Τον Ιούνιο του 1960 τέσσερις έφηβοι βρίσκονταν για κάμπινγκ στη λίμνη Bodom, στα περίχωρα της πόλης Espoo κοντά στο Ελσίνκι. Οι τρεις από αυτούς κατέληξαν σφαγμένοι, ο τέταρτος τραυματίας και ξεκίνησαν οι έρευνες για ένα από τα χειρότερα εγκλήματα στη Φινλανδία. Το θέμα απασχόλησε τις φινλανδικές αρχές – και συνεχίζει να τις απασχολεί μιας και η υπόθεση δεν έχει κλείσει ακόμα. Τα τελευταία χρόνια όμως, πέρα από την αστυνομία, τα “Παιδιά της λίμνης Bodom” απασχόλησαν – με πολύ μεγάλη επιτυχία θα έλεγα – και πάρα πολλούς άλλους. Δυστυχώς το καινούργιο έτος έφερε τον χαμό του κιθαρίστα/τραγουδιστή του σχήματος, Alexo Laiho, καθιστώντας αβέβαιο το μέλλον των COB. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
1993 και οι πιτσιρικάδες ακόμα Alexi Laiho (κιθάρα-φωνητικά) και Jaska Raatikainen (drums) φορμάρουν τους Inearthed. Το συγκρότημα συμπληρώνει ο μπασίστας Samuli Miettinen, ο οποίος είναι και ο στιχουργός της παρέας. Το πρώτο τους demo “Implosion of Heaven” κυκλοφορεί το 1994 και το 1995 ακολουθεί και το δεύτερο “Ubiquitous Absence of Remission”.
Την ίδια χρονιά ο Miettinen φεύγει από τη μπάντα, μιας και οι γονείς του αποφασίζουν να μετακομίσουν στις ΗΠΑ, και αντικαθίσταται από τον Henkka Seppälä, ενώ στην παρέα μπαίνει και ο Alexander Kuoppala (ρυθμική κιθάρα) και ο Jani Pirisjoki (πλήκτρα).
Το τρίτο τους demo “Shining” (1996) έχει την ίδια τύχη με τα δύο προηγούμενα – καμία ένδειξη ενδιαφέροντος από δισκογραφικές και παρά τις προσπάθειές τους, παραμένουν η μπάντα των τοπικών clubs.
Επειδή όμως είναι και τολμηροί πιτσιρικάδες, αν και δε διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια, αποφασίζουν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι τις ηχογραφήσεις του πρώτου τους δίσκου. Πριν ξεκινήσουν όμως, ο Pirisjoki απολύεται και τα πλήκτρα αναλαμβάνει ο Janne Wirman.
Το πρώτο άλμπουμ θεωρητικά θα κυκλοφορούσε μέσω της βελγικής Shiver Records, τελικά όμως αφενός η έλλειψη προθυμίας της εταιρείας να το προωθήσει σωστά και αφετέρου το ενδιαφέρον της Spinefarm Records οδηγούν στην αλλαγή του ονόματος (είχαν ήδη συμφωνήσει ως Inearthed με τη Shiver) και στην υπογραφή συμβολαίου με τη δεύτερη.
Η μπάντα βαφτίζεται Children of Bodom, το 1997 κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους “Something Wild” και δικαίως κατακτούν αρκετά εύκολα τη φινλανδική metal σκηνή. Εξαίρετα φωνητικά, πολύ καλές κιθάρες, πλήκτρα που βγάζουν σκοτεινές μελωδίες, ο ορισμός του ήχου τους ουσιαστικά. Ο Laiho, αν και παραδέχεται ότι είναι ο σημαντικότερος δίσκος τους, διότι τους έβαλε στο χάρτη του metal, επιμένει ότι είναι και εκείνος που του αρέσει λιγότερο.
Ακολουθούν δύο ευρωπαϊκές περιοδείες μέσα στο 1998 (και οι πρώτες τους εμφανίσεις σε φεστιβάλ της Φινλανδίας αλλά και στο Wacken, του οποίου έχουν καταλήξει must πλέον – κάθε 2-3 χρόνια επιστρέφουν εκεί, να δουν αν άλλαξε ο χώρος!) και η ηχογράφηση του δεύτερου δίσκου τους “Hatebreeder”, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1999.
