Η ανακοίνωση για το live των Botch νωρίτερα το φθινόπωρο έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία και δημιούργησε προσμονή και μία έντονη ανυπομονησία στους κύκλους των οπαδών, με το μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τότε και τις ανακοινώσεις από πλευράς Smoke the Fuzz να μην βοηθούν ιδιαίτερα την ψυχική μας κατάσταση.
Εν τέλει ο καιρός πέρασε και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την πρώτη και τελευταία εμφάνιση τους στην χώρα μας και η οποία άξιζε την αναμονή, διότι μπορεί να είναι νωρίς για διθυραμβικά σχόλια, αλλά απολαύσαμε ένα live που θα μνημονεύεται και θα είναι αναμφισβήτητα στα κορυφαία της χρονιάς, καθώς ο πήχης τοποθετήθηκε στο υψηλότερο σημείο.
Με το χρονοδιάγραμμα να τηρείται ευλαβικά, στις 20:30 άνοιξαν οι πόρτες και για καλή μας τύχη δεν υπήρχε κάποια μαγνητική πύλη που να ελέγχει τα επίπεδα φασαιισμού, ούτε μας ρώτησε κάποιος να ονομάσουμε τρία τραγούδια της μπάντας, οπότε εισήλθαμε χωρίς κανένα θέμα στο συναυλιακό χώρο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να έχουν υπόψη τους όλοι, ότι τους μόνους που δεν θέλουμε στην γιορτή μας (όπως έλεγαν οι Τρύπες), είναι οι θλιμμένοι, οι ομοφοβικοί, άτομα με ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις και γενικότερα άτομα “πειραγμένα” με παραβατικές συμπεριφορές. Οι υπόλοιποι είναι όλοι ευπρόσδεκτοι να πιαστούν χέρι χέρι στο γαϊτανάκι της μουσικής ανταλλάσσοντας απόψεις, ιδέες, τσιγάρα και ότι άλλο επιθυμούν.
Βρίσκοντας το ιδανικό spot για να απολαύσουμε τη βραδιά, ακούσαμε ωραίες μουσικές στο background σε διαφορετικό ύφος από το concept της βραδιάς, που περιλάμβανε από Thinking Fellers Union και Menahan Street Band μέχρι και Pile εν αναμονή της εμφάνισης των Allochiria. Η επιλογή των Allochiria αποδείχτηκε ιδανική, γιατί μπορεί να μην είναι τόσο συγγενική ηχητικά με τους Botch, όμως οι ίδιοι υπηρετούν τον ακραίο ήχο με το μοναδικό τους τρόπο, όπως αντίστοιχα και οι Αμερικανοί πιονέροι.
Στις 21:00 η μπάντα ανέβηκε επί της σκηνής αποδεικνύοντας ότι το πάλαι ποτέ διαμάντι στη λάσπη, πλέον διαθέτει μία απαστράπτουσα λάμψη που σε καθηλώνει ηχητικά και αισθητικά. Κατά την διάρκεια της εμφάνισής τους μας χάρισαν το ατμοσφαιρικό Doom τους πλαισιωμένο με μία χαρακτηριστική blackened πινελιά μέσα στις μακροσκελείς συνθέσεις τους. Η Ειρήνη εκεί που παλαιότερα απέφευγε την οπτική επαφή με τον κόσμο, πλέον έχει μια δυναμική σκηνική παρουσία και με το βλέμμα της σου μεταδίδει τον θυμό, την αγωνία, τον φόβο μέσα και από τις άναρχες κραυγές της, τα σχισμένα φωνητικά και τα growls της, δείγμα του ότι πατάει γερά ασπαζόμενη την ιδιότητα του performer.
