναι, με τι τρόπο; Νιώθω πως οι Dool έχουν πολύ μοναδική αισθητική σαν μπάντα, και ως άλλος ένας καλλιτέχνης που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και την αισθητική του, θα εκτιμούσα πολύ την οπτική σας για το πώς βρήκατε – ή συνεχίζετε να βρίσκετε την αισθητική σας.
Ν: Πιστεύω πως το γεγονός ότι ο ήχος των Dool ακούγεται πολύ δικός μας, και όχι ακριβώς σαν ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος ή κάποιο άλλο συγκρότημα καθεαυτό, οφείλεται στο ότι αποτελούμαστε από πέντε άτομα με πολύ ευρύ φάσμα επιρροών. Μιλάμε για ένα φάσμα που μπορεί να κυμαίνεται από black metal σε folk, σε 80’s pop μουσική, αλλά ταυτόχρονα και άλλους κλάδους της τέχνης, εκτός της μουσικής. Θα έφτανα στο σημείο μάλιστα να πω πως περιλαμβάνει όλες τις διαφορετικές εμπειρίες και ενδιαφέροντα που έχουμε στη ζωή. Πιστεύω πως όλα αυτά συνδυαστικά σε διαμορφώνουν ως άνθρωπο και σε ακολουθούν και όταν ξεκινάς να δημιουργείς τέχνη. Για να το κάνω λίγο λιγότερο αφηρημένο: όσον αφορά εμένα, θα έλεγα πως ο David Bowie αποτελεί τεράστια επιρροή. Δεν νομίζω πως αυτό ακούγεται καθαρά στη μουσική μας αισθητική καθαυτή, αλλά αυτό που θαυμάζω στη δουλειά και την προσωπικότητά του είναι ότι σε μεγάλο βαθμό δε δούλεψε υπό ξεκάθαρες συνθήκες – τα album του Βερολίνου είναι ίσως η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν είσαι ανοιχτός σε νέες ιδέες, ανθρώπους και εμπειρίες. Ως καλλιτέχνης αλλά και άνθρωπος, πρέπει να βρίσκεις τρόπους να είσαι πραγματικά ανοιχτός στη δημιουργικότητα, κάτι που αποτελεί μια συνεχή αναζήτηση χωρίς ξεκάθαρα αποτελέσματα. Όπως προανέφερες και εσύ: δεν είναι μια στατική διαδικασία, αλλά κάτι που ανακαλύπτεις συνεχώς.
-Πιστεύω πως όλοι συμφωνούμε στο ότι το κοινό των Dool μεγάλωσε αρκετά μετά το “The Shape Of Fluidity”, με το όνομά σας να ακούγεται πολύ πιο συχνά, και συγκεκριμένα εκτός της Ολλανδίας. Πώς νιώθετε γενικά με την τόσο θερμή ανταπόκριση; Είναι κάτι που περιμένατε;
Ν: Φανταστικά νιώθουμε, εννοείται. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που κάτι στο οποίο ρίξαμε τόσο αίμα, ιδρώτα και δάκρυα (κάποιες φορές κυριολεκτικά), βρήκε τόσο ανοιχτές αγκάλες, ειδικά σε μέρη που δεν έχουμε ξαναπάει. Είναι πάντα συναρπαστικό να κυκλοφορείς μια νέα δουλειά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποια θα είναι η ανταπόκριση. Οπότε φυσικά και δε θα μπορούσαμε να είμαστε πιο χαρούμενοι από αυτήν την άποψη.
Πάντα ένιωθα πως τα εξώφυλλα των Dool είχαν πολύ μοναδικά artworks, τα οποία παρόλο την απλότητά τους, είναι πολύ στοχευμένα και ουσιαστικά. Μπορεί το προσωπικό μου αγαπημένο να είναι τα βρώμικα κόκκινα κορεσμένα σύννεφα του Summerland, αλλά πιστεύω πως η ρευστή σημαία του The Shape Of Fluidity είναι μια από τις πιο έξυπνες οπτικές μεταφορές που έχω δει. Ποιος βρίσκεται πίσω από αυτήν την ιδέα και την εκτέλεσή της; Πώς το σκεφτήκατε ακριβώς;
Ν: Το artwork έγινε από τον Γάλλο καλλιτέχνη Metastazis το οποίο και σκέφτηκε ο ίδιος. Ήμασταν εξίσου απίστευτα χαρούμενοι και έκπληκτοι όταν το είδαμε πρώτη φορά, γιατί νιώσαμε ότι απέδωσε πραγματικά υπέροχα το πρωταρχικό θέμα του άλμπουμ. Αρπάζει γραφικά τέλεια την έννοια της ταυτότητας που ανέφερα προηγουμένως. Μια σημαία γενικά σημαίνει μια ομάδα, είτε πρόκειται για ένα έθνος είτε για κάτι άλλο (για παράδειγμα μια σημαία του ουράνιου τόξου), επομένως μια σημαία είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την ταυτότητα. Από αυτή την άποψη είναι η τέλεια οπτική αναπαράσταση που αναφέρεται στην έννοια της ταυτότητας και της διακύμανσής της μέσω του νερού με τη μορφή πάγου – που λιώνει και παραπέμπει έτσι στη διαρκώς μεταβαλλόμενη. Συνέβαλε γραφικά το concept της ταυτότητας που αναφέραμε άρτια. Μια σημαία, γενικά, δηλώνει την ύπαρξη μιας ομάδας ομάδας, είτε είναι έθνος ή κάτι άλλο (όπως για παράδειγμα η σημαία του pride), επομένως μια σημαία είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την ταυτότητα. Από αυτή την άποψη, είναι η τέλεια οπτική αναπαράσταση που αναφέρεται στην έννοια της ταυτότητας και της διακύμανσής της μέσω του νερού με τη μορφή πάγου – που λιώνει και παραπέμπει έτσι στη διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση του.
