Είδος: Post Punk
Εταιρεία: Ανεξάρτητη κυκλοφορία
Ημ. Κυκλοφορίας: 11 Οκτωβρίου 2024
Ένα χρόνο παρά κάτι μήνες μετά το EP που έφερε το όνομα της μπάντας, οι Αθηναίοι Commuter μας κερνάνε την παρθενική τους ολοκληρωμένη δουλειά, με τίτλο “Guilt Eraser”. Πάμε όμως πρώτα να δούμε μερικά πράγματα για το σχήμα.
Αρχικά ήταν ένα σόλο πρότζεκτ του τραγουδιστή και κιθαρίστα Διονύση Κουταβά. Εν μέσω πανδημίας όμως το σόλο πρότζεκτ έγινε κανονική μπάντα (Δημήτρης Κουτσούλης στα drums, Σπήλιος Κάκκας στο μπάσο και Αλέξανδρος Κολοκυθάς στις έτερες κιθάρες), και σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου μεταλλάχθηκε από απλώς μια πυξίδα εξερεύνησης της αρχής της ενήλικης ζωής σε κάτι πιο μεγάλο που καταπιάστηκε με πιο καθολικά θέματα της καθημερινότητας, πάντα όμως μέσα από αυτό το πρίσμα της μετεφηβείας. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε όλες τις πλευρές της μπάντας, από την angsty post punk μουσική αισθητική μέχρι τους τίτλους των κομματιών και τους στίχους.
Ok, Commuter (see what I did there?), πάμε όμως να ρίξουμε μια αυτιά (και παραπάνω) στο “Guilt Eraser”. Οι ίδιοι δηλώνουν άμεσα επηρεασμένοι από την καναδική σκηνή, και αυτό στα αυτιά μου γίνεται ξεκάθαρο από τις πρώτες νότες της κιθάρας του εισαγωγικού “Relay” αλλά και τη φωνή, φέρνοντάς μου αμφότερα στο μυαλό τους Home Front (ίσως επειδή δεν φεύγουν και ποτέ απ’ το μυαλό μου, δες εδώ γιατί). Γρήγορο ποστ πανκ, φωνητικά με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό του μουσικού ιδιώματος και ενέργεια που σε βάζει κατευθείαν στις διαθέσεις τους. Καλά ξεκινάμε εν ολιγοις…
Και συνεχίζουμε καλά με το “Pedestal”, με το επαναλαμβανόμενο κιθαριστικό ριφ να δημιουργεί ταυτόχρονα μια “χορευτικότητα” (not even a word, ένα ρυθμικό pattern που σε παρασέρνει, αν προτιμάς) αλλά και ένα αγχώδες περιβάλλον ταυτόχρονα.
Το “Pressure Points” κατεβάζει ρυθμούς αλλά καθόλου ένταση, με το μπάσο να βγαίνει λίγο πιο μπροστά (και θα πρωταγωνιστήσει ακόμα περισσότερο σε κομμάτια όπως το “Push Forward” και το “Locksmith” που έρχονται λίγο αργότερα, αν και κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντα το rhythm section είναι σε σημεία αδικημένο παραγωγικά). Από τις πρώτες, αναγνωριστικές ακροάσεις του δίσκου, με κέρδισε απόλυτα το “Leap”, με την πιο Cureίστικη αισθητική του. Κομμάτι που ξεχωρίζει για μένα, με κιθάρες και φωνητικά να είναι στα καλύτερά τους, τόσο στα ξεσπάσματα όσο και στα πιο ήπια σημεία. Στιχουργικά επικρατεί μια πολύ ωραία συναισθηματική απλότητα η οποία συναντάται και στο “Pedestal”, και σε αντιπαραβολή με τις πιο πολυσύνθετες (όχι όμως επιτηδευμένα πολύπλοκες) εσωτερικές αναζητήσεις των κομματιών που προηγούνται κι έπονται δημιουργούν ένα ωραίο ταξίδι.
Ακολουθεί το “Honestly”, το οποίο είναι και το μοναδικό κομμάτι στα ελληνικά. Δεν μπορώ να πω ότι μου ταίριαξε, ακόμα και αν ο τρόπος ερμηνείας σε κάνει να αμφιβάλεις ότι ακούς την γλώσσα σου. Μουσικά οκ, αλλά ενώ δεν είμαι πολέμιος της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα μουσικά ιδιώματα, με κλώτσησε αρκετά.
Την υποθετική δεύτερη πλευρά του δίσκου υποδέχονται τα προαναφερθέντα “Push Forward” και “Locksmith”, για να φτάσουμε στο “Agitation (pt.4)” (που πήγαν τα προηγούμενα τρία ασούμε;) το οποίο χώνεται υπόγεια και με ominous διάθεση για να ανεβάσει γκάζια που θα μας οδηγήσουν με εξαιρετική συνέπεια στο “Bruising”. To αλμπουμ κλείνει με το 8λεπτο “Glasgow”, που μπαίνει με μια dreampopίστικη κιθάρα και μιλιταριστικά ντραμς που δίνουν μια δυστοπική εσάνς, πριν αρχίσει ο μουσικός χαμούλης (με την καλή έννοια).
Θετικότατο ντεμπούτο για τους Commuter, με ένα άλμπουμ με αρκετή συνοχή και όχι διάσπαρτα τραγούδια το ένα πισω απ’ τ’ άλλο. Προσωπικά θεωρώ πως το “Leap” πρέπει να δείξει τον δρόμο της συνέχειας (αυτό πάντα σε συνάρτηση με τα δικά μου γούστα), αλλά συνολικά το΄αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικό.
Αναμένουμε την συνέχεια, δισκογραφικά και στο σανίδι.
Facebook: https://www.facebook.com/thisiscommuter/
Bandcamp: https://www.facebook.com/thisiscommuter/