Οι Σουηδοί Dark Tranquillity είναι ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα μιας γενιάς που άλλαξε την πορεία του Death Metal ιδιώματος και ο Mikael Stanne, τραγουδιστής τους είναι πλέον ένας θρύλος. Ο Αλέξανδρος Αντωνιάδης, έχοντας τη “βοήθεια του κοινού”, συνομιλεί μαζί του ενόψει της εμφάνισης τους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, την Πέμπτη 12 και Παρασκευή 13 Μαΐου αντίστοιχα (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ).
-Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από το όνομα “Dark Tranquillity”. Τράβηξε την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το συγκρότημα, εξαιτίας της αντικρουόμενης φύσης των δυο λέξεων “Σκοτεινή” και “Ηρεμία” που ταίριαξαν μαζί. Ποιος εμπνεύστηκε το όνομά σας και ποιά είναι η ιστορία πίσω από αυτό;
Όταν ξεκινήσαμε είχαμε διαφορετικό όνομα. Εγώ και ο Niklas Sundin γράφαμε όλους τους στίχους. Όταν πλέον είχαμε φτάσει σε ένα επίπεδο να μπορούμε να συνθέτουμε αξιόλογα κομμάτια, το πρώτο μας το ονομάσαμε αρχικά “Into the void of tranquillity”. Ήμασταν αρκετά νέοι, όμως ήταν ένα κρίσιμο σημείο για την πορεία της μπάντας, γιατί αισθανθήκαμε έτοιμοι να ηχογραφήσουμε το πρώτο μας demo και να ξεκινήσουμε να κάνουμε συναυλίες. Έτσι σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ωραία ιδέα να ονομαστούμε Void of Tranquillity. Αργότερα, σε μια συνάντηση με τον Niclas Engelin των In Flames, του ανέφερα αυτό το όνομα που σκεφτόμουν και πρότεινε ότι μιας και η μουσική ακούγεται σκοτεινή και σοβαρή, θα έπρεπε και το όνομα να είναι κάτι όπως Dark Tranquillity, και συμφώνησα με την πρόταση του. Στη συνέχεια μίλησα με τον Niklas Sundin σχετικά με αυτό, και καταλήξαμε ότι το όνομα μας θα έπρεπε να αντανακλά την πηγή από όπου προέρχεται η έμπνευση μας, από που παίρνουμε ιδέες, όπως τις νύχτες όταν όλα είναι ήσυχα και σκοτεινά, όταν τείνουμε να είμαστε περισσότερο δημιουργικοί. Αυτή λοιπόν ήταν η πηγή του ονόματος μας.
-Ως συνέχεια του έξυπνου ονόματος, οφείλω να παραδεχτώ ότι οι Dark Tranquillity είναι η αγαπημένη μου μπάντα στιχουργικά. Βαθύ και υπαρξιακό το στιχουργικό πλαίσιο κατά τη διάρκεια της δισκογραφίας σας. Θα ήθελα να μου περιγράψεις τη διαδικασία της έμπνευσης των στίχων. Ποιές είναι οι κύριες πηγές που πυροδοτούν το γράψιμο των στίχων;
Στην αρχή, η πηγή έμπνευσης των στίχων ήταν κυρίως βιβλία και ποιήση που εγώ και ο Niklas διαβάζαμε. Προσπαθούσαμε να ασχοληθούμε με κάτι μοναδικό και διαφορετικό σε σχέση με την υπόλοιπη σκηνή. Έτσι, αντί να πάμε με ό,τι ήταν δημοφιλές εκείνη την περίοδο, όπως ταινίες τρόμου ή ο H.P. Lovecraft, προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι πιο κοντά στο ύφος του Shakespear αντί του Lovecraft. Ξεκινήσαμε να βρίσκουμε τη δική μας ταυτότητα, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στο να παράγουμε κάτι προσωπικό. Οι στίχοι μας πραγματεύονται τα ερωτήματα και τις συνειδητοποιήσεις για το τι είναι ο κόσμος, και κατ’επέκταση τη ματαίωση, τον θυμό, τους φόβους καθώς προσπαθεί ο άνθρωπος να τους κατανοήσει. Προσωπικά, αυτός ο τρόπος έκφρασης με βοηθάει να αποβάλω τις αρνητικές σκέψεις μου. Νιώθω πιο ήρεμος αφότου γράφω στίχους.
