Είδη: Experimental, Post Punk, Post Worldbeat, Psychedelic Soul
Δισκογραφική: Matador Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 17/1/2020
Η φράση μας για σήμερα είναι: “Άρτια δομημένο χάος”. Σχεδόν αυτόματα, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατό αυτές οι τρεις λέξεις να συνυπάρχουν, αποδίδοντας μάλιστα και συγκεκριμένο νόημα (και όχι “Ουάου, ο τύπος είπε κάτι αυθεντικό και βαθύ, πρέπει μάλλον να έχει κάνει τη μελέτη του”, όπως θα επιθυμούσε ο υποδορίως νάρκισσος εαυτός μου). Όμως εδώ δε δίνουμε τέτοιες απαντήσεις (τουλάχιστον όχι σκόπιμα ή ευθέως), αλλά προσφέρουμε μία ευκαιρία να αποκοπείτε για περίπου σαράντα λεπτά από το κοινωνικό δόγμα και να το ατενίσετε ενδελεχώς με την υπόκρουση του νέου πονήματος των Algiers.
Για όσους δεν είχαν την τύχη να (παρ)ακολουθήσουν την εμπρηστική μουσική τετράδα από την Ατλάντα, θα κάνουμε μία μικρή περίληψη των προηγουμένων. Ως τριάδα και χωρίς τον καίριο και απολύτως απαραίτητο (ζωντανά σκίζει) Matt Tong, οι Franklin Fisher, Ryan Mahan και Lee Tesche δημιούργησαν τους Algiers στο Λονδίνο το 2012, και έκτοτε κυκλοφορήσαν τρία άλμπουμ : (με την προσθήκη του Tong λίγο πριν κυκλοφορήσει) το ομώνυμο του 2015, το “The Underside Of Power” και φέτος το πολυαναμενόμενο “There Is No Year”. Τα πρώτα δύο συντέθηκαν και προέκυψαν τμηματικά, ανάμεσα σε περιοδείες και ανταλλαγές υλικού μέσω του διαδικτύου. Το γεγονός ότι απέδωσαν δύο ολοκληρωμένα και (για τα δεδομένα των συνθηκών και του ύφους που πρεσβεύουν) συγκροτημένα άλμπουμ, είναι η απόδειξη της μουσικής τους δεινότητας αλλά και επικοινωνίας. Μόνο όμως για το φετινό τους LP είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν και οι τέσσερις, ώστε να δημιουργήσουν ένα πλήρως συνεκτικό έργο. Και με αυτές τις συνθήκες θα το εξετάσουμε (ανοικτή βιοψία, αν θέλετε).
Ήδη από την κυκλοφορία του “Can The Sub_Bass Speak?” (δεν περιλαμβάνεται στο άλμπουμ), οι Algiers έδειξαν πως ακολουθούν πλήρως τη ροή της πληροφορίας όσον αφορά στο όνομά τους. Απάντησαν εκκωφαντικά, με μία σχεδόν jazz παροξυσμική εφόρμηση, δείχνοντας ότι, όσο τρωτή και αν είναι η φύση τους, η τέχνη τους, ως μία δημιουργική ιδέα είναι πλήρως άτρωτη και έχει το δυναμικό να μεταμορφώνεται σε ό,τι την προστάζει το συγκρότημα, η ζωντανή μονάδα που τη γεννάει.
Έχοντας την τύχη να τους παρακολουθήσω ζωντανά στο Ναό πέρυσι στις 9/2, το εναρκτήριο, ομότιτλο κομμάτι του “There Is No Year” (και ο επίλογος του “Void”), αφύπνισε όλη την ενέργεια που βρισκόταν σε λήθαργο από εκείνη τη μέρα και δημιούργησε ένα οικείο αίσθημα, προετοιμάζοντας το έδαφος για όσα ακολουθούν.
Ηχητικά δεν υπάρχει κάποια απρόσμενη και ριζική αλλαγή, αφού το post punk τους αγναντεύει τη σύγχρονη δυστοπία με τον ίδιο “επιθετικό” τόνο, και η φωνή του Fisher είναι αυτή που οδηγεί στην ουσία τις συνθέσεις, με τα όργανα να στοιχειοθετούν το ορμητήριο των ερμηνειών του, αλλά και να αποσυμφορίζουν την ατμόσφαιρα, προσδίδοντας μία ομαλότητα στη ροή, η οποία απουσίαζε από τις προηγούμενες κυκλοφορίες. Μέσα στη μουσική ρητορική του άλμπουμ, έχουν ενσωματωθεί οι ασυμβίβαστες φράσεις του single που προανήγγειλε τον ερχομό του, με το σαξόφωνο του Skerik στο εναρκτήριο, αλλά και στα “Losing Is Ours” και “Chaka” (το δεύτερο είναι ίσως η δυνατότερη στιγμή του “There Is No Year”, τοποθετημένη στρατηγικά στη μέση), να παραληρεί ευφάνταστα.
