CHAMPLIN WILLIAMS FRIESTEDT: “II”

ALBUM

Είδος: AOR
Δισκογραφική: Black Lodge
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 15 Μαΐου 2020

Οπτικά αναγνωρίσιμο από τα αρχικά CWF στο εξώφυλλο η συνεργασία πολυτελείας των τριών συντελεστών ξεκίνησε το 2016 με το ομότιτλο άλμπουμ. Για περισσότερα από 25 χρόνια ο Bill Champlin αποτέλεσε τον τραγουδιστή των ιδιαίτερα καταξιωμένων εμπορικά Chicago, καθώς και ιδρυτικό μέλος των Sons Of Champlin. Μυημένος από νωρίς στην τέχνη του κατά παραγγελία τραγουδιών, έγραψε σημαντικές επιτυχίες για καλλιτέχνες όπως οι George Benson και Earth Wind & Fire, συνεργάστηκε με πολλά ονόματα όπως οι Doobie Brothers, ο Elton John και ο Steve Lukather των TOTO.

Ο Joseph Williams είναι ο τωρινός τραγουδιστής των TOTO. Έχει μια μεγάλη διαδρομή σαν session τραγουδιστής και έχει συνθέσει μουσική για ταινίες, ενώ έχει χαρίσει τη φωνή του στα τραγούδια του ενήλικα Simba για την ταινία “The Lion King”. Και όσο εκθαμβωτικές και αν είναι οι περγαμηνές των δυο τους, ο κινητήριος μοχλός που έσπρωξε σημαντικά τη διαδικασία δημιουργίας του “II”, ξεπερνώντας τις πολυάσχολες υποχρεώσεις τους, είναι ο Σουηδός κιθαρίστας/παραγωγός Peter Friestedt. Πέρα από τα δικά του άλμπουμ, έχει εργαστεί σαν session με ονόματα όπως οι David Foster, Fergie Frederiksen (πάλι οι TOTO μπροστά μας), ενώ έχει περιοδεύσει με τον Joseph Williams.

Όλες οι παραπάνω λεπτομέρειες και πληροφορίες μοιάζουν ικανές, αν όχι να γράψουν μόνες τους τη μουσική του “II”, να σκιαγραφήσουν το ύφος της. Κι αν προσθέσεις στο έξτρα πλήρωμα τον τραγουδιστή Michael McDonald των Doobie Brothers, τον ντράμερ John JR Robinson (Michael Jackson, Quincy Jones), και τον πιανίστα, συνθέτη, παραγωγό Randy Goodrum ( Michael Bolton, Chicago, Steve Perry και φυσικά TOTO), είσαι απόλυτα προετοιμασμένος γι’ αυτό που σε περιμένει.

Όπως εγγυώνται οι δημιουργοί του, το “II” περιέχει υλικό που είναι πλασμένο με όλα τα ηχητικά χαρακτηριστικά για τα αυτιά ενός AOR ακροατή, ίσως και σε βαθμό κακουργήματος. Αυτονόητο είναι το επίπεδο των μουσικών που μέσα στο πλαίσιο της ραδιοφωνικής οικονομίας των συνθέσεων, προσφέρουν ένα επαγγελματικό παίξιμο μεγάλου επιπέδου μεν, παγιδευμένου μέσα στα στεγανά του χώρου δε. Η ικανότητα των τριών δημιουργών επικεντρώνεται στην επιδίωξη της εύκολης μνημόνευσης των τραγουδιών, και φυσικά ο συμβατικός, σχεδόν αυτόματος συναισθηματισμός του είδους δεν παύει να δημιουργεί αυτή την εντύπωση της ασφαλούς σύμβασης. Και αν είναι κάτι που ίσως κουράσει γρήγορα ακόμα κι έναν φίλο της προσιτής ραδιοφωνικής μουσικής είναι μάλλον η υπερβολική ασφάλεια του άλμπουμ. Από την ζωντανή ρυθμική εισαγωγή του “Runaway Dancer” μέχρι το νυχτερινό, επιδερμικά απολογητικό “Sometimes You Win”, που επιχειρεί δειλά να προσεγγίσει ένα smooth jazz ηχόχρωμα, όλα παραμένουν σε μια περιχαρακωμένη ζώνη απόδοσης για τον μέσο ακροατή. Ακόμα και το ελαφρώς παράταιρο “Price Of Love” με τη γυναίκα του Bill, Tamara Champlin στο μικρόφωνο να προσδίνει μια παραπάνω rock κουταλιά στην τελική εντύπωση, μοιάζει δεμένο με ένα αόρατο λουρί. Στα πλαίσια αυτής της αναίμακτης σιγουριάς, ανάμεσα στα νέα τραγούδια συναντάμε και τη ζωντανή εκτέλεση ενός παλιού, της μεγάλης επιτυχίας των Chicago, “Look Away”.

Θέλεις “yacht rock”, “westcoast AOR”, προτιμάς μουσική για ήσυχα εστιατόρια ή ψηλά γραφεία με μεγάλες τζαμαρίες, η μουσική του “II” είναι σχεδιασμένη για αυτιά που ανιχνεύουν συχνότητες από τον Christopher Cross ως τους TOTO (δεν γινόταν να το αποφύγουμε πάλι), σίγουρα με ένα επίπεδο και μια κλάση, αντισηπτική μεν, υψηλότατη δε. Αυστηρότατα για θαμώνες του ήχου, καθώς οι υπόλοιποι θα βουρτσίζουν τα δόντια τους να αποφύγουν τα σφραγίσματα.

https://www.facebook.com/Champlin-Williams-Friestedt-1440266495985835/

https://www.billchamplin.com/

567
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…