Είναι κάποιες συναυλίες που δε συνειδητοποιείς πόσο ανάγκη τις είχες μέχρι να φτάσουν στο τέλος τους.
Τους Alcest τους περίμενα πώς και πώς, όντας ένα σχήμα που άργησε να μου τραβήξει την προσοχή με αποτέλεσμα να μην τους έχω ξαναδεί από κοντά. Και η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν προετοιμασμένη για αυτό που με βρήκε.
Την περασμένη Τετάρτη, σε ένα Gagarin φίσκα από νωρίς, συγκεντρωθήκαμε για να απολαύσουμε τους μαγευτικούς “Once Upon A Winter”, αυτό το πολύ ξεχωριστό post rock σχήμα από τη Θεσσαλονίκη. Οι Once Upon A Winter έχουν τη μοναδική ικανότητα να συγχέουν το post rock με το blackgaze, όχι ως δύο ξεχωριστά και αυτούσια υποείδη, αλλά σαν μια συνεχώς μεταλλασσόμενη οντότητα, πράγμα που εκτιμώ αφάνταστα γιατί δείχνει πως έχουν βρει ένα δικό τους στυλ μέσα σε ένα είδος μουσικής που κακά τα ψέματα, έχει παρακμάσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι με το δεύτερο κιόλας δίσκο τους “.existence”, υπέγραψαν με τη φινλανδική εταιρεία Snow Wave Records το 2018. Ηχητικά υπάρχει ένα μεγάλο εύρος ως προς τις επιρροές των Once Upon A Winter, από τον πειραματισμό των 65daysofstatic, τη μελωδικότητα των Sigur Ros, έως και τις πολύ αισιόδοξες (εδώ γελάμε – ή κλαίμε) κιθάρες των αγαπημένων μου MONO.
Το αριστοτεχνικό musicianship των μουσικών που απαρτίζουν πλέον τους Once Upon A Winter, η χημεία μεταξύ των μελών και το πόσο αβίαστα έβγαιναν οι κινήσεις τους ήταν πραγματικά άξια θαυμασμού, πράγμα που δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά φάνηκε από μεγάλο ποσοστό του κοινού που παρά την σε πρώτη φάση αναταραχή, κατέληξε να παρακολουθεί αποσβολωμένο αυτό που συνέβαινε επάνω στη σκηνή. Όταν γίνεται αυτό, ξέρεις πως οι μουσικοί έχουν κάνει κάτι πολύ καλά. Όντας η πρώτη φορά που έβλεπα και τους Once Upon A Winter από κοντά, οι στιγμές που πρωταγωνιστούσαν τα screams του Ηλία ήταν τουλάχιστον ανατριχιαστικές, σχεδόν θεραπευτικές για εμένα. Ανυπομονώ και ελπίζω να τους ξαναδούμε σύντομα κάπου.
Οι Θεσσαλονικείς μας αποχαιρέτησαν και συνέχεια είχαν οι αγαπημένοι Alcest. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος για προετοιμασία στη σκηνή, οπότε και εμείς προλάβαμε να εξοπλιστούμε με τα απαραίτητα καύσιμα (ναι, μπύρες), όσο και να κάνουμε ένα catch up στο ενδιάμεσο με φιλικά πρόσωπα. Παρ’ όλα αυτά, με τον ερχομό των Alcest στη σκηνή, οι κουβέντες σταμάτησαν. Τϊποτα άλλο δε χώραγε εδώ. Οι πρώτες κιόλας νότες του “Komorebi”, άπλωσαν το φως τους παντού. Από την αρχή κιόλας του set τους αναρωτιόμασταν πώς καταφέρνει αυτή η μπάντα να παίζει τόσο εξευτελιστικά καλά, να είναι τόσο in sync, να είμαστε τόσο μαγεμένοι ήδη. Εν τω μεταξύ, θεωρώ αξιοσημείωτο το πώς έχουν καταφέρει στο “Komorebi” να δώσουν μια ολοκαίνουρια σημασία σε punk παίξιμο drums, αλλά ίσως αυτό να είναι ένα δικό μου hot take. Θα περάσει. Ο Neige, καθόλη τη διάρκεια του set τους, χαμογελούσε σε κάθε άτομο από το κοινό με το οποίο έκανε οπτική επαφή, την οποία και επιδίωκε συνεχώς, πράγμα που έβρισκα πολύ πηγαία γλυκό και όμορφο. Ήταν σαν να ένιωθε και ο ίδιος ευγνώμων που βρισκόταν μαζί μας, ακριβώς όσο αισθανόμασταν κι εμείς. Είχε, με κάποιον μαγικό τρόπο, σπάσει το αόρατο barrier ανάμεσα σε κοινό και σκηνή. Και αυτή είναι και η μεγαλύτερη μαγεία, και η βαθύτερη ουσία των συναυλιών.
Οι Alcest, παρόλο που πλέον μπορούμε αναμφίβολα να πούμε πως κουβαλάνε κάποια χρόνια στις πλάτες τους, κάθε άλλο παρά ταλαιπωρημένοι φαινόντουσαν. Στην πραγματικότητα, βλέποντας τους γάλλους ζωντανά, είναι κάπως σαν να έχουν κάνει master πλέον οι ίδιοι τις ικανότητές τους και τους ίδιους, σε υπερφυσικό βαθμό. Σαν να βλέπουμε Alcest στο τετράγωνο ένα πράγμα.