-Αυτό που εκτιμώ πολύ σχετικά με τη μουσική σας είναι ότι κάθε δίσκος σας ακούγεται σε κάποιον βαθμό πάντα διαφορετικός από τον προηγούμενο. Από τις αυθόρμητες δομές μελωδικού death metal των τριών πρώτων δίσκων “Skydancer” – “The Gallery” – “The Mind’s I”, σε μια πιο μελαγχολική φάση με “Projector” – “Haven”, πηγαίνοντας στη συνέχεια σε πιο άμεσα και έντονα κομμάτια στην τριπλέτα “Damage Done” – “Character” – “Fiction”, μέχρι τις πρόσφατες κυκλοφορίες σας όπου έχουν εισαχθεί κάποια μοντέρνα στοιχεία στον ήχο, η μπάντα εξερευνά νέους δρόμους έκφρασης. Επομένως, αναρωτιέμαι αν ήταν σκόπιμο και συμφωνημένο εξαρχής με τα υπόλοιπα μέλη να αλλάζετε ύφος σε κάθε νέα δουλειά ή απλώς συνέβαινε αυθόρμητα σε κάθε περίοδο;
Είναι κάτι που πάντα το συζητάμε μεταξύ μας, ποια στοιχεία λειτούργησαν καλά στους προηγούμενους δίσκους και ποιά θέλουμε να αλλάξουμε. Κάθε δίσκος είναι μια εμπειρία εκμάθησης, που οδηγεί στη δημιουργία του επόμενου. Σίγουρα δεν θέλουμε να επαναλαμβανόμαστε σε μεγάλο βαθμό, δεν έχουμε σκοπό να γυρνάμε τον ήχο μας σε ό,τι κάναμε τρία χρόνια πριν για παράδειγμα. Είναι μια συνειδητή διαδικασία το να αφήνουμε κάποιο χρονικό διάστημα ελεύθερο μετά από κάποια περιοδεία ή κάποια κυκλοφορία δίσκου, ώστε να έρθει η έμπνευση και το κίνητρο ξανά που να μας κάνει να θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο. Ακόμα κι αν αυτό καταλήξει να ακούγεται παρόμοιο με κάποια προηγούμενη δουλειά μας, τουλάχιστον στο μυαλό μας πρέπει να το αισθανόμαστε διαφορετικό. Όταν νιώθουμε ότι είναι υπερβολικά όμοιο, τότε το αφήνουμε στην άκρη και γράφουμε από την αρχή.
-Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, ποιά θα χαρακτήριζες ως την αγαπημένη σου περίοδο και ποιόν ως τον αγαπημένο σου δίσκο και γιατί;
Μου αρέσουν όλα για διαφορετικούς λόγους. Αγαπώ τον πειραματισμό που είχαμε στην αρχική περίοδο όταν βρήκαμε το στυλ μας με τα Gallery και Mind’s I, και ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε να κάνουμε όταν σχηματίσαμε το συγκρότημα. Επίσης, λατρεύω τα Projector και Haven, όπου προσπαθούσαμε να παράγουμε κάτι διαφορετικό, χωρίς απλώς να ακολουθούμε την προηγούμενη τροχιά αλλά να σπάσουμε τις νόρμες, ώστε να αποδείξουμε πως μπορούμε να είμαστε κάτι παραπάνω από την ταμπέλα “Gothenburg death metal”. Στα επόμενα albums σκεφτόμασταν ότι “OK, τώρα έχουμε δοκιμάσει όλα όσα θέλαμε, μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτό που κάναμε”, έχοντας όμως πλέον όλη αυτήν την εμπειρία και νέους τρόπους σύνθεσης. Αργότερα συνειδητοποιήσαμε ότι τώρα έχουμε περισσότερα εργαλεία γνώσης με τα οποία μπορούμε να εργαστούμε, νέες ικανότητες που μας επιτρέπουν να τροποποιήσουμε πάλι τον ήχο μας. Τα τελευταία χρόνια, είχαμε τις δυνατότητες να ενσωματώσουμε ηλεκτρονικά στοιχεία πάνω σε μια άμεση συνθετική νοοτροπία και μελωδίες με τρόπο που δεν μπορούσαμε να κάνουμε προγενέστερα. Σίγουρα θεωρώ ως σημαντικότερο album μας το The Gallery, μιας και με αυτό συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε κάτι αξιόλογο ως μπάντα, έχοντας βρει τον προσωπικό μας ήχο και τρόπο.
-Μιας και κουβεντιάζουμε για τα διαφορετικά vibes στους δίσκους σας, ποιά είναι η άποψη σου για το έργο του Niklas Sundin ως Mitochondrial Sun;
Λατρεύω τη μουσική του, είναι εντυπωσιακός, ειδικά όταν κάνει ακριβώς αυτό που θέλει. Θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίον σκέφτεται και συνθέτει, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερνει να διοχετεύει τις δυσκολίες των τελευταίων χρόνων στη μουσική δημιουργία του.
-Τραγούδησες στο ντεμπούτο album των In Flames, και αντίστοιχα ο Anders Friden, που τραγούδησε στο ντεμπούτο album των Dark Tranquillity, έγινε αργότερα ο τραγουδιστής τους. Τι θυμάσαι από εκείνη την ενδιαφέρουσα ανταλλαγή;
Όταν σχηματίσαμε τους Dark Tranquillity, εγώ έπαιζα κιθάρα και τότε δημιουργήσαμε το Skydancer. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία, όμως και περίεργη καθώς ήμασταν αρκετά νέοι χωρίς σαφείς ιδέες. Συνεπώς, ο Anders ήθελε να ακολουθήσει διαφορετική κατεύθυνση από εμένα και τον Niklas. Έτσι λοιπόν αυτή η συνύπαρξη στο συγκρότημα τελείωσε. Αμέσως μετά την ηχογράφηση του Skydancer, ο Jesper Stromblad ήθελε να σχηματίσει μια νέα μπάντα. Ήταν ήδη στους Ceremonial Oath και ήθελε να φτιάξει κάτι καινούριο. Επομένως με ρώτησε αν θα ήθελα να τραγουδήσω και συμφώνησα φυσικά. Ηχογραφήσαμε ένα album, το Lunar Strain, και κάναμε δυο συναυλίες στη Στοκχόλμη και στο Βερολίνο. Δεν ήμουν ποτέ full-time μέλος, ήταν περισσότερο ως session η παρουσία μου στους In Flames, όμως ήταν κάτι σπουδαίο για να ξεκινήσω κάτι καινούριο και μάλιστα ως τραγουδιστής.
-Μιλώντας για συμμετοχές σε διαφορετικά σχήματα, οι Halo Effect αποτελούν ένα full-time συγκρότημα ή ένα project; Σε περίπτωση μεγάλης επιτυχίας και ζήτησης για περιοδείες ή νέες κυκλοφορίες, πώς σκοπεύεις να χειριστείς τη δραστηριότητα των Dark Tranquillity;
Είναι σίγουρα ένα full-time συγκρότημα οι Halo Effect. Πρόκειται να περιοδεύσουμε κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου στην Ευρώπη μαζί με τους Amon Amarth και τους Machine Head. Επίσης, θα συμμετάσχουμε σε κάποια festivals αυτό το καλοκαίρι. Σχετικά με το πώς θα το χειριστώ, θα συνεχίσω να περιοδεύω και να ηχογραφώ. Η ιδέα είναι να συνεχίσουν και τα δύο συγκροτήματα ως full-time, όμως πάντα οι Dark Tranquillity αποτελούν προτεραιότητα.
-Η πανδημία και τα αποτελέσματα αυτής, όπως η ακύρωση συναυλιών, λειτούργησε ως εμπόδιο για εσένα ως καλλιτέχνη λόγω της απουσίας δραστηριοτήτων ή αποτέλεσε ευκαιρία σχετικά με σύνθεση νέας μουσικής;
Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ δημιουργικός κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Βέβαια υπήρχε μια σύγχυση για το γεγονός ότι ήμασταν απομονωμένοι, δεν μπορούσαμε να εργαστούμε ως ομάδα, να βγάλουμε χρήματα, να ταξιδέψουμε και να δούμε φίλους. Παρ’όλ’αυτά, την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να ξεκινήσω νέα πράγματα, όπως για παράδειγμα τους Halo Effect. Πράγματα που ήθελα να κάνω, όμως ήμουν μονίμως απασχολημένος. Έτσι, μέσα στην πανδημία βρήκα χρόνο και ηχογράφησα τρία albums και ένα EP, γράφοντας 42 τραγούδια, και αυτό τελικά ήταν πολύ καλό δημιουργικά.
-Μετά από δύο χρόνια δίχως συναυλίες, είστε ξανά επάνω στη σκηνή, περιοδεύοντας με τους Ensiferum. Πώς είναι η εμπειρία της νέας πραγματικότητας; Υπάρχει περισσότερος ενθουσιασμός για μια συναυλία ή ακόμα υπάρχει δισταγμός σχετικά με την προσέλευση και τις αντιδράσεις του κοινού;
Ξεκινήσαμε την περιοδεία από την Αμερική και εκεί μπορώ να πω ότι οι άνθρωποι δεν ένιωθαν πραγματικά έτοιμοι να βγουν ξανά έξω και να συμμετέχουν. Πάρα πολλοί άνθρωποι είπαν ότι ενώ ήθελαν να έρθουν, διατηρούσαν ακόμα τις ανησυχίες τους σχετικά με τον κορωνοιό. Όμως εδώ στην Ευρώπη, η ανταπόκριση είναι εντυπωσιακή. Οι συναυλίες γίνονται sold out σχεδόν κάθε βράδυ και οι άνθρωποι είναι πραγματικά ενθουσιώδεις και έτοιμοι να μας δουν. Το απολαμβάνω αυτό, μας δίνει μεγάλη δύναμη να κάνουμε την καλύτερη δυνατή εμφάνιση μας.