ADRIAN SMITH/RICHIE KOTZEN: “Smith/Kotzen”

ALBUM

Είδος: Hard rock, blues rock
Εταιρεία: BMG
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 26 Μαρτίου 2021

Μια δεκαετής φιλία μεταξύ των δυο μουσικών μεταφράζεται τελικά σε ένα πλήρες άλμπουμ, με καταλύτη μια γυναικεία επιταγή. Η γυναίκα του Smith, Nathalie, ήταν προτρεπτική στην αρχική δοκιμή της συνεργασίας και όπως αποδείχτηκε, υπήρχε χημεία και άνεση επικοινωνίας ανάμεσά τους.

Όσο περίεργη και αν φαίνεται η σύμπραξη αυτή, είναι άδικο να παραβλέψει κανείς πως ο Smith υπήρξε πάντα ένας πολύπλευρος ακροατής με μια ειλικρίνεια που του έδινε τη δύναμη και το ταλέντο να δημιουργεί και έξω από τις γνώριμες και δημοφιλείς συντεταγμένες των Iron Maiden. Οι περιπέτειες των ASAP, και αργότερα των Psycho Motel, είναι ηχογραφημένες αποδείξεις πως οι ανησυχίες και οι μορφές έκφρασης του ανθρώπου που όλοι γνώριζαν σαν “κιθαρίστα των Maiden”, ήταν πολυσχιδείς και άγνωστες στους περισσότερους. Ο Kotzen από την άλλη είναι σίγουρα πιο συγκεκριμένος, όμως φάνηκε πως μπορούσαν να συναντηθούν κάπου ανάμεσα στον ωκεανό που χωρίζει την ευρωπαϊκή με την αμερικανική μουσική κουλτούρα του rock.

Οι δυο φίλοι μοιράστηκαν σχεδόν τα πάντα στη σύμπραξη αυτή. Δυο φωνές, δυο κιθάρες, μια Jackson και μια Fender που κουμπώνουν αρμονικά, οι δυο τους ηχογραφούν όλα τα θέματα του μπάσου, και τέλος ο Kotzen κάθεται και στο drum set σε κάποια τραγούδια. Ήρθαν και κάποιοι εκλεκτοί καλεσμένοι να καθίσουν και αυτοί στο σκαμνί των κρουστών, με εξέχουσα μορφή τον McBrain που βάζει τη σφραγίδα του στο “Solar Fire”.

Σε ποιο σταυροδρόμι λοιπόν συναντιούνται τα μουσικά χνώτα τους τελικά; Ένα κλασικό παραδοσιακό hard rock καταφύγιο μοιάζει να φιλοξενεί ζεστά τους δυο δημιουργούς που ενισχύεται και από μια καθόλου ευκαταφρόνητη blues εντύπωση, και αυτή μάλλον οφείλεται περισσότερο στο ρεπερτόριο ακουσμάτων του Kotzen. Μέσα σε αυτή την κορνίζα ύφους και ήχου είναι πιθανό ο ακροατής να ανιχνεύσει τις δικές του εντυπώσεις επίδρασης από τις αντίστοιχες σημαντικές μουσικές παραδόσεις και των δυο πλευρών του ωκεανού.

Πράγματι, για κάθε ευρωπαίο που θα σκεφτεί Deep Purple, ένας αμερικανός θα απαντήσει Mountain, στους Thin Lizzy θα σταθούν απέναντι οι Aerosmith, και στους Whitesnake πιθανά οι ZZ Top. Οι δυο πρωταγωνιστές ισχυρίζονται πως συναντιούνται κάπου στον Paul Rodgers, και αυτή είναι σίγουρα μια βαριά δήλωση.

Με δυο δυνατά χαρτιά, σπουδαίους κράχτες για διαφορετικούς ακροατές, ακόμα και για πιο ντελικάτους ραδιοφωνικούς θαμώνες, το άλμπουμ μας σπρώχνει στα ενδότερα με τα “Taking My Chances” και “Running”, που μας αναγκάζουν να δεσμευτούμε πως θα επιστρέψουμε σύντομα και συχνά σε αυτά. Το περιπλανώμενο και πιο ατμοσφαιρικό “Scars” ανιχνεύει έναν πιο ήρεμο και ενδοσκοπικό ορίζοντα και απλώνει και τα πρώτα jamming των δυο μουσικών που βασίζονται σε μια bluesy συναισθηματική προσέγγιση και λιγότερο σε ψυχρή τεχνική. Το εμφανώς πιο funky “Some People” ακούγεται πιο συμβατικό και αδύναμο, όπως και το “Solar Fire”, που είναι αρκετά διαφορετικό και δυναμικό συγκριτικά με το υπόλοιπο υλικό, αλλά συνθετικά όχι κάτι αξιομνημόνευτο.

Κοντά στο πνεύμα του “Scars” επιστρέφει το “Glory Road”, ίσως με πιο ισχυρές και αυτοκόλλητες μελωδίες και άφθονες bluesy φράσεις από τους δυο κιθαρίστες που ιχνογραφούν μια επική εντύπωση του αμερικανικού νότου. Αυτό το τρίπτυχο των πιο μελωδικών και ατμοσφαιρικών εκφράσεων που