Συνεχίζοντας, τηρήθηκε η στουντιακή συνέχεια του φετινού δίσκου και ακούσαμε τα “L’Envol” και “Améthyste”, ενώ μετά έγιναν οι απαραίτητες στάσεις στο πολύ κοινώς αγαπημένο “Spiritual Instinct”, με τα “Protection” και “Sapphire”, απογειώνοντας την ανταπόκριση του κοινού. Φυσικά, για εμένα, ως γνήσιου λάτρη του αριστουργηματικού “Écailles de lune”, η στιγμή που ακούστηκε το ανατριχιαστικό “Écailles de lune pt.2”, ήταν και αυτή που θα με στιγμάτιζε περισσότερο, κάνοντάς με να ακροβατώ ανάμεσα στα τόσα συναισθήματα που ξεχείλιζαν από μέσα μου και την προσπάθεια να συνειδητοποιήσω πως αυτό που ακούω συμβαίνει πραγματικά.
Ομολογώ πως την περίπτωση των φωνητικών του Neige, δεν την έχω ξανασυναντήσει. Όπως πολύ σωστά επισήμανε ένας φίλος, η ικανότητά του να βγάζει screams χωρίς κανέναν ιδιαίτερο μορφασμό, αλλά με απόλυτα χαλαρωμένους μύες, ως κάτι που casually συμβαίνει, είναι πέρα από κάθε κατανόηση, πράγμα που διαπιστώναμε όλο και πιο έντονα κομμάτι με το κομμάτι. Με το δισκογραφικό back and forth να συνεχίζεται, επιστρέψαμε στο “Les Chants De l’ Aurore”, με το Flamme Jumelle. Βέβαια, η στιγμή που ακούσαμε το “Le Miroir” (Spiritual Instinct), έμελλε να ήταν και από τις πιο δυνατές της βραδιάς. Είναι στοιχειωτικό να ακούς ζωντανά αυτές τις κιθάρες, με την αγγελική φωνή του Neige να τυλίγεται γύρω σου και να σου λέει πως ξέρεις τι, όλα θα πάνε καλά. Τελικά, αξίζει να σφίγγουμε τα δόντια μας τις δύσκολες ώρες, γιατί συναυλίες σαν των Alcest, με τέτοια βαθιά θεραπευτική ικανότητα, σε ανταποδίδουν με το παραπάνω.
Η βραδιά βρισκόταν λίγο πριν το τέλος της, και φυσικά ένα πέρασμα από το “Souvenirs D’un Autre Monde”, χρειαζόταν την τιμητική του.
Με το ομώνυμο κομμάτι λοιπόν, ήρθε ο πιο έντονος blackgaze χαρακτήρας των Alcest στην επιφάνεια, αυτός που μας έκανε να τους αγαπήσουμε τόσο. Όλοι μαγεμένοι με αυτό που ακούμε, με τους Alcest να μας καθαρίζουν την ψυχή όπως μόνο αυτοί ξέρουν. Είναι αυτή η μαγεία του blackgaze, που σε γεμίζει με φως ενώ ταυτόχρονα ρίχνει την καρδιά στο στομάχι σου. Αυτή που δε θα άλλαζα με τίποτα.
Εννοείται πως μια στάση από το επίσης πολύ αγαπημένο “Kodama” με το “Oiseaux De Proie” ήταν απαραίτητη, και εκτίμησα ομολογουμένως πολύ την επιλογή αυτού του κομματιού από το δίσκο, μιας που έδωσε στη βραδιά ένα έξτρα δικό του στοιχείο – εκεί που έλεγες πως δε γίνεται να γίνει καλύτερο όλο αυτό. Και φυσικά, καθώς η ένταση ανέβηκε και τα screams του Neige μας έχουν ανατριχιάσει στον πυρήνα μας, έρχεται η στιγμή για το encore, πράγμα που δεν κατάλαβα καν πώς προέκυψε, έχοντας χάσει εντελώς την επαφή με το χρόνο. Είχε έρθει όμως η ώρα για το “Autre temps” (Les Voyages de l’âme). Η εισαγωγή των κιθαρών μας είχε ήδη κλέψει την ψυχή και δεν υπήρχε γυρισμός από αυτό. Ένα από τα πιο ιδανικά τους τραγούδια για κλείσιμο, που συνδυάστηκε με το κυριολεκτικό τους αντίο προς εμάς, με το “L’Adieu”, να δίνει τέλος σε μια βραδιά γεμάτη συναισθήματα, χρώματα και φως. Αν το post rock θεωρείται (δικαίως) η ηρεμία πριν την καταιγίδα, οι Alcest είναι ξεκάθαρα η γαλήνη κατά τη διάρκεια της καταιγίδας. Όσοι παρευρεθήκαμε την Παρασκευή στο Gagarin και συνδεθήκαμε πνευματικά με αυτόν τον μοναδικό τρόπο, θα έχουμε να λέμε το πόσο τυχεροί αλλά και ευγνώμωνες είμαστε. Τους ευχαριστούμε για όλα.
316