Το Αθηναϊκό κουιντέτο τοποθετημένο χωροταξικά σε μία σχεδόν ευθεία γραμμή ένωσε στην εντέλεια τις τελείες και αποτέλεσε ένα αδιαπέραστο ανθρώπινο δυναμικό και ταυτόχρονα απροσπέλαστο ηχητικό τείχος το οποίο υψώθηκε σε όλο το μήκος και πλάτος του venue και επιδιδόταν στο μόνο επιτρεπόμενο “push back” ως προς το κοινό με την μουσική τους. Αυτό που παρατήρησα σε μεγαλύτερο βαθμό είναι το προοδευτικό στοιχείο που είναι πιο εμφανή και σε στιγμές τους τοποθετεί κάπου ανάμεσα στους Burst και τους Isis ενδεικτικά αναφέροντας. Το συγκρότημα έχει ανέβει επίπεδα σε όλους τους τομείς και κάθε εμφάνιση τους είναι απόδειξη αυτού, και τους αξίζουν τα καλύτερα.
Το πέρας του set των Allochiria, μας έδωσε τον κατάλληλο χρόνο για την απαραίτητη αναγόμωση και το ξαλάφρωμα που χρειαζόμασταν υπό τους ήχους, των Oblivians, Nation of Ulysses και Don Caballero μεταξύ πολλών άλλων. Ενώ οι προετοιμασίες on stage θύμιζαν σκηνικό pit stop της formula 1, με τους φρενήρεις ρυθμούς του road crew να έχουν επηρεαστεί πιθανώς από την μουσική που θα ακολουθούσε.
Ο κόσμος παρότι την επομένη ήταν εργάσιμη, στο τελείωμα του τριημέρου με το μπακαλιάρο και τη σκορδαλιά να τον έχουν καταβάλει, γέμισε το Gagarin με τον ιδανικό αριθμό από πλευράς προσέλευσης κόσμου και δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την παρθενική εμφάνιση των Αμερικανών στην χώρα μας.
Λίγο μετά τις 22:10 η πολύμηνη (και πολυετή σε γενικό πλαίσιο) αναμονή έλαβε τέλος, τα φώτα χαμήλωσαν και υπό τους ήχους του “Showroom Dummies” από τον Senor Coconut οι τέσσερις εμβληματικές Mathcore περσόνες των Brian Cook, Dave Knudson, Tim Latona και Dave Verellen έκαναν την εμφάνιση τους, και ποιος είδε τους Botch και δεν τους φοβήθηκε.
Με το εναρκτήριο “To Our Friends in the Great White North” και το “Modrian Was a Liar” σείστηκε η γη και έναν τριγμό τον ένιωθες η αλήθεια είναι. Η ζωντανή ιστορία της Mathcore σκηνής και του ακραίου ήχου εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας με σάρκα και οστά, και φυσικά με παρανοϊκές ξέφρενες μουσικές. Αν έκλεινες τα μάτια σου από επιλογή, οραματιζόσουν όλο το κατάλογο της Hydra Head να παρελαύνει μες το μυαλό σου. Τόσο μεγάλα είναι τα επίπεδα της επιδραστικότητας του συγκροτήματος σε όλο το φάσμα του σκληρού ήχου. Ακόμα και ο Josh Homme πρέπει να τους άκουγε εκείνη την εποχή, όπως αποδείχτηκε μέσα από τις κιθαριστικές μελωδίες του “John Woo”.
Βλέποντας αυτούς τους τέσσερις μεσήλικες να κατακτούν απάτητες κορυφές ενέργειας και κινητικότητας επί σκηνής, παίρνεις δύναμη και εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου, καθώς υπάρχει τελικά ελπίδα. Ο Dave Knudson μπορεί στις προσωπικές του ηχητικές του εξερευνήσεις να έχει μαλακώσει τον ήχο του πειραματιζόμενος με άλλα μουσικά είδη, όσον αφορά τους Botch μετατρέπεται σε μία ανελέητη riff-ομηχανή συνδεδεμένη με απινιδωτή προκαλώντας μας απανωτά ηλεκτρικά σοκ. Το γεγονός ότι σε κάθε κομμάτι άλλαζε την κιθάρα του, είναι δείγμα της “κακοποίησης” που προκαλούσε στις χορδές του.
