Είδη: Post punk, death rock, noise rock
Δισκογραφική: Wharf Cat Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 14/2/2020
Το αναπόδραστο, η αίσθησή του και η ίδια του η φύση, αποτελούν ένα από τα αγαπημένα θέματα που εξερευνά ο άνθρωπος, ίσως ακόμα και από την καταβολή του. Και σήμερα, όμως, στην εποχή όπου όλα φαίνονται (και ενίοτε είναι) πιθανά, η φιλοδοξία του είδους μας προστάζει το κυνήγι της ανατροπής. Μίας που δεν έρχεται ποτέ, αλλά η κινητήριος δύναμή της βρίσκεται εκεί για να αντιμάχεται το αναπόφευκτο της απώλειας. Εκείνης με την οποία συνυπάρχει, όσο και αν από φυσικό φόβο την αποστρέφεται και εθελοτυφλεί ξεμακραίνοντας. Υπάρχουν και έργα όμως τα οποία βυθίζονται με μία σπίθα αυτανάφλεξης στο σκοτάδι, δείχνοντας στους λιγότερο τολμηρούς ένα νέο δρόμο. Τέτοιο είναι και το “Stray” των Bambara.
Θα ξεκινούσα λέγοντας πως πρόκειται για σκεπτόμενο punk, αλλά επειδή έχουμε τους Idles (αγαπώ) γι’ αυτό, θα συνεχίσω λέγοντας πως το εν λόγω άλμπουμ είναι ένα από τα αρτιότερα σύγχρονα δείγματα θεματικής σύνθεσης. Μετουσιώνοντας την ατμόσφαιρα κατά το δοκούν και ανάλογα την ανάγκη της ιδέας που προωθείται, δίχως να θυσιάζεται η ροή της αφήγησης, το τρίο των αδελφών Bateh (Reid & Blaze) και του William Brookshire δημιουργεί έναν κόσμο παράλληλο στο δικό μας, μολονότι περιστασιακά υπερρεαλιστικό.
Με έναν αλλόκοτο και παράλογα συνειρμικό τρόπο, οι ιστορίες των προσώπων που καταλαμβάνουν τους χώρους του τέταρτου αυτού πονήματος των Νεοϋορκέζων σχετίζονται μεταξύ τους, μέσα από μία εξωπραγματική παρουσία που εμπλέκεται στη ζωές τους, αυτή του Θανάτου. Στον κόσμο του “Stray” για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της αναλογίας που επιδιώκεται, η έννοια της απώλειας δεν έχει διαβάθμιση, αλλά χτυπάει πάντα με την πιο ακραία έκφανσή της. Κάθε τμήμα της αφήγησης έχει ως άξονα αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, γύρω από την οποία οι πρωταγωνιστές θέτουν τον πόνο ως απόλυτο άρχοντα και “εξαγνιστή” στα πειράματά τους για να γλιτώσουν από την επερχόμενη λήθη.
Με τη neo-noir τοποθέτηση του άλμπουμ, το “όλα ή τίποτα” αξίωμα που θεσπίζει το συγκρότημα μοιάζει να βγάζει ακόμα περισσότερο νόημα, υποδεικνύοντας ότι μερικές φορές είναι προτιμότερο να πετάξεις, πριν καν αρχίσεις να έρπεις στο έδαφος. Το θάρρος που απαιτείται για κάτι τέτοιο είναι από μόνο του μία τεράστια επιβράβευση, ειδικά σε καιρούς που η παραλυτική αμφιβολία στον εαυτό μας κυριαρχεί. Όσο η πλειονότητα, για να δημιουργήσει μία (πλασματική) αίσθηση ασφαλείας “οχυρώνεται” πίσω από εναλλακτικές πορείες δράσης, οι Bambara, με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση αποπλανούν το σκοτάδι του κενού, διατρήοντάς το με την ίδια του την υπεροψία.