Δυναμίτης με γρήγορο, βαρύ και πολύπλευρο ήχο, ο οποίος όμως βασίζεται σε μελωδία και όχι απλή βαβούρα. Το single “Downfall” σκίζει στα φινλανδικά charts και το ίδιο το άλμπουμ φτάνει στο #6 στη Φινλανδία. Οι COB περιοδεύουν στην Ευρώπη με Arch Enemy, Dark Tranquility και In Flames (τα κλάματα τώρα ή αργότερα;) και κάνουν και μια βόλτα από Ιαπωνία μαζί με τους In Flames. Εκεί ηχογραφούν και το “Tokyo Warhearts: Live in Japan”. Όσο ασυνήθιστο και αν είναι για ένα συγκρότημα να βγάζει live, έχοντας μόνο δύο επίσημες κυκλοφορίες οι COB το επιχειρούν και κερδίζουν τις εντυπώσεις. Το CD τους δικαιώνει πανηγυρικά.
Και ενώ ο κόσμος ανησυχεί για τις συνέπειες του millennium, οι Φινλανδοί προετοιμάζουν νέες εκπλήξεις. Το 2000 κυκλοφορεί το “Follow the Reaper”, το οποίο μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως κλασικό. Άρτιες συνθέσεις, ένταση και ταχύτητα και όλα αυτά σε επική-μελωδική ατμόσφαιρα. Συνδύασαν με επιτυχία ωμότητα, τραχύτητα και καφρίλα με τα τεχνικά στοιχεία που υπήρχαν και στους προηγούμενους δίσκους τους.
Το Μάιο του 2000 έρχονται και εδώ για δύο εμφανίσεις με τους Impaled Nazarene. Ο Laiho μάλλον ζορίστηκε λίγο τότε, αφού εμφανιζόταν και με τις δύο μπάντες (οι Impaled Nazarene είναι ένα από τα side projects με τα οποία έχει κατά καιρούς ασχοληθεί). Στην “Led By The Reaper” ευρωπαϊκή περιοδεία είναι με τους Primal Fear, ενώ παίζουν για πρώτη φορά στο Μεξικό και τη Νότιο Αμερική.
Κάνοντας ένα διάλειμμα από τις περιοδείες το 2002 (αλλά για να μην ξεχνιόμαστε, εμφανίζονται στο Wacken και το Graspop), ηχογραφούν το “Hate Crew Deathroll”, το οποίο και κυκλοφορεί αρχές του 2003. Αρκετοί θεωρούν το συγκεκριμένο άλμπουμ ως την αρχή της παρακμής των COB. Η κλασική δική τους προσέγγιση στο metal, αλλά πιο απλοϊκή, χωρίς έμπνευση και χωρίς να μπορεί να πάρει τον ακροατή από τα μούτρα. Άλλοι πάλι, διαφωνούν και θεωρούν ότι απλά κινείται σε αρκετούς διαφορετικούς χώρους του metal, για να δημιουργήσει ένα μοναδικό ήχο.
Ο δίσκος πάντως γίνεται #1 στη Φινλανδία και οι COB ανακηρύσσονται το συγκρότημα της χρονιάς στα φινλανδικά Metal Music Awards. Ακολουθεί η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Kuoppala αποφασίζει ότι θέλει να αποχωρήσει από τη μπάντα και τους αφήνει λίγο σύξυλους. Προσωρινός αντικαταστάτης του ο Roope Latvala, γνωστός του Laiho από τη συνεργασία τους στους Sinergy, ο οποίος και τελικά παραμένει στους COB ως μόνιμο μέλος.
Την επόμενη χρονιά, κάπου μεταξύ δύο περιοδειών στην Αμερική και κάποιων εμφανίσεων σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ, έτσι για να μας δώσουν μια γεύση του επόμενου δίσκου τους, κυκλοφορούν το ΕΡ “Trashed, Lost & Strungout”, όπου υπάρχει και μια διασκευή-παρωδία του γνωστού hit “Oops! I did it Again” (ναι, για αυτό της Britney Spears πρόκειται).
Το “Are You Dead Yet?” κυκλοφορεί το 2005 και… προβληματίζει. Ναι μεν COB, αλλά πού βρίσκονται; Τα πλήκτρα, χαρακτηριστικά μέχρι πρότινος του ήχου τους, λίγο εξαφανισμένα, τα solos υπάρχουν τυπικά και μόνο, επαναλαμβανόμενα και μάλλον μέτρια riff, ο Laiho τραγουδάει και καταλαβαίνουμε τι λέει (εε, δε μας έχει συνηθίσει σε κάτι τέτοια). Μήπως βαριόντουσαν όταν το έγραφαν; Οποιοσδήποτε προβληματισμός βέβαια μάλλον δεν είχε και μεγάλη σημασία, μιας και ο δίσκος έγινε #1 στη Φινλανδία, #16 στη Γερμανία και τη Σουηδία και #17 στην Ιαπωνία.
