…AND YOU WILL KNOW US BY THE TRAIL OF DEAD: “X: The Godless Voice and Other Stories”

ALBUM

Πώς να βοηθήσεις κάποιον να επιχειρήσει να προσεγγίσει το νέο άλμπουμ των Τεξανών, όταν δεν έχει την παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται;

Σημαντική σίγουρα είναι η ανατομία, και ξεκινώντας από την καρδιά του γκρουπ, είναι απαραίτητο να μάθει πως αυτή αποτελείται ουσιαστικά από δυο φίλους που έπαιζαν μαζί μουσική από το σχολείο: τον τραγουδιστή/κιθαρίστα Conrad Keely και τον ντράμερ Jason Reece. Και οι δυο τους πρέπει ουσιαστικά να θεωρούνται πολυμουσικοί, καθώς συνηθίζουν να επεκτείνονται και σε άλλα καθήκοντα πέρα των βασικών τους ρόλων.

Ένα άλλο σοβαρό στοιχείο είναι η ηλικία, καθώς συμπληρώνονται πια 25 χρόνια από την αφετηρία της πορείας τους και, όπως μαρτυρά και το “X” στον τίτλο, αυτό είναι ήδη το 10ο άλμπουμ τους, μετά από μια υπολογίσιμη διακοπή περίπου πέντε ετών.

Περνώντας σε πιο ουσιαστικά και άμεσα χαρακτηριστικά, όπως η απόχρωση της μουσικής τους επιδερμίδας, οι γνωστοί και για λόγους συντομίας “Trail Of Dead” μπορεί να χαρακτηρίζονται σαν μια μπάντα εναλλακτικού rock, αλλά μάλλον είναι ουσιαστικά μια ενδιαφέρουσα απόπειρα να γεφυρωθούν διαφορετικοί ήχοι. Από τη μια η εκρηκτικότητα και η δύναμη των Sonic Youth ή των Fugazi και από την άλλη η ντελικάτη προσέγγιση των Floyd ή των Genesis, αλλά και νεοκλασικά ψήγματα, γίνονται εργαλεία στο εργαστήρι τους για να προκύψει η δική τους έκφραση. Πάνω στο σανίδι, πάντα συνήθιζαν να αγριεύουν αρκετά και έχουν σφυρηλατήσει τον δικό τους live μύθο που περιλάμβανε και καταστροφές μουσικών οργάνων.

Η πενταετής αποστασιοποίηση των δυο φίλων και συνεργατών δεν τους εμποδίζει φυσικά να επανεκκινήσουν αυτόματα τον “T.o D.” μηχανισμό, που υπακούει ιδανικά στο κάλεσμα της μνήμης σαν το κολύμπι ή το ποδήλατο. Στα δώδεκα νέα τραγούδια (με το πρώτο να είναι ουσιαστικά εισαγωγή), οι Keely και Reece συνεχίζουν να κυνηγούν αυτό που έχουν δηλώσει πως έχουν σαν στόχο: με βάση τον ήχο τους θέλουν να γράψουν “pop” τραγούδια, όχι για τα χωράφια των charts, αλλά για το δικό τους ιδεατό ραδιόφωνο.

Αυτό που φαίνεται άμεσα, από την πρώτη ολοκληρωμένη βόλτα στο “X”, είναι πως αυτή η φιλική, στρογγυλεμένη προσέγγιση που υποδηλώνει η φιλοδοξία τους αυτή, υπάρχει έξυπνα και επιδέξια παντού, οδηγώντας όλες τις διαφορετικές διαθέσεις των τραγουδιών τους. Παίρνοντας ενδεικτικά το “Children of the Sky”, που ακούγεται σαν μια αλυσίδα με τους κρίκους όλων των δυναμικών του γκρουπ, είναι ευδιάκριτη αυτή η φιλική βάση και πρόθεση των συνθετών. Και το αμέσως επόμενο “Who Haunts the Haunter”, έχοντας πια φτάσει στα βάθη του άλμπουμ, επιδεικνύει και μια ελιτίστικη ελαστικότητα με τις ανοιχτές ατμοσφαιρικές του παγίδες που σε σπρώχνουν σε παροδικές εκρήξεις, πάντα πάνω στο επιτακτικό, κλιμακωτό drumming του Reece.

Έχουν ήδη προηγηθεί, μετά την προώθηση του εισαγωγικού “The Opening Crescendo” και πιο μονόδρομες συνθέσεις σαν τα ενισχυμένα “All Who Wander” και “Into The Godless Void”, ή το πιο ντελικάτο “Something Like This”, καθώς και το ραδιοφιλικό “Don’t Look Down”. Σημαντικό όμως κεφάλαιο του “X” είναι το “Blade of Wind”, με όμορφες λεπτομέρειες και μικρές εντυπώσεις, ένα επικό, υμνικό indie ταξίδι με μια ιδιαίτερη ομιχλώδη αίσθηση και ένα κινηματογραφικό φινάλε.

Οι Trail Of Dead γύρισαν ελαφρώς πιο καλοντυμένοι, αλλά συνεχίζουν να τους κάνουν τα ίδια νούμερα. Ευφάνταστοι στον χώρο αυτό, καθόλου φειδωλοί σε ιδέες και μελωδίες, έχουν φροντίσει να αλληθωρίσουν έξυπνα και πιθανά να κερδίσουν τελείως διαφορετικούς ακροατές αν πάρουν ευκαιρίες. Όπως όμως και να έχει, εναλλακτικό ίσως για τους Αμερικανούς, indie για τους Ευρωπαίους, οι δυο καλλιτέχνες γνωρίζουν καλά να το προσφέρουν σε μια εκδοχή πολυτελείας, ξεκινώντας ήδη από το εξώφυλλο.

623
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…