– Εκτός από τα studio albums σας, βρέθηκαν πολλοί φιλικοί μάρτυρες που μας εκμυστηρεύτηκαν πως η συναυλία σας στο Roadburn ήταν πραγματικά το κάτι άλλο, μια πολύ έντονη και συναισθηματική εμπειρία. Έχετε λοιπόν ένα συγκεκριμένο όραμα για το πώς θέλουν να φαίνονται και να αισθάνονται οι συναυλίες σας; Και τι συμβάλλει στην ολοκλήρωση αυτού του οράματος;
Ν: Η προσωπική μου οπτική για όταν παίζω σε μια συναυλία είναι ότι είναι μια συλλογική τελετουργία την οποία όσοι βρίσκονται στην αίθουσα αποτελούν μέρος της ενέργειας που δημιουργείται σε αυτό το δωμάτιο εκείνη τη στιγμή. Φυσικά δε βρισκόμαστε μάταια στη σκηνή, έτσι. Νομίζω όμως ότι το καλύτερο συναίσθημα για εμάς είναι όταν παίρνουμε την ίδια ενέργεια από το κοινό στον χώρο, με αυτήν που δίνουμε από τη σκηνή. Αν αυτά τα δύο στοιχεία είναι παρόντα και συνδυασμένα, τότε ενισχύουν το ένα το άλλο και αυτό είναι σίγουρα κάτι που μπορώ να νιώσω όταν παίζω σε μια συναυλία. Αυτό την κάνει ξεχωριστή και αξέχαστη.
– Τι γίνεται λοιπόν από εδώ και πέρα; Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια εκτός από περιοδείες;
Ν: Αυτή τη στιγμή θερίζουμε κυρίως ό,τι έχουμε σπείρει με τη μορφή περιοδειών, ερχόμενοι σε νέα μέρη – όπως η Αθήνα – και γνωρίζοντας νέους ανθρώπους μέσα από αυτές τις στιγμές. Αρχίζουμε σιγά σιγά να γράφουμε και πάλι, αλλά η προσοχή μας είναι κυρίως στραμμένη στις περιοδείες αυτή τη στιγμή θα έλεγα.
– Υπάρχουν καλλιτέχνες με τους οποίους – ή για τους οποίους – θα θέλατε να γράψετε μουσική; Ποιες θα λέγατε ότι είναι οι μεγαλύτερες ονειρεμένες συνεργασίες σας;
Ν: Είχαμε ήδη μερικούς πολύ ωραίους καλεσμένους σε προηγούμενα άλμπουμ, με τους Farida Lemouchi (The Devil’s Blood), Per Wiberg (Opeth), Okoi Jones (Bölzer) και Kim Larsen (Of The Wand και The Moon). Ένα όνομα που έχει αναφερθεί πολλές φορές στο συγκρότημα είναι ο David Eugene Edwards των Wovenhand. Εκτός από αυτό, υπάρχουν πολλά συγκροτήματα με τα οποία θα θέλαμε να περιοδεύσουμε, τα κυριότερα από αυτή την άποψη θα ήταν μπάντες όπως οι Mastodon, Chelsea Wolfe ή Queens of The Stone Age.
– Πριν κλείσουμε, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να μοιραστείτε; Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων εδώ που θαυμάζουν τη δουλειά σας και περιμένουν καρτερικά το live σας τον Νοέμβριο. Πώς νιώθετε για την πρώτη σας συναυλία στην Αθήνα;
Ν: Πάντα ένιωθα μια ισχυρή σύνδεση με την Ελλάδα, ειδικά λόγω της θερμής υποδοχής που ένιωσα πολλές φορές που ήμουν εκεί. Φυσικά, ανυπομονώ για κάθε νέο μέρος που θα παίξουμε και θα επισκεφτούμε τους επόμενους μήνες, αλλά ανυπομονώ ιδιαίτερα να έρθω στην Αθήνα για την πρώτη μας συναυλία – και είμαι σίγουρος ότι μπορώ να μιλήσω και εκ μέρους των υπολοίπων στο συγκρότημα!
– Σας ευχαριστούμε για αυτή την υπέροχη συνομιλία, ανυπομονούμε να σας δούμε ζωντανά και να απολαύσουμε τη μουσική σας!
Ν: Ευχαριστώ για τη συνέντευξη, Άννα!