Συνέχεια με περιοδείες επί περιοδειών: Αμερική με Trivium και Amon Amarth, Αυστραλία για πρώτη φορά, ξανά Αμερική με Chimaira και God Forbid, Unholy Alliance Tour σε Αμερική και Ευρώπη με Slayer, Lamb of God, In Flames, Mastodon και Thine Eyes Bleed (αυτό γιατί δε μας το έφερε κανείς εδώ, άραγε;), και πάλι Αμερική με Amon Amarth, Sanctity και Gojira, ε, και μια Ευρώπη με Ektomorf.
Και επειδή τόσο καιρό όλο σε περιοδεία βρίσκονταν, είπαν να γυρίσουν και ένα DVD. “Chaos Ridden Years: Stockholm Knockout Live”, το οποίο πέρα από το live στη Στοκχόλμη έχει συνεντεύξεις και πολλά άλλα extras.
Το 2007 πάντως δεν τους μπαίνει και πολύ καλά. Ο Laiho καταφέρνει να σπάσει τον ώμο του, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν κάποιες συναυλίες τους. Γενικά, όμως, εφόσον δουλεύανε για το διάδοχο του AYDY, η χρονιά δεν ήταν και πολύ πλούσια συναυλιακά – πόσο πια!
Το έκτο τους άλμπουμ “Blooddrunk” κυκλοφορεί το 2008 και μάλλον δείχνει ότι οι COB συνεχίζουν να έχουν χαμένο κάτι. Όχι από τις καλές στιγμές τους, μιας και ενώ σίγουρα υπάρχουν κάποια κομμάτια που βαράνε σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνονται. Παρόλα αυτά, “χτύπησε” #1 στη Φινλανδία (κλασικά πλέον), #10 στη Γερμανία, #7 στον Καναδά και #12 στην Ιαπωνία.
Gigantour στην Αμερική με Megadeth και In Flames, Wacken (πάλι), Download, περιοδεία στην Ευρώπη με Slipknot και Machine Head. Εμείς τότε πού ήμασταν; Και επειδή όπως φαίνεται οι περιοδείες τους αρέσουν πάρα πολύ, έτσι ξεκίνησαν και το 2009. “Blooddrunks crawling over your EU” με Cannibal Corpse, “No Fear Energy Tour” με Lamb of God και As I Lay Dying, από την οποία όμως αποχώρησαν αναγκαστικά όταν ο Laiho τραυματίστηκε πέφτοντας από την κουκέτα του στο λεωφορείο της περιοδείας. Περιοδειών συνέχεια στη Νότιο Αμερική και το Μεξικό με τους Amorphis και στις ΗΠΑ με The Black Dhalia Murder και Skeletonwitch. Βέβαια, κάπου μέσα σε όλο αυτό το touring, βρίσκουν το χρόνο να ηχογραφήσουν και το “Skeletons in the Closet”, ένα άλμπουμ διασκευών που κυκλοφορεί το Σεπτέμβριο του 2009.
Επόμενος δίσκος τους το “Relentless Reckless Forever” του 2011. Καλή παραγωγή, κάποια κομμάτια που θυμίζουν τις παλιές μέρες της δόξας τους, αλλά βασικά με εμφανή την έλλειψη πρωτοτυπίας και του νεύρου στο οποίο μας είχαν καλομάθει αρχικά. Η “Ugly World Tour” που ακολούθησε, με support τους Ensiferum και τους Machinae Supremacy, πέρασε και από Gagarin έτσι για να αποζημιωθούμε για αυτά που δεν είχαμε δει τόσα χρόνια.
Το 2012, μετά από χρόνια παραμονής στη Spinefarm Records αλλάζουν εταιρεία και υπογράφουν στη Nuclear Blast. Δεδομένης της αγάπης τους για τα live, υποκύπτουν στη μόδα της εποχής και περιοδεύουν στην Αμερική για τα 15 χρόνια της μπάντας. Επίσης, εμφανίζονται σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ – είναι άλλωστε γνωστή η αδυναμία τους στις μεγάλες σκηνές.