Ο τρόπος με τον οποίο εξαπολύουν την ηχητική τους επίθεση δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Ο Reid Bateh, ερμηνεύει τους στίχους του θυμίζοντας τον δυστοπικό τροβαδούρο Nick Cave, καμιά φορά αυτάρεσκα, αλλά πιο συχνά με μία αμβλεία αυστηρότητα η οποία παραλύει τον ακροατή και τον αφήνει εκτεθειμένο στα μονολιθικά του riffs, με την κιθάρα του να τέμνει την απουσία του φωτός και να την ανασυνδυάζει στο post punk πρόσταγμά της. Ο αδελφός του, Blaze, με το πλούσιο “κρουστικό του λεξιλόγιο”, άλλοτε βάζει τη συνείδηση σε δρόμους ταχύτητας, σχεδόν βιαστικά για να ανακαλύψει κάποια κρυφή αλήθεια, άλλοτε την επαναφέρει, πειθαρχώντας τη σε εμβατηριακά περάσματα. Το μπάσο του William Brookshire είναι πραγματικά το ηχητικό αξιοθέατο της βασικής τριάδας, ακολουθώντας τη φωνή του Reid, σαν να προσπαθεί να τη δαμάσει, αφήνοντάς της όμως χώρο να ελιχθεί μέσα από τους αρμονικούς διαδρόμους που δημιουργεί.
Το τρίο έχει φροντίσει να μας απομακρύνει από τετριμμένες ακραίες προσεγγίσεις, με το crooning του Reid να εξουσιάζει τις σκληρές και άκαμπτες φωνές του. Η συμμετοχή δεύτερων φωνητικών από τις Ani-Ivry Block και Drew Citron εμπλουτίζει την αφήγηση, δίνοντας υπόσταση στους αντιλόγους του Reid και ολοκληρώνοντας το εκφραστικό φάσμα. Μαζί με τα αναλογικά και ηλεκτρονικά πλήκτρα των Blaze και William, το αποτέλεσμα συμπληρώνουν οι Adam Markiewicz και Sean Smith στα, βιολί και τρομπέτα αντίστοιχα, διογκώνοντας το ηχητικό αμάλγαμα από τα τρία βασικά όργανα του συγκροτήματος, αντικατοπτρίζοντας τις μεταπτώσεις του συναισθήματος από κομμάτι σε κομμάτι.
Πλησιάζοντας προς το τέλος, με το “Machete” να κρύβει τον υποβόσκοντα παροξυσμό του εξ αρχής, η πραγματική ουσία που κρυβόταν πίσω από την εξωραϊστική ειρωνεία του σχεδόν ερωτικού τόνου των Bambara, συνοψίζεται πλήρως. Αποστραμμένοι από τις αμφοτερόπλευρες ακρότητες, τοποθετούνται δυναμικά στο φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δίχως να επιθυμούν να ταυτιστούν με μία μόνο έκφανσή του, υπενθυμίζοντάς μας την αξίας της πίστης και του γνώθι σ’ αυτόν. Για κάθε αποπνικτικό, ευνουχιστικό ορθολογισμό υπάρχει μία “Serafina”, για να τον κάνει στάχτη μέχρι τα θεμέλια. Για κάθε ανοριοθέτητη ελευθερία η οποία προσβάλλει την ακεραιότητα των υπολοίπων, υπάρχουν εκείνοι που αναλαμβάνουν την ευθύνη να απωθήσουν την κατάλυση της προσωπικότητάς τους.
Τα δίπολα ανήκουν στο παρελθόν, όπως επιμένουν οι Bambara. Και, κατ’ αυτήν την έννοια, το “Stray” αποτελεί την πολυαναμενόμενη απόκλιση από τη συνήθεια που έγινε φυλακή, της ξεχωριστής έκφρασης του κάθε ανθρώπου.
Facebook: https://www.facebook.com/BAMBARA.band
Bandcamp: https://bambara.bandcamp.com/