AIRBAG: “A Day At The Beach”

ALBUM

Είδος: Progressive Rock
Δισκογραφική: Karisma Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 19 Ιουνίου 2020

Τέσσερα χρόνια μετά το “Disconnected” οι Νορβηγοί κυκλοφορούν το 5ο τους άλμπουμ με ένα εξώφυλλο ενός κάποιου φωτεινού υπαινιγμού, συγκριτικά πάντα με τον απόλυτα δυσοίωνο προκάτοχό του. Με τα κεφάλια βέβαια από τις κούκλες χωμένα στην άμμο και την πανοραμική ομορφιά μιας ξεχωριστής ώρας της ημέρας να περνά αναξιοποίητη, ίσως “η μέρα στην ακτή” να είναι εξίσου επώδυνη με την ατομική αποτυχία να ενταχθείς και να συμφιλιωθείς σε μια συλλογική ζωή.

Από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι Airbag κατάφεραν σταδιακά να υψώσουν μια καθόλου ευκαταφρόνητη υπόληψη στον χώρο του progressive rock. Περισσότερο εθισμένοι στα απλωμένα ηχοτοπία που κάνουν τον ακροατή να μεταφέρεται από ένα συνεχές υπόστρωμα ήχων και ρυθμών, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη λογική και τις συνθετικές τακτικές του λεγόμενου neoprog. Με ακούσματα που έχουν τις ρίζες τους στην δεκαετία του ’80 και προσπερνούν τα τυπικά δεδομένα του χώρου αυτού, μοιάζουν στο νέο τους έργο να επιμένουν λίγο παραπάνω σε νεοκυματικά μοτίβα, ηλεκτρονικές διαβάσεις αλλά και τα κλασικά κινηματογραφικά χαλιά που σχηματίζουν εικόνες απομόνωσης.

Δεν ξέρω αν τρέχει κάτι σημειολογικά με τον αριθμό “έξι”, αλλά όπως και στον προκάτοχό του, το αποτέλεσμα της έμπνευσης μεταφράζεται σε έξι μουσικά κεφάλαια. Η συνήθης μελαγχολική τους λιτότητα σέρνει ξανά τα ηνία του δίσκου, ακόμα και στα διαστήματα που κάποιοι εντονότεροι επαναληπτικοί ρυθμοί σπρώχνουν τα τραγούδια. Είναι άλλωστε παγιωμένη η μοίρα της απόπειρας να εκφραστούν και οι μεγάλες εκπλήξεις και αποκλίσεις έχουν αποκλειστεί από καιρό. Έτσι η ηλεκτρονική, σταδιακή ένταξη του “Machines And Men”, που μας υποδέχεται αρχικά, θα γεμίσει στην εξέλιξη με πιο γνώριμη κιθαριστική επιφάνεια. Σίγουρα όμως οι ρυθμικές εντυπώσεις που φέρνουν στη συνέχεια της διαδρομής έντονα στο μυαλό New Order, υποδηλώνουν πως οι Νορβηγοί θέλουν να ανοίξουν την παλέτα τους, διακριτικά όμως και με σεβασμό στις γνωστές τους αποχρώσεις.

Το πρώτο μέρος του ομότιτλου είναι ένα οργανικό minimal πέρασμα, σχετικά σύντομο χρονικά, συγκριτικά με τις διάρκειες των άλλων, και δίνει αυτή την εντύπωση πως θα επιστρέψει. Τα παραπάνω από δέκα λεπτά του “Into The Unknown” χρίζονται άμεσα από τα πολυτιμότερα του άλμπουμ, μια προσεκτικά συναρμολογημένη γέφυρα από τα αντίστοιχα τοπία του Graig Armstrong μέχρι τις απλωμένες μνήμες του “Division Bell”, χαίρει ιδιαίτερης αντιμετώπισης από την ερμηνεία του Tostrup και το αυστηρά Gilmour-ικό σόλο του Riis.

Ένα ιδιαίτερο ηχητικό τόλμημα είναι η post punk αίσθηση του “Sunsets” και οι ενδιαφέροντες ήχοι που σταδιακά συνυπάρχουν με τις γνώριμες αναλογίες τους σε μια διαδρομή με διαφαινόμενη αγωνία και ένταση. Η δραματική του έξοδος μοιάζει με κάθαρση, μια εντύπωση που επιστρέφει και στον εντυπωσιακό “Megalomaniac”. Με τον Riis να παίρνει την ανάπτυξη του τραγουδιού από το χέρι, έρχεται η οριστική κορύφωση που αφήνεται στον καθένα να την οικειοποιηθεί ανάλογα.

Δεν μπορώ να γνωρίζω αν η διακριτική δοκιμή προσθήκης άλλων στοιχείων είναι μια αρχή που θα κλιμακωθεί ή απλά μια παροδική απόχρωση στο συνολικό τους ήχο, αλλά οι Airbag, χωρίς να θυσιάσουν τίποτα από όλα τα θέλγητρά τους, έδωσαν πρόσθετο ενδιαφέρον σε άλλο ένα κεφάλαιο της ιστορίας τους, που σφραγίστηκε και από την αποχώρηση δυο μελών.

Με την καθιερωμένη τους μουσική πάλη ανάμεσα στην παλίρροια και την άμπωτη να αναπαριστά τη φυγή ενός συζύγου/πατέρα/αδερφού από την οικογένεια σε ένα άγνωστο μέλλον, μας αφήνουν να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτούς που παλεύουν να επιβιώσουν και αυτούς που παρακολουθούν από ασφαλή απόσταση.

https://www.airbagsound.com/
https://www.facebook.com/airbagsound/

648
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…