Τον Ιούνιο του 2013 κυκλοφορεί η τελευταία τους δουλειά “Halo of Blood”. Ο Laiho ξαναβρήκε την έμπνευσή του και έγραψε ένα κλασικό COB άλμπουμ ή ό,τι πλησιέστερο σε αυτό. Επιστροφή στο melodic death metal με κομμάτια που βαράνε. Αν και ομολογουμένως άργησαν λιγάκι, επέστρεψαν δριμύτεροι ελπίζουμε.
Το 2015 βρίσκει τους Children Of Bodom με ένα ακόμη album υπό την αιγίδα της Nuclear Blast, το αμφιλεγόμενο “I Worship Chaos” στο οποίο οι Φινλανδοί έχουν μετατραπεί σε κουαρτέτο μιας και ο Roope Latvala αποχωρεί και τις κιθάρες αναλαμβάνει πλήρως ο Laiho.
Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο album απλά δεν είναι καλό ή έστω, είναι άνισο. Με λίγες πραγματικά αξιόλογες στιγμές (για παράδειγμα τα “Morrigan”, “Hold Your Tongue” και το ομότιτλο track), το “I Worship Chaos” μάλλον πέρασε στο “ντούκου” αν και το όνομα της μπάντας είναι ήδη αρκετά μεγάλο για να μειώσει τη δημοτικότητά τους. Ακολουθεί η γνωστή πια διαδικασία της περιοδείας καθώς και ένα split με τους Amorphis (“Tales from Lake Bodom”) και κάπου εκεί ο Laiho βάζει φρένο και παγώνει τις δραστηριότητες των Bodoms.
Τα χρόνια κυλούν και έπειτα από μια τετράχρονη απραξία και με τον Daniel Freyberg να έχει λάβει το ρόλο του ρυθμικού κιθαρίστα, την άνοιξη του 2019 οι Children Of Bodom κυκλοφόρησαν την τελευταία τους δουλειά “Hexed” https://rockway.gr/posts/22810-children-of-bodom-hexed/, ένα πάρα πολύ καλό album συνθετικά που προσανατολιζόταν στις πρώτες ημέρες της μπάντας.
Όπως ανέφερα και στο review του album, αυτό περιέχει πολύ καλά τραγούδια (ενδεικτικά αναφέρω τα “Glass Houses” και “Kick in a Spleen”), άμεσα και εύληπτα, επαναφέροντας το αρχικό πνεύμα των Bodom χωρίς όμως να απορρίπτει τις σύγχρονες τάσεις. Γρήγορο υλικό γενικά με ολοκάθαρη παραγωγή και τελικώς ένα αξιοπρεπέστατο album. Παράλληλα ο Laiho σχημάτισε με τον Freyberg το σχήμα Bodom After Midnight οι οποίοι πρόλαβαν και έδωσαν κάποια live shows το φθινόπωρο του 2020 και είχαν στα σκαριά υλικό για την κυκλοφορία ενός album αλλά η μοίρα έπαιξε διαφορετικό παιχνίδι.
Ο Alexi Laiho, αυτός ο σπουδαίος guitar hero (αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο, η συνθετική του ικανότητα είναι άλλο θέμα) τα τελευταία χρόνια είχε διάφορα θέματα με την υγεία του. Η οποία επιδεινώθηκε πρόσφατα με αποτέλεσμα να τον καταβάλλει σε τέτοιο βαθμό ώστε να επέλθει το μοιραίο σε ηλικία σχεδόν 41 ετών. Αν και τα αίτια δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα, ο Laiho ταλαιπωρούνταν από το στομάχι του εδώ και χρόνια αλλά μόλις τον τελευταίο καιρό η πορεία του έγινε μη αναστρέψιμη. Η ανακοίνωση της απώλειας του Laiho ήταν αναπάντεχη ως γεγονός και συντάραξε όλη τη metal κοινότητα.
O Alexi Laiho θα παραμείνει στη μνήμη του κοινού ως ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στον χώρο της ηλεκτρικής κιθάρας το οποίο επηρέασε ένα μεγάλο πλήθος κιθαριστών στις νεώτερες γενιές και σίγουρα το κενό που αφήνει ο θάνατός του είναι μεγάλο. Το Rockway.gr αποχαιρετά με τον τρόπο του αυτόν τον καλλιτέχνη και ευχόμαστε τα δέοντα στην οικογένεια και τον στενό κύκλο του. R.I.P.
Συντάκτες: Ιορδάνης Κιουρτσίδης/Σοφία Μπαλή
Facebook: https://www.facebook.com/childrenofbodom
Official Page: https://www.cobhc.com/
797