“Αυτό το ξενοδοχείο δεν ανήκει στην Αμερική. Δεν υπάρχουν ηλεκτρικές σκούπες, κανόνες και ντροπή … είναι το υψηλό σημείο του σουρεαλιστικού.“
222 W. 23rd Street, New York City… Κοινός προορισμός πολλών επώνυμων που άφησαν το σημάδι τους έντονα στις τέχνες της παγκόσμιας κληρονομιάς. Την 1η Αυγούστου 2015 οι πόρτες του περιβόητου “Chelsea Hotel” έκλεισαν ξανά για όλους, πλην των μονίμων ενοίκων που είχαν διατηρήσει τους χώρους τους, παρά την πώληση του ξενοδοχείου. H εκκίνηση μιας ολικής ανακαίνισης-μεταμόρφωσης δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, παρατείνοντας στο άγνωστο το αρχικό πλάνο των νέων ιδιοκτητών.
Το εμβληματικό δωδεκαώροφο κτήριο του Manhattan, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα, την γοτθική, βικτοριανή αρχιτεκτονική και τα σιδερένια με σχέδια λουλουδιών μπαλκόνια, χτίστηκε μεταξύ του 1884 και του 1885 από την εταιρία Hubert, Pirrson & CO. Σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Philip Hubert, ήταν ουσιαστικά μια βελτιωτική απόπειρα του μοντέλου “The Rembrandt”, ενός εξαώροφου κτηρίου στην West 57th Street που προοριζόταν για στέγαση καλλιτεχνών. Ήταν τότε το ψηλότερο οικοδόμημα της πόλης και βασισμένο στα κοινοτικά φιλοσοφικά θεμέλια του Γάλλου Charles Fourier, διέθεσε κάποιες μονάδες του για εκμετάλλευση και κράτησε τον 12ο όροφο για τα στούντιο των καλλιτεχνών. Οι σημαντικές αλλαγές όμως των επόμενων χρόνων, με την οικονομική κρίση, το άνοιγμα του Άνω Μανχάταν και τη μεταφορά της θεατρικής περιοχής της πόλης, οδήγησαν το Chelsea σε χρεωκοπία.
Το κτήριο άνοιξε ξανά και λειτούργησε ως ξενοδοχείο το 1905 υπό τη διοίκηση της Knott Hotels. Μετά τη νέα πτώχευση, αγοράστηκε από νέα ιδιοκτησία το 1939 και ουσιαστικά, από το 1942 και μέχρι το 2007, το ξενοδοχείο διοικούσε η οικογένεια Bard. Το 1955 το ανέλαβε ο Stanley Bard, ο γιός του David.
Το δωδεκαώροφο κτήριο στη γειτονιά του Chelsea, στο Μανχάταν, ανάμεσα στην 7η και την 8η Λεωφόρο, έγινε σπίτι και καταφύγιο για αμέτρητους καλλιτέχνες, συγγραφείς και ποιητές, ηθοποιούς και μουσικούς. Κάποια στιγμή αναπόφευκτα μοιράστηκε ανάμεσα στο αναγκαίο κατάλυμα απόκληρων και αυτοκαταστροφικών καλλιτεχνών και στην τουριστική επιλογή μιμητικών καλλιεργημένων που ήθελαν να πάρουν μια κινηματογραφική εντύπωση από τον μύθο του ξενοδοχείου.
“Μια στάση ανάπαυσης για σπάνια άτομα” λοιπόν, ένας αυτοπροσδιορισμός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση αν ανατρέξει κανείς πρόχειρα σε μερικά από τα ονόματα μιας ατέλειωτης λίστας ξεχωριστών δημιουργών.
Ο συγγραφέας Thomas Wolfe πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο δωμάτιο 829, γράφοντας τα μυθιστορήματα “Το Νήμα και η Ρόκα”, “Δεν Μπορείς να ξαναγυρίσεις”, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του το 1938.
