ANUBIS: “Homeless”

ALBUM

Όποιος είναι εξοικειωμένος με τη μουσική του σεξτέτου από το Σύδνεϋ, εύκολα θα αντιληφθεί πως το ολόφρεσκο “Homeless” είναι ένα άλμπουμ σημαντικών αποφάσεων για το γκρουπ. Ξεπερνώντας μόλις τα 41 λεπτά συνολικής διάρκειας και με τη συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών γύρω στα 4 λεπτά, οι τυπικοί ως τώρα neo progsters δοκιμάζουν μια εκφραστική φόρμουλα με πιο σύντομες περιπλανήσεις.

Οι ενεργοί από το 2004 Αυστραλοί ξεκίνησαν σαν ένα project του Robert James Moulding τραγουδιστή/κιθαρίστα/μπασίστα και του κημπορντίστα David Eaton, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ φόρο τιμής σε έναν φίλο που έφυγε. Από εκείνη την αφετηρία δρομολογήθηκε μια συνεχής συνεργασία με στόχο την έκφραση και μια εμφανή έλλειψη σκοπιμότητας στην σύμπλευση με τα δημοφιλή μουσικά ρεύματα. Μετά το πρώτο άλμπουμ, με τον τίτλο “230503” (2009), ακολούθησαν τα “A Tower Of Silence” του 2011, “Hitchhiking To Byzantium” του 2014, “The Second Hand” του 2017, και ένα ακουστικό άλμπουμ, το “Different Stories” του 2018.

Με μια ενισχυμένη βάση μουσικής αντίληψης βαθιά ριζωμένη στο παραδοσιακό progressive rock των 80’s, οι Anubis δεν έχουν διστάσει να εξελιχθούν τόσο συνθετικά, όσο και ηχητικά με μικρές αποκλίσεις μεταξύ των δίσκων τους. Σήμερα πια δείχνουν πρόθυμοι να αναθεωρήσουν αρκετά κατεστημένα, να αφήσουν ένα ρεύμα ανανέωσης να μπει στους κυλίνδρους τους και να αποφασίσει γι’ αυτούς.

Με μια πρόγευση αισθητά ομαλή, όπως το εισαγωγικό “Reflective”, που ξεπερνά τα 7 λεπτά και μεταβάλλεται μέσα σε συντεταγμένες συγγενικών συναισθημάτων που μεταφέρει η φορτισμένη φωνή του Moulding, αρχίζει να διαγράφεται αυτός ο σύγχρονος τρόπος προσέγγισης αλλά και ακουστικής. Το “Entitled”, αρκετά κοντά στο ύφος του προκατόχου του, φιλοξενεί πολλές διακριτικές λεπτομέρειες ήχων που συμπλέουν με την πυκνή και ουσιαστική δομή του τραγουδιού.

Από το σημαντικό για τους ίδιους “White Ashes” και μετά, αποκαλύπτεται το όραμα του “Homeless”. Ξεκινώντας στιχουργικά σαν μια πικρή αναφορά στη διαφθορά της ηγεσίας, σε πολιτικές και θρησκευτικές αποφάσεις, πήρε μια ευρύτερη και αναγκαία τροπή μετά την τεράστια καταστροφή από τις πυρκαγιές στην πατρίδα τους και έχει πια και μια προφητική αύρα.

Μουσικά, μια από τις δυνατότερες επιθέσεις στη μνήμη από τα τραγούδια σε αυτό τον δίσκο, μεταφέρει μια σεβαστή εντύπωση του “Seasons End” των Marillion, μιας από τις μεγαλύτερες επιδράσεις τους. Άλλωστε αν θελήσει να κάνει κανείς αναγωγές σε άλλα σημεία αναφοράς για να δώσει μια πρώτη ιδέα για το “Homeless”, δεν θα αποφύγει επιλογές της Hogarth era αλλά και τις πιο ουσιαστικές εκφράσεις των Gazpacho.

Στο δίπτυχο “Home”- “Homeless”, η διάφανη ευγενική και ισορροπημένη αγωνία του πρώτου δίνει τη σκυτάλη στη ρυθμική απάντηση του δεύτερου που χρωστά αρκετά στην περίφημη 80’s era των Rush, και η παράσταση όλων των μουσικών και ιδιαίτερα του ντράμερ Steven Eaton είναι υποδειγματικά έξυπνη και λειτουργική, όπως και σε ολόκληρο το άλμπουμ, διευρύνοντας το βάθος της απόλαυσης.

Κι αυτή η σοφή διαχείριση στο παίξιμο από το σύνολο γεμίζει στολίδια σαν το “The Tables Have Turned” ή το “Sirens” με μια συνεχή αναζήτηση πίσω από την προφανή γοητεία των μελωδιών που σταδιακά κορυφώνουν το άλμπουμ ως το φινάλε του.

Αν νιώσεις λίγο στενάχωρα που το βαμβάκι των “In Shadows” και “Gone” είναι βουτηγμένο σε φαρμάκι, μην ξεχνάς πως έχεις διασχίσει ένα ηχητικό μονοπάτι όπου η εξάρτηση από την τεχνολογία, η αύξηση της ανισότητας και της φτώχειας, η καταστροφή του περιβάλλοντος και ο αχαλίνωτος λαϊκισμός κάθε εξουσίας συνεχίζουν να στέκονται περισσότερο από ποτέ απέναντι στην ατέρμονη αναζήτηση του ανθρώπου για διαφωτισμό, συναίσθηση και καρδιά.

Με μια περίτεχνη, ελκυστική, ουσιώδη και πανέμορφη μουσική παγίδα, οι Αυστραλοί σου ζητούν να σκεφτείς πως δεν είναι αδύνατο να υπάρξουν θετικές αλλαγές στις ζωές μας με μια συλλογική αλλαγή νοοτροπίας. Ή τουλάχιστον να σταθείς στη σωστή πλευρά της ιστορίας αν όλα πάνε κατά διαόλου. Επίκαιρο;

786
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…