Μετά από ένα τριήμερο με αρκετό τρέξιμο, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είμαι ξαπλωμένος για άλλες δύο μέρες, αποφάσισα να κλείσω την άδειά μου με κάτι που αγαπώ πολύ και τελικά αυτό που αγαπάμε, μας ξεκουράζει.
Μαζί με την άγνωστη-γνωστή φωτογράφο του Rockway, Εφη Γαλιατσάτου, κατηφορίσαμε στο Temple για το live των Bell Witch έχοντας support τους The Keening.
Η Παρασκευή ήταν μία παραδόξως κρύα μέρα και η βροχή έκανε πότε-πότε την εμφάνισή της. Ενώ επιδιδόμουν στο μαρτύριο: “Βρες να παρκάρεις στο Μεταξουργείο”, είχα βάλει να παίζει το “Longing” των Bell Witch και πραγματικά ήταν σαν να είχα βάλει το soundtrack της ημέρας. Ευτυχώς κατάφερα να είμαι στην ώρα μου έξω από το Temple, πολύ νωρίτερα από το live δηλαδή, για να χαιρετίσουμε γνωστούς και να συζητήσουμε πως περάσαμε τις διακοπές μας.
Λίγο μετά τις 21:00 μπήκαμε στο Temple και αφού έκατσα στο αγαπημένο μου σημείο, έκαναν την εμφάνισή τους οι The Keening. Όπως είχαμε αναφέρει και στο μικρό αφιέρωμα που είχαμε κάνει στις δύο μπάντες, οι The Keening είναι το προσωπικό project την Rebecca Vernon, που είναι γνωστή από την συμμετοχή της στους SubRosa. Στρυμωγμένη μπροστά από το θηριώδες drum kit του drummer των Bell Witch, η Rebecca πότε καθόταν πίσω από ένα synth που φρόντισε να διακοσμήσει με μία παλαιστινιακή μαντίλα και πότε σηκωνόταν για να φορέσει την κιθάρα της και να τραγουδήσει. Την ταλαιπωρούσε ένα κρύωμα και είχε ένα βαζάκι με μέλι προσπαθώντας να μαλακώσει την φωνή της, είχε όμως και τα γενέθλιά της Παρασκευή οπότε η υπόλοιπη μπάντα παρότρυνε όλο το κοινό να της τραγουδήσει το “Happy Birthday to you”.
Οι The Keening δεν μπορούσαν να μην επηρεαστούν και αυτοί από τις σφαγές που γίνονται αυτήν την στιγμή στην Παλαιστίνη, οπότε η Rebecca με υψωμένη γροθιά αφιέρωσε το “Little Bird” στην Παλαιστίνη κλείνοντας με την ευχή “Free Palestine”.
Οι The Keening έχουν ένα dreamy ήχο, ο οποίος δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση με το σκοτάδι των στίχων τους και την αποπνικτική ατμόσφαιρα των παραμυθιών τους. Σέβομαι και εκτιμώ αυτό που κάνουν, αλλά προσωπικά δεν κατάφεραν να με κερδίσουν και αισθάνθηκα ότι το live τους δεν είχε νεύρο και όλες τους οι συνθέσεις ήταν flat και βασισμένες στη φωνή της Rebecca.
H συνέχεια άνηκε στους Bell Witch και ένα τεράστιο πέπλο πυκνού σκοταδιού έπεσε στο Temple. Ο drummer του σχήματος Jesse Shreibman πήρε την θέση του πίσω από ένα θηριώδες kit, το οποίο εκτός από τα drums είχε στα πόδια του 2 foot synths, στα αριστερά του άπειρα samplers, πετάλια και εφέ, στα δεξιά του μια καμπάνα και πίσω του ένα τεράστιο gong. Με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι την εισαγωγή των πλήκτρων στο εναρκτήριο κομμάτι “The Clandestine Gate-Movement One”, την έπαιζε με τα πόδια ενώ ταλαιπωρούσε με τα mallets τα πιατίνια του.
Ο μπασίστας Dylan Desmond γινόταν ένα με το μπάσο του και με την τεχνική του tapping χρησιμοποιούσε και τα δύο του χέρια στην ταστιέρα δίνοντάς μου την εντύπωση ότι παίζει πιάνο, ανάμεσα σε τόνους fuzz, delay και reverb. Η ερεβώδης φυσιογνωμία του ήταν σκυμμένη και όταν σηκωνόταν να πλησιάσει το μικρόφωνο, ένα ανίερο mantra μας ταξίδευε στις πιο άσχημες γωνίες του μυαλού μας.
Έχουμε χαλάσει άπειρο ιντερνετικό μελάνι και έχουμε κάνει ατελείωτες κουβέντες για τον κόσμο που μιλάει, φωνάζει, είναι στο κινητό, δεν ενδιαφέρεται και γενικότερα δεν σέβεται τους μουσικούς που βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Σε αυτές τις συζητήσεις, προσωπικά βάζω και τον παράγοντα της μπάντας. Αν η μπάντα ρουφήξει τον κόσμο και τον κάνει κοινωνό της μουσικής της, τότε δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο πέρα από τον απόλυτο σεβασμό σε αυτήν. Ακριβώς αυτήν περίπτωση είχαμε στο Temple την Παρασκευή. Οι Bell Witch έχουν πολλά ήσυχα μέρη ή για να το θέσω ακριβέστερα, η ησυχία αποτελεί κομμάτι της μουσικής τους. Ενώ το Temple είχε αρκετό κόσμο, στις παύσεις ή στα πιο ήσυχα μέρη ήταν τόσο αποσβολωμένο και ήσυχο το κοινό, που ενώ ήμουν στον εξώστη άκουγα τα κλικ των φωτογράφων που ήταν μπροστά στη σκηνή.
Χωρίς πολλά φώτα, βασικά μόνο με δύο προβολείς να φωτίζουν τα μέλη της μπάντας, οι Bell Witch κατάφεραν να μαγνητίσουν το βλέμμα μου, το μυαλό μου και να βουτήξουν τη ψυχοσύνθεση μου σε πολύ άσχημα μέρη. Επιστρέφοντας δεν ήθελα να βάλω μουσική στο αμάξι και στο σπίτι είχα ανάγκη να κάτσω λίγο στην ησυχία και στο ημίφως. Οι Bell Witch με επηρέασαν τόσο πολύ συναισθηματικά που ακόμα και τώρα που γράφω το κείμενο χαμογελάω με την ένταση που είχε αυτό το live…ή μάλλον αυτή η ψυχοθεραπευτική συνεδρία.
Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου
705