Στο δωμάτιο 205 ο ουαλός ποιητής Dylan Thomas ήπιε μέχρι θανάτου, πέφτοντας σε μοιραίο κώμα μετά το 18ο ουίσκι του. Ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Arthur C. Clarke έγραψε, μαζί με τον σκηνοθέτη Stanley Kubrick, το σενάριο για την ταινία “2001: A Space Odyssey”, στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί στα 60’s. Πολλές μορφές της λεγόμενης γενιάς του beat υπήρξαν θαμώνες του, όπως οι Allen Ginsberg, Gregory Corso, Jack Kerouak, οι συγγραφείς Mark Twain, Tennessee Williams, ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος Jackson Pollock, η υπαρξίστρια Simone de Beauvoir, ο ποιητής και συγγραφέας Charles Bukowski, ή ο αμφιλεγόμενος στην Αμερική, θεατρικός συγγραφέας Arthur Miller.
Το 1966 ο πιονιέρος της Pop Art, Andy Warhol, με τη συμβολή του σκηνοθέτη Paul Morrissey, γυρίζουν την ταινία “Chelsea Girls”. Η ταινία γυρίστηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1966, ακολουθώντας την καθημερινότητα των κοριτσιών που ζούσαν στο ξενοδοχείο, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν ήδη διάσημες. Τα γυρίσματα περιλάμβαναν και άλλες τοποθεσίες της Νέας Υόρκης, ενώ στην ταινία εμφανίζονταν και πολλοί καλλιτέχνες που συνεργάζονταν συχνά με τον Warhol, χωρίς όλοι τους να μένουν στο Chelsea. Στην ταινία παρουσιάζεται να κατοικείται από ανθρώπους που είναι κλεισμένοι στα δωμάτιά τους, κάποιες φορές χαμένοι σε μια καθημερινή, ομιχλώδη ματαιότητα, άλλες φορές οργισμένοι ή καταθλιπτικοί απέναντι στη δημοσιότητα και την ματαιοδοξία της. Η καλλιτεχνική ιστορία μιας ολόκληρης εποχής με τις αντίθετες πλευρές του καθημερινού βίου διασήμων και μη, καταγράφεται και μέσα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου, γνωρίζοντας στο κοινό το Chelsea με δώδεκα λήψεις.
Τη δεκαετία του ’60, έγινε η επίσημη έδρα της ανερχόμενης rock ελίτ, φιλοξενώντας ονόματα όπως ο Jimi Hendrix, ο Bob Marley, ο Keith Richards, ο Jim Morrison, οι Greatful Dead και o Bob Dylan μεταξύ άλλων. Ο τελευταίος κράτησε το δωμάτιο 211 εκεί από το 1961 ως το 1964, και έγραψε τραγούδια για το κλασικό του άλμπουμ “Blonde On Blonde” του 1966. Δέκα χρόνια αργότερα, στο τραγούδι “Sara”, θα αναφερθεί άμεσα στο μέρος αυτό με τον στίχο “staying up for days in the Chelsea Hotel, writing Sad-Eyed Lady Of The Lowlands for you”, απευθυνόμενος στην πρώτη γυναίκα του.
Αρκετοί δεν παρέλειψαν να αφιερώσουν στις μνήμες της παραμονής τους κάποιο τραγούδι, όπως η Joni Mitchell το “Chelsea Morning”, o Lou Reed με τη Nico το “Chelsea Girls”, ή οι Jefferson Airplane το “Third Week in the Chelsea”.
Η Patti Smith και ο φημισμένος φωτογράφος Robert Mapplethorpe είχαν μια περίπλοκη σχέση σαν μποέμ καλλιτέχνες και πολλές από τις σημαντικές στιγμές της εκτυλίχθηκαν στο Chelsea, όπως περιγράφονται στο βιβλίο της “Just Kids” του 2010. Στο ίδιο βιβλίο, εκτός από το πολύ ζωντανό πορτρέτο του σχεδόν ισόβιου διαχειριστή Stanley Bard, περιγράφεται άλλος ένας σημαντικός θαμώνας του, ο ξεχωριστός πειραματικός σκηνοθέτης Harry Smith, συλλέκτης παλιών ηχογραφήσεων που έγιναν η Ανθολογία της Αμερικανικής folk μουσικής, ουσιαστικά η βίβλος της folk αναβίωσης της δεκαετίας του ’60.