Οι κιθάρες του Lee Tesche, αν και πάντα με ζοφερή λιτότητα (όπως σε όλες τις κυκλοφορίες του συγκροτήματος), αποκτούν μία πιο ηχηρή παρουσία πλέον, κορυφώνοντας την ένταση στο “Void”, το οποίο έχει την πιο καθαρή punk αισθητική και την περισσότερη εξωστρέφεια που έχουν επιδείξει ποτέ οι Algiers. Αν μη τι άλλο, η ποιητική υπόσταση των riffs τα οποία πηγαινοέρχονται μεταξύ συνειδητού και υποσυνειδήτου, κολακεύουν ακόμα περισσότερο την άλλοτε χωρίς υφή και άλλοτε υπέρβαρη ατμόσφαιρα των κομματιών τους.
O Ryan Mahan εξελίσσεται στην αγαπημένη μου μορφή του συγκροτήματος, αφού το μπάσο και η δουλειά του στα synths και τα samples αποτελούν την ουσιαστική ραχοκοκκαλιά των συνθέσεων, πάνω στην οποία “χορεύουν ανεπαίσθητα” οι Tesche και Fisher. Φυσικά, η στιβαρότητα αυτού του υποστρώματος ενισχύεται από τη συμμετοχή του Matt Tong, ο οποίος δίνει χειροπιαστή ζωντάνια στο ρυθμό των κομματιών και τα καίρια χτυπήματά του αναδύονται πλέον στην επιφάνεια. Ο παλμός των Algiers (στουντιακά, στις ζωντανές εμφανίσεις είναι ασύλληπτος), δεν ήταν ποτέ πιο ισχυρός.
Όσον αφορά την έμπνευση του λεκτικού μανιφέστο, οι στίχοι αποτελούν κλάσματα ενός επικού ποιήματος, ευρεσιτεχνίας Fisher, με το όνομα “Misophonia” (μισοφωνία είναι η κατάσταση κατά την οποία το άτομο βρίσκει τους ήχους ανυπόφορους ή εκνευριστικούς, η οποία εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά/αποστροφή προς την πηγή τους). Όσο εξωστρεφής γίνεται η μουσική, τόσο πιο εσωτερικές γίνονται οι πάσης φύσεως απαγγελίες του πολυμήχανου frontman, και μάλιστα χωρίς πλούσιες αναφορές σε ιστορικά τεκταινόμενα καταπίεσης και αντίστασης, όπως μας είχε συνηθίσει. Αυτή η θεματική αυτοεξορία, η οποία δεν εξερευνάται πλήρως στην έκταση του άλμπουμ, αποτελεί τη νέα τάση στους “βομβαρδιστικούς” λόγους των Algiers και σίγουρα αναδύεται ως μία νέα πηγή ενδιαφέροντος για το ποιόν ενός μουσικού, ο οποίος εναντιώνεται στην ίδια του τη φύση, βρίσκοντας τους ήχους (πάσης φύσεως) ειδεχθείς.
Αυτό είναι και το κομβικό σημείο αυτής της κυκλοφορίας, αφού η ελευθερία στην ερμηνεία από τον κάθε ακροατή αποτελεί ένα στοιχείο που είτε θα το εξυψώσει ως ένα εξαιρετικό αποκύημα της ελευθερίας της τέχνης ή θα το καταβαραθρώσει ως ένα ακόμα δημιούργημα, το οποίο υπολείπεται στόχου και θεματικής προσέγγισης.
Εκεί έγκειται όμως και η μεγαλύτερη επιτυχία του “There Is No Year”, από τον τίτλο του μέχρι τα τελευταία liner notes του. Αποτελεί πηγή μετάφρασης, ερμηνείας και αναζήτησης, δίχως να θεωρεί επονείδιστο το να νοηματοδοτείται, ανά πάσα στιγμή, από τον κάθε άνθρωπο που εκτίθεται στο μήνυμά του. Υφίσταται ως ένα διαχρονικό έργο αφύπνισης, το οποίο δεν αναλώνεται στο να συγκεκριμενοποιήσει το σκοπό του, αλλά αφουγκράζεται και υποδέχεται θερμά εκείνους των ανθρώπων, που θα το χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήριο για το δικό τους τέλος. Αρνείται να καταταχθεί σε μία εποχή, καθώς οι ανησυχίες του είναι συνεχείς, όπως και η ίδια η ύπαρξη της ζωής.
Εξαπολύοντας την τρίτη τους ηχητική παρέμβαση, οι Algiers απομακρύνουν τις περίσσειες , οι οποίες ως τώρα καθιστούσαν το αποτέλεσμα επισφαλές, και αποδίδουν την πιο ηχητικά ολοκληρωμένη δουλειά τους μέχρι σήμερα. Απαντώντας μόνο σε μία ερώτηση αλλά γεννώντας μία ντουζίνα νέες, αφήνουν το ακροατήριο να μαντεύει, αποδεικνύοντας πως επιθυμούν μόνο την αμέριστη προσοχή του, αφού τα προσχήματα θα είναι για εκείνους πάντοτε ένα ειρωνικό υπόβαθρο.
Facebook: https://www.facebook.com/Algierstheband/
Bandcamp: https://algierstheband.bandcamp.com/
Instagram: https://www.instagram.com/algierstheband
Twitter: https://twitter.com/algiersmusic?lang=el