Brant Bjork, Halfpace (19/6/25) Gazarte

LIVE REPORT

Η ζέστη της τσιμεντούπολης δεν είχε προλάβει να καταλαγιάσει όταν στις 21:30 ακριβώς οι πρώτες νότες από τους Halfpace άρχισαν να κυλούν στο Gazarte προλογίζοντας την βραδιά.

Με έναν ήχο που ισορροπούσε ανάμεσα στο μοντέρνο fuzz, το κλασικό hard rock, και την ανεπαίσθητη ψυχεδέλεια, υπό ένα αμερικανοθρεμμένο ηχητικά πλαίσιο το αθηναϊκό σχήμα έστησε τις πρώτες βάσεις για το ταξίδι. Μεθοδικοί, με αρκετό κέφι, ογκώδεις αλλά μελωδικοί και bluesy, οι Halfpace δεν προσπάθησαν να μιμηθούν την έρημο και το desert ήχο, τη διάβηκαν με τον δικό τους μουσικό βηματισμό.

Οι κιθάρες τους κουβαλούσαν βάρος, αλλά άφηναν και χώρο και το κοινό ανταποκρίθηκε με μια προσήλωση που δύσκολα συναντάς σε support act. Ήταν ένα set που λειτούργησε σαν πύλη, σαν το πρώτο βήμα έξω από την πόλη και προς μια πιο άνυδρη, πιο υπνωτική διάσταση.

Στην ανάπαυλα μία ερημική τοποθεσία με φοίνικες και ποώδη βλάστηση αναρτήθηκε στο background της σκηνής και μέσα από το σύντομο sound check αντιλαμβανόσουνα ότι δεν θα ακολουθούσε απλώς μια ακόμα συμβατική συναυλία, παρά ένα σεληνιακό τελετουργικό, ένα σκονισμένο road trip χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς κατεύθυνση.

Η σκηνή είχε ήδη μεταμορφωθεί σε κάτι που θύμιζε αμμόλοφους με λιτά φώτα, καφέ ώχρες αποχρώσεις και ένας σχεδόν οργανικός φωτισμός που έμοιαζε με το φως της αυγής στην έρημο Mojave.

Μόνο groove και ατμόσφαιρα.

Ο Brant Bjork, συνοδευόμενος από τους Mario Lalli και Mike Amster, δεν εμφανίστηκε για να “παίξει”, αλλά ήρθε για να επικαλεστεί κάτι αρχέγονο όπως ο πρωτόλειος desert ήχος, και το κατάφερε αν μη τι άλλο.

Το “Sunshine Is Making Love to Your Mind” άνοιξε τη βραδιά με υπνωτικό ρυθμό, σαν ηχητική καύτρα στο πρώτο ρούφηγμα και ο Bjork, με χαρακτηριστικό cool παίξιμο και μια αργή, σχεδόν ψιθυριστή ερμηνεία, έδινε την αίσθηση πως τραγουδούσε περισσότερο για τον εαυτό του παρά για το κοινό, κι όμως όλοι ένιωθαν πως τους μιλούσε προσωπικά.

Τα “αφυδατωμένα” Sabbath oriented riffs του κατέκλυσαν το χώρο και το χρόνο και λειτούργησαν σαν αμμοβολή αφαιρώντας από τον καθένα από τους παρευρισκόμενους ότι υπήρχε σε αρνητική ενέργεια, και δημιουργώντας μία ευφορική κατάσταση που μας ακολούθησε σε όλο το live.

Η μπάντα, δεμένη σαν έμπειρο πλήρωμα καραβανιού, άφησε τον ήχο να πλέει φυσικά. Δεν υπήρχαν βιασύνες· μόνο κύματα από fuzz, desert funk και ψυχεδελικές αναθυμιάσεις. Στο “Let the Truth Be Known”, το Gazarte σχεδόν βυθίστηκε και ο αέρας έγινε πιο βαρύς, οι κινήσεις πιο αργές και αν παρατηρούσες γύρω σου ορισμένοι έκλεισαν τα μάτια και άφησαν τα φώτα και τις μουσικές να τους πνίξουν.