Η πιο δημοφιλής μουσική ιστορία παραμένει η περιστασιακή περιπέτεια του Leonard Cohen με την Janis Joplin. Ήταν μια νύχτα της άνοιξης του 1968 και ο μουσικός προσπάθησε με μια βραδινή βόλτα να αποτινάξει από το μυαλό του τις ζοφερές σκέψεις για τη μουσική του καριέρα. Γύρισε στο ξενοδοχείο στις τρεις τα ξημερώματα. Διέσχισε το λόμπι του που ήταν γεμάτο από πίνακες ζωγραφικής, έναν συνήθη τρόπο να πληρώνουν το ενοίκιό τους απένταροι καλλιτέχνες. Πήρε το ασανσέρ και εκεί συνάντησε μια γυναίκα με άγρια μαλλιά και ακόμα πιο άγρια ρούχα. Έμενε στο δωμάτιο 411, μια 25χρονη τραγουδίστρια από το Port Arthur του Τέξας, με το όνομα Janis Joplin. Αυτή και η μπάντα της, οι “Big Brother and the Holding Company”, βρέθηκαν στην πόλη για να ηχογραφήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους, που πήρε τον τίτλο “Cheap Thrills”, στο ίδιο στούντιο της Columbia που χρησιμοποίησε κι αυτός. Την ρώτησε αν ψάχνει κάποιον κι αυτή του απάντησε “τον Kris Kristofferson”. Εκείνος της απάντησε “μικρή κυρία μου είσαι τυχερή, είμαι ο Kris Kristofferson”. Φυσικά εκείνη ήξερε πολύ καλά πως είχε μπροστά της κάποιον πολύ πιο κοντό από τον Kristofferson, αλλά όταν το ασανσέρ σταμάτησε στον 4ο όροφο, ήταν πια φανερό πως θα περνούσαν μαζί τη νύχτα. Όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος ο Cohen, μεγάλη “γενναιοδωρία” επικράτησε σε εκείνες τις τόσο καταδικαστέες δεκαετίες.
Η περιπέτεια έληξε το επόμενο πρωί και ξανασυναντήθηκαν ελάχιστες φορές. Σε κάποια από αυτές, στην 23η οδό, η Janis του είπε “ήρθες στην πόλη να διαβάσεις ποίηση στις ηλικιωμένες κυρίες;” Πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης στις 4 Οκτωβρίου του 1970. Λίγες μέρες νωρίτερα, ηχογράφησε το “Me and Bobby Mc Gee” του Kristofferson, φτάνοντας στο Νο 1, τον Μάρτιο του 1971, μετά το θάνατό της. Το σημάδι που έμεινε πίσω από την ιστορία αυτή είναι το τραγούδι “Chelsea Hotel No. 2” του Cohen, με την αναφορά στο στοματικό σεξ να αποτυπώνεται έντονα στις μνήμες των ακροατών.
Το πιο διαβόητο όμως συμβάν και το πιο φριχτό και βαρύ μέρος της ιστορίας του, σημαδεύει το δωμάτιο 100 που κλείνει βίαια και πρόωρα τον κύκλο της ζωής μιας ατίθασης και ακραίας γυναίκας. Το 1975 το κορίτσι με το όνομα Nancy Spungen , που είχε διαγνωστεί στα 15 χρόνια του με σχιζοφρένεια, και συνελήφθη για κατοχή μαριχουάνας, αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο του Κολοράντο για να βρεθεί στη Νέα Υόρκη. Εκεί δουλεύει σαν στριπτιζέζ και πόρνη, αναμιγνύεται με το πλήθος της ανερχόμενης πανκ σκηνής, συναντώντας μουσικούς όπως οι Johnny Thunders και Cheetah Chrome. Γίνεται γρήγορα αναπόσπαστο κομμάτι της ντόπιας σκηνής, σπάζοντας τα στεγανά των groupies και όντας ο σχεδόν απωθητικός εαυτός της που συνήθιζε να προμηθεύει με ναρκωτικά τους μουσικούς. Οι περισσότεροι έβρισκαν την Spungen σκληρή και άσχημη, όμως κάποιος δεν ενοχλήθηκε καθόλου από το χάλι της. Ο μπασίστας των Sex Pistols, Sid Vicious την πρωτοσυνάντησε στο Λονδίνο το 1977 και γρήγορα έγιναν ζευγάρι. Μαζί περιπλανήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τους Sex Pistols αλλά και μόνοι τους μετά τη διάλυση του γκρουπ. Τον Ιανουάριο του 1978 μετακόμισαν στο ξενοδοχείο, εγγεγραμμένοι ως “Mr and Mrs John Simon Ritchie”, που ήταν το αληθινό όνομα του Vicious.