Ο Brian Cook από την άλλη με τις μπασογραμμές του να προσομοιάζονται σαν πυλώνες, τις έβαζε ακλόνητα θεμέλια μαζί με τον Tim Latona όπου με κάθε χτύπημα τις έχωνε όλο και πιο βαθιά στο ρυθμικό στερέωμα, παίζοντας με τέτοια δύναμη και ταχύτητα στα όρια τους να τις διαλύσει. Αυτός που ήταν συγκλονιστικός από κάθε άποψη ήταν ο Dave, ο οποίος μπορεί στην συνέντευξη που μας έδωσε να ήταν λακωνικός, πάνω στο σανίδι ήταν, χειμαρρώδης, ορμητικός και διαχυτικός καθόλη τη διάρκεια, εκτός της παύσης ανάμεσα στα κομμάτια που έριχνε την ένταση, γινόταν επικοινωνιακός και κέρδιζε και τις μικρές στιγμές χαλάρωσης που χρειαζόντουσαν όλοι.
Η απόδοση του τεκμηρίωσε με τον καλύτερο τρόπο και δικαιολόγησε με αδιάσειστα πειστήρια το γιατί θεωρείται από πολλούς μεταγενέστερους τραγουδιστές της ακραίας σκηνής, ο κορυφαίος. Κοινώς ο μπαμπάς σας. Καθ’ όλη τη διάρκεια καταπίεζε τον εσωτερικό του κόσμο και με βορβορώδη τρόπο εκτονώνονταν αφήνοντας τις φωνητικές του χορδές στο σανίδι και τούμπαλιν.
Η μπάντα τίμησε με το καλύτερο δυνατό setlist την δισκογραφία της εξίσου με τα προφανή “We Came As Romans” και “American Nervoso” να έχουν την μερίδα του λέοντος από πλευράς αποθέωσης κοινού, με επαγγελματισμό, αυθορμητισμό και αγάπη. Ο κόσμος το ενστερνίστηκε και ανταπέδωσε ισάξια. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ο μικρός αριθμός από mosh pit και crowd surfing, εξαιρουμένου μιας νεανικής μερίδας κ@υλωμένων οπαδών που του έδωσαν και κατάλαβε κρατόντας την σημαία ψηλά.
Δυστυχώς όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, και λίγο πριν της 00:00 η μπάντα μετά και το encore μας αποχαιρέτησε εν μέσω αποθέωσης γιορτάζοντας με τον καλύτερο τρόπο και κλείνοντας την επετειακή τους περιοδεία.
Οι Botch ήρθαν και αφού μας έκαναν την μούρη κρέας με τα ωστικά τους χαστούκια, ξαναμπήκαν στο βιβλίο της ιστορίας αφήνοντας μας κορεσμένους προς το παρόν σε μία κατάσταση χαρμολύπης για το μέλλον.
Βουτιά λοιπόν στα άδυτα της Υδροκέφαλης εταιρείας και σε μπάντες όπως Narrows, Harkonen, Keelhaul, Knut για να μετριάσουμε κατά κάποιον τρόπο τον εθισμό.
ΥΓ: Mathcore πολεμιστής της Ελληνικής επανάστασης… Μάρκος Botch-αρης…
Showroom Dummies intro (Senior Coconut)
To Our Friends in the Great White North
Mondrian Was a Liar
John Woo
Spaim
Japam
Framce
Oma
Thank God for Worker Bees
One Twenty Two
Vietmam
Transitions From Persona to Object
Hutton’s Great Heat Engine
Encore:
Afghamistam
Thomas Howell as the “Soul Man”
Saint Matthew Returns to the Womb
Hives (Outro only)
photos: Νίκος Φιλιππόπουλος
951