Ο Mario Lalli ξεδίπλωνε την δική του ιστορία με την φήμη του να προηγείται , με βυθισμένο βλέμμα και μια κιθάρα που ακουγόταν σαν πέτρα που κυλάει στην άμμο, με το βιρτουόζικο παίξιμο του κράτησε τις εντάσεις χαμηλές αλλά τις ενέργειες υψηλές.

Στον αντίποδα αυτός ο δαίμονας της Τασμανίας που ακούει στο όνομα Mike Amster, με το εκρηκτικό παίξιμο του, επιβεβαίωσε τη φήμη που τον ακολουθεί, επισφραγίζοντας ότι μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι κάθεται πίσω από τους Mondo Generator, Blaak Heat Shujaa και τους Nebula. Πραγματικά δεν έχω ξανά ακούσει τέτοιο ήχο σε ride που να αφήνει τέτοια spacey ηχητική απόληξη σαν να προσθέτεις πλήκτρα ένα πράγμα.

Στο “Mary (You’re Such a Lady)”, η μπάντα άφησε για λίγο την υπνωτική λειτουργία για να κάνει ένα μικρό χαμόγελο ένα τρυφερό, laid-back interlude μέσα στο ιδρωμένο τοπίο.

“Down The Mountain”,”Trip on the Wine”” και το απλωμένο “Too Many Chiefs…” κυλούσαν σαν θερμό κύμα αέρα, με τον Bjork να τραγουδάει σχεδόν ψιθυριστά, λες και μας έλεγε ιστορίες γύρω από φωτιά. Η μπάντα δεν έπαιζε σε αυστηρά κουπλέ-ρεφραίν δομές· η μουσική τους έμοιαζε με πνευματική περιπλάνηση δια μέσου μίας αυτοσχεδιαστικής προσέγγισης με groove, επανάληψη, ψυχεδέλεια, με fuzz κιθάρες να βουτάνε στην άμμο και να ξανασηκώνονται καλυμμένες σκόνη και ιδρώτα.

Η κορύφωση του ταξιδιού ήρθε όταν στο τέλος πέρασαν στο “Lazy Bones”, που φυσικά έκλεισε με ένα παρατεταμένο “Automatic Fantastic” jam, όπου η μπάντα άφησε πίσω τη φόρμα και βούτηξε στην αίσθηση. Κανείς δεν ήξερε πού τελειώνει το κομμάτι και πού αρχίζει ο αυτοσχεδιασμός. Αλλά αυτό ακριβώς είναι desert rock, δεν έχει χάρτη, έχει κατεύθυνση.

Ο κόσμος σε εκστατική κατάσταση δεν χειροκρότησε αμέσως. Υπήρξε εκείνη η σπάνια σιωπή, που μόνο όταν έχεις δει κάτι αληθινό την αφήνεις να σταθεί για λίγο.

Αν η συναυλία ήταν μία ταβέρνα και το setlist κάποιο μενού, τότε θα παραγγέλναμε μία από τα ίδια ξανά και ξανά και πάλι δεν θα χορταίναμε.

Η βραδιά έκλεισε απλά και ήσυχα, όπως αρμόζει στους αληθινούς ταξιδευτές.

Δεν χρειάζονταν δακρύβρεχτοι αποχαιρετισμοί.

Η έρημος δεν φεύγει ποτέ πραγματικά· απλώς ξεμακραίνει λίγο, μέχρι το επόμενο κάλεσμα.

Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου

15
About Βασίλης Χατζηβασιλείου 437 Articles
Ο Βασίλης (a.k.a Eloy) προσπαθεί καθημερινά να συνθέσει το soundtrack της ζωής του βασιζόμενος στο αγαπημένο του τρίπτυχο "αγάπη, φαντασία και πειραματισμός". Προτιμά οι μουσικές του αναζητήσεις να είναι βαριές, θορυβώδεις και ταξιδιάρικες...