Η παρατεταμένη κατάχρηση ναρκωτικών φέρνει πολλά βίαια ξεσπάσματα του Sid στην Spungen. Στις 12 Οκτωβρίου του 1978, το σώμα της βρίσκεται κάτω από το νεροχύτη του μπάνιου στο δωμάτιό τους, με μια θανατηφόρα πληγή στην κοιλιά. Το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε ανήκε στον Vicious, που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της, για να πεθάνει και ο ίδιος τέσσερις μήνες αργότερα από υπερβολική δόση ηρωίνης. Έτσι, το Chelsea Hotel που θεωρήθηκε αφετηρία για αμέτρητες πολιτιστικές τάσεις και αρχές, φιλοξένησε τον θάνατο ενός προσώπου που φάνηκε να επιφέρει τον ευρύτερο θάνατο της πρώιμης πανκ σκηνής της Νέας Υόρκης.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, η λίστα των θαμώνων του περιλάμβανε και την pop star Madonna, η οποία επέστρεψε στο δωμάτιο 822 για κάποιες από τις φωτογραφήσεις του βιβλίου της “Sex” του 1992. Ο πληθυσμός του Chelsea συνέχιζε να μοιράζεται ανάμεσα στους μόνιμους ενοίκους και τους τουρίστες, τους άγνωστους που μπορεί να δημιουργούσαν την εντύπωση πως ήταν καλλιτέχνες, και τους επώνυμους που μπορεί να προέκυπταν ξαφνικά στη διπλανή πόρτα. Τραγουδίστριες όπερας, περίεργοι άγνωστοι συγγραφείς, ξεπεσμένοι, διαλυμένοι clubbers που επιβίωσαν, και δίπλα μουσικοί όπως ο Jack White, ο Rufus Wainwright, ο πιο τρελός όλων Dee Dee Ramone, ο σκηνοθέτης Milos Forman, ο σχεδιαστής μόδας Alexander Mc Queen, ή ο κωμικός Eddie Izzard, συμπλήρωναν την αρτίστικη Βαβυλωνία του.
Το 2001 ο ηθοποιός Ethan Hawke που είχε κι αυτός μείνει αρκετές φορές εκεί, ντεμπουτάρησε σκηνοθετικά με το ανεξάρτητο φιλμ “Chelsea Walls”. Η ταινία που περιγράφει πέντε ιστορίες καλλιτεχνών διαδραματίζεται μέσα στο Chelsea, ενώ ο Hawke κατάφερε να πείσει τον Kris Kristofferson να πρωταγωνιστήσει.
Στα μέσα των 00’s ο συγγραφέας Ed Hamilton δημιούργησε το blog “Living With The Legends”, με στόχο την καταγραφή όσων συνέβαιναν στους χώρους του Chelsea. Ήταν αμέσως μετά από μια πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει μέσα. Οι καλλιτέχνες είχαν κατεβεί στο λόμπι και έπιναν περιμένοντας το έργο της πυροσβεστικής που είχε ήδη φτάσει. Με την υποθετική συζήτηση του τι θα σήμαινε ο πιθανός “θάνατος” του Chelsea, ήρθε η ιδέα του blog και της καταγραφής όσων συνέβαιναν. Οι περισσότεροι ένοικοι προσφέρθηκαν συχνά μόνοι τους να μιλήσουν για τις δουλειές τους.
Κάποια στιγμή το 2007, ο Hamilton κυκλοφόρησε το βιβλίο “Legends of the Chelsea Hotel: Living with the Artists and Outlaws of New York’s Rebel Mecca”, έχοντας πια άφθονο υλικό από τις ιστορίες και τους ήρωες του Chelsea. Εκείνη την εποχή οι υπόλοιποι μέτοχοι διώχνουν τον Stanley Bard, και αρχίζουν οι πρώτες συζητήσεις για τη μετατροπή του Chelsea σε ένα πολυτελές “boutique” ξενοδοχείο. Πολλοί από τους ενοίκους ανησυχούν πως θα βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ ακριβότερα ενοίκια ή ακόμα και εξώσεις. Σε ένα μπαλκόνι του απλώνονται πανό που γράφουν “BRING BACK THE BARDS”.
