Σκεφτείτε το εξής σκηνικό: γνωρίζετε μια κοπέλα/αγόρι στην τρυφερή ηλικία των, ας πούμε 21-22 χρονών.
Ερωτεύεστε, περνάτε πολύ χρόνο μαζί, τα ζείτε όλα συμπυκνωμένα μέσα σε μια διάρκεια 1-2 ετών και ξαφνικά για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με εσάς τους ίδιους αλλά με τις συνθήκες, χάνεστε.
Έπειτα, αρκετά έπειτα εδώ που τα λέμε, σε ένα τυχαίο πάρτυ που σας τραβάει ο μλκς ο κολλητός σας, γιατί κάτι έχει στο μυαλό του, θέλει να συναντήσετε μια παρουσία. Την ίδια παρουσία που χάσατε τόσα χρόνια πριν. Συγκινημένοι αλλά και εμφανώς αμήχανοι γι’ αυτό που μπορεί να έχει αλλάξει, χάνεστε σε μια συζήτηση ωρών. Και ξαναερωτεύεστε αυτήν ακριβώς την παρούσια, αναγνωρίζοντας πόσο σας είχαν λείψει πράγματα στο χαρακτήρα της, μόνο που αυτή τη φορά, ανακαλύπτετε πολλά περισσότερα! Σας έχει συμβεί; Ναι, βασικά ούτε εμένα. Τουλάχιστον με άνθρωπο.
Έτσι ακριβώς όμως, μπορώ να περιγράψω τη σχέση μου με αυτή τη μοναδική μπάντα, που τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό, “έφτιαξε” και τελειοποίησε όλο το σημερινό post metal οικοδόμημα, μαζί με τους έταιρους μεγάλους Isis. Τους CoL τους γνώρισα μέσα από το εξαιρετικό “Somewhere Along the Highway”, αλλά τους ερωτεύτηκα στο “Vertikal”. Μετά, χαθήκαμε για χρόνια, μέχρι που ένας φίλος μου έβαλε να ακούσω το “A Dawn to Fear”. Και τους ερωτεύτηκα ξανά. Αλλά ας τα πάρουμε λίγο απ’ την αρχή.
Αρχικά, να πούμε ότι οι CoL ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ. Για την ακρίβεια, έχουν από καλά έως εξαιρετικά. Ανήκουν σε αυτή τη σπάνια ομάδα μπαντών, που απλά αδυνατούν να βγάλουν κακό δίσκο. Για την ακρίβεια, το “χειρότερο” τους, είναι το καλό ομώνυμο ντεμπούτο τους, στο οποίο το songwriting είναι πιο βατό, το progression πιο “λογικό” και το είδος χαρακτηρίζεται doom (ή εκεί τριγύρω) και κυκλοφορεί το 2001 από την Rage of Achilles.
To 2003, κυκλοφορούν το “The Beyond”, άλμπουμ κοντά στο ομώνυμο, αλλά με περισσότερη δουλειά στον ήχο ο οποίος βγαίνει λίγο πιο “επεξεργασμένος” και πριμαριστός. Έχουν υπογράψει στην Earache, το οποίο μόνο καλός οιωνός μπορεί να είναι για τη συνέχεια και αρχίζουν σιγά σιγά οι πειραματισμοί, που θα οδηγήσουν στο υπέροχο-
-”Salvation” του 2004. Εδώ να πούμε ότι το άλμπουμ όταν κυκλοφόρησε, ήταν το πρώτο 10/10 που έβαλε το βρετανικό Metal Hammer απ’ το “Black Album” και μετά. Ξέρω, σε κάποιους αυτό δε λέει πολλά, αλλά αν ακούσετε το δίσκο θα καταλάβετε γιατί. Είναι η πρώτη από τις πολλές κορυφές των CoL, άλμπουμ με περισσότερο λυρισμό από τα προηγούμενα, αρκετά πιο δουλεμένες συνθέσεις, μεγαλύτερη προσοχή στις ενορχηστρώσεις (πράγμα που θα αποτελέσει ατού και βασικό χαρακτηριστικό της μπάντας τα επόμενα χρόνια) και αρκετά βήματα προς το post και λιγότερο προς το doom των προηγούμενων δύο κυκλοφοριών. Είναι ο δίσκος που αποτέλεσε το break through της πορείας τους και όχι άδικα.
Το 2006, κυκλοφορεί το “Somewhere Along the Highway”, δίσκος που σύμφωνα με τους ίδιους είναι πιο “ακατέργαστο” από τον προκάτοχό του, καθώς το μπάτζετ υπήρξε μειωμένο και ηχογραφήθηκε σχεδόν live, σε έναν αχυρώνα στο Umea της βόρειας Σουηδίας (την πόλη που δημιουργήθηκε το γκρουπ). Αποτελεί concept δίσκο και έχει θέμα τη μοναξιά. Μελωδικό, “less produced” σε σχέση με το Salvation, δε φτάνει τα ύψη του προκατόχου του, αλλά αποτελεί μια αναμφίβολα καλή συνέχεια (είπαμε, ΔΕΝ έχουν βγάλει κακό άλμπουμ). Στα αξιοσημείωτα της κυκλοφορίας, το remix του κομματιού “Marching to the Heartbeats”, που επανακυκλοφόρησε ως “Heartbeats” μέσω του MySpace σαν δωρεάν download, σε μία κίνηση μομφής απέναντι στη μουσική βιομηχανία.
Συνεχίζοντας στην Earache, κυκλοφορούν το 2008 το “Eternal Kingdom”, δίσκο που σύμφωνα και με τους ίδιους, είναι πιο βαρύς, πιο σκοτεινός και περισσότερο progressive σε σχέση με το παρελθον. Κερδίζει υποψηφιότητα για τα Σουηδικά grammy και ο τίτλος του προέρχεται απ’ το υποτιθέμενο ημερολόγιο πρώην τροφίμου του κτιρίου στο οποίο έγιναν οι ηχογραφήσεις, το οποίο παλιότερα λειτουργούσε σαν άσυλο για άτομα με ψυχικές ασθένειες. Όπως αποκάλυψαν οι ίδιοι αργότερα, ήταν ένα hoax που δημιούργησαν για να καταδείξουν την πρόχειρη δουλειά που έκανε ο μουσικός τύπος σε συνεντεύξεις. Μη μου πείτε ότι δεν τους λατρεύετε;
5 χρόνια είναι πολλά χωρίς Cult of Luna άλμπουμ, ας όψονται όμως οι αποστάσεις, οι καθημερινές δουλειές, οι οικογένειες των μελών και άλλα “τετριμμένα” για την τέχνη πράγματα. Είναι όμως καιρός για τη μπάντα να αλλάξει εταιρία (Indie Recordings) και να γράψει αρκετό υλικό για 2 δίσκους, αλλά αντ’ αυτού η κυκλοφορία μοιράστηκε σε αλμπουμ και EP. Εμφανές από τις πρώτες νότες, ο ήχος έχει περισσότερα πλήκτρα και ηλεκτρονικά στοιχεία σε σχέση με παλιότερα και θέλοντας να ξεφύγουν από τις θεματικές του παρελθόντος, εστίασαν σε πιο urban στοιχεία στιχουργικά, με το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα “Μetropolis” του Fritz Lang να αποτελεί βασική επιρροή. Δεν έχω να πω κάτι παραπάνω, είναι ο δίσκος που με έκανε να ερωτευτώ τη μπάντα και θυμάμαι για μήνες ολόκληρους να ακούω τα εισαγωγικά “The One” & “Ι:Τhe Weapon” στο repeat, χαμένος στους ήχους που ξεπετάγονταν από παντού να με κλείσουν μέσα τους. Δεύτερη κορυφή τους, αδιαμφισβήτητα.
2016 και φτάνουμε στο, κατα πολλούς περίεργους (ή και όχι, προχωράμε) καλύτερο δίσκο του γκρουπ μέχρι τώρα. “Mariner” λοιπόν, συνεργασία με την εξαιρετική Julie Christmas (Made Out of Babies, Battle of Mice) σε ένα φοβερό ετερόκλητο (νόμιζα αρχικά) φωνητικό δίδυμο με τον Johannes Persson και το concept αυτή τη φορά έχει να κάνει με την εξερεύνηση του διαστήματος, καθώς η μπάντα ήθελε να απομακρυνθεί από τα αστικά τοπία του “Vertikal”. Εξαιρετικά πλήκτρα και samples, heavy as fuck κιθάρες, δένουν μοναδικά με πιο μελωδικά μέρη και όταν οι εντάσεις χαμηλώνουν, η φωνη της Christmas δημιουργεί μοναδικες ατμόσφαιρες. Και τι μπορεί να ακολουθήσει ένα τέτοιο δίσκαρο;
Μα φυσικά το τεράστιο από όλες τις απόψεις “A Dawn to Fear” του 2019. Αλλαγή εταιρείας στη Metal Blade, διπλό άλμπουμ, μεγάλες συνθέσεις με μοναδικά ξεσπάσματα, χαρακτηριστικό της μπάντας που εδώ κατ εμέ βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, φοβερά δομημένα κομμάτια και ένα από τα καλύτερα του δίσκου, αν όχι όλης τους της πορείας, το αριστουργηματικό “Lights on the Hill”. Αντικειμενικός με αυτό το LP σίγουρα δε μπορώ να είμαι, μιας και υπήρξε ο λόγος που τους ερωτεύτηκα ξανά και αποτελεί ένα μουσικό safe space από τότε που βγήκε.
Πριν πάμε όμως στο φετινό “The Long Road North”, να πουμε για το ΕP “The Raging River” το οποίο για μένα λειτούργησε σαν μία πολύ καλή γέφυρα μεταξύ των δύο τελευταίων άλμπουμ και μας χάρισε την πολύ καλή συνεργασία με το Mark Lannegan στο “Inside of a Dream”, μια από τις τελευταίες πριν αυτός πεθάνει το 2022.
Kαι καταλήγουμε στο πολύ καλό φετινό “The Long Road North” και λέω πολύ καλό, γιατί οι δουλειές των CoL γίνονται καλύτερες ακρόαση με την ακρόαση. Βαθύ, βαρύ και σκοτεινό, αποτελεί τη φυσική συνέχεια του “A Dawn to Fear” με τη διαφορά ότι δεν έχει ίσως τις κλιμακώσεις και τα ξεσπάσματα του τελευταίου. Αδυναμία μου, το “Beyond I”, με τη συμμετοχή της Mariam Wallentin και απ’ ότι φαίνεται, η μπάντα έχει πολύ καλό γούστο στις επιλογές για συμμετοχές που κάνει.
Έχουμε και λέμε λοιπόν: 9 δίσκοι (και κάμποσα EPs) με 4 σχεδόν ισάξιες κορυφές και ΚΑΜΙΑ έστω μέτρια στιγμή. Πολλές ώρες μουσικής, μεγάλα σε διάρκεια άλμπουμ, χωρίς να γίνονται βαρετοί ή κουραστικοί ούτε λεπτό. Απίστευτες ενορχηστρώσεις και δομές κομματιών, που σε μεγάλο βαθμό έδωσαν μορφή στο post metal ιδίωμα. Εξαιρετικοί μουσικοί και φοβερές ιδιοσυγκρασίες σαν άτομα, ανεξάρτητα από το πότε και ποιοι διετέλεσαν μέρος του γκρουπ (προσωπικά άλλωστε, ποτέ δεν κοιτούσα ποιος είναι μέρος την εκάστοτε στιγμή, βλέπω τη μπάντα σαν μία οντότητα). Consistency και παραγωγικότητα, αν λάβουμε υπόψη τους 9 δίσκους σε 24 χρόνια, με ένα διάλειμμα 5 ετών στο ενδιάμεσο. Λίγα μόνο από τα πράγματα που εξηγούν την επιτυχία και το μέγεθος των Cult of Luna. Χμμ, ας βάλω πάλι το Salvation, νομίζω ερωτεύομαι ξανά…
**Οι Cult of Luna θα εμφανιστούν στο Fuzz Live Club στις 19 Οκτωβρίου. ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
1117