Άλλωστε ο Stanley Bard, με την ιδιαίτερη προϊστορία του, το δικό του όραμα, και την δική του τακτική με τους ενοίκους, είχε κερδίσει τον αιώνιο τίτλο του πρέσβη του Chelsea Hotel. Αν ο ίδιος έκρινε πως η δουλειά του άγνωστου ακόμα καλλιτέχνη είχε αξία, φρόντιζε για μια καλύτερη συμφωνία στο ενοίκιο, ήταν πολύ ελαστικός σε καθυστερήσεις ακόμα και σε πολύ δύσκολες οικονομικά εποχές, ειδικά όταν έβλεπε πως οι πίνακες, οι νουβέλες, τα έργα των ενοίκων δεν πουλούσαν. Κάποιοι μάλιστα έμεναν χωρίς να πληρώνουν, ή ξεπλήρωναν τη φιλοξενία του με κάποιο έργο τους. Ήταν παροιμιώδεις και οι αναφορές του στις φιλικές του σχέσεις με όλους τους διάσημους που κατά καιρούς είχαν περάσει: έλεγε ιστορίες για το babysitting που έκανε στην κόρη του Arthur Miller, για το πόσο αγαπούσε τη δουλειά των Αυστραλών ζωγράφων Brett Whiteley και Sidney Nolan, ή ακόμα και πόσο ήσυχος και αγαπητός νέος ήταν ο Sid Vicious, που δεν του είχε δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα.
Μετά τον παροπλισμό του 2007 και την πώληση του Chelsea, το 2009 αποσύρθηκε στη Florida. Το ξενοδοχείο έκλεισε προσωρινά αρχικά το καλοκαίρι του 2011 για να αρχίσουν οι εργασίες ανακαίνισης. Τα έργα τέχνης που πληρώθηκαν σε αντάλλαγμα για διανυκτερεύσεις στο ξενοδοχείο, αφαιρέθηκαν από τις αίθουσες και τοποθετήθηκαν σε αποθήκη. Οι αυθεντικές ξύλινες πόρτες ξηλώθηκαν και πετάχτηκαν. Τις μάζεψε ένας πρώην ένοικος που ζούσε εκεί από το 2002 και όταν άρχισαν οι εργασίες κατέληξε άστεγος, ο Jim Georgiou. Το αρχικό κίνητρο ήταν να διατηρήσει όσα περισσότερα μπορούσε τιμώντας τη σημασία και τις μνήμες μιας απίστευτης ζωής στο Chelsea. Κάποιες από αυτές που διασταυρωμένα συνδέθηκαν με τις παραμονές διάσημων εκεί, βγήκαν σε δημοπρασία και μόνο η πόρτα του δωματίου του Cohen πουλήθηκε τελικά για 65.000 δολάρια.
Κι ενώ τα χρόνια έχουν περάσει, και οι αναγγελίες για επίσημη επαναλειτουργία έχουν διαψευστεί αρκετές φορές, η αύρα των μποέμ μύθων του μοιάζει να είναι ακόμα ισχυρότερη από τις επενδύσεις των νέων ιδιοκτητών. Οι τελευταίοι συνεχίζουν να είναι στα δικαστήρια με κάποιους από τους ενοίκους που έχουν απομείνει, και η πρόοδος των αναγκαίων εργασιών μπλοκάρεται. Φαίνεται πως ο Stanley Bard, που έφυγε τον Φεβρουάριο του 2017 σε ηλικία 82 ετών, σφράγισε με τα λόγια του την αλήθεια γύρω από τον θρύλο του Chelsea:
“θα παραμείνει για πάντα… οι εταιρίες διαχείρισης έρχονται και φεύγουν, οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, αλλά η κληρονομιά του Chelsea και οι τοίχοι του Chelsea, η αίσθηση που παίρνουμε από το Chelsea θα είναι εδώ για πολύ ακόμα καιρό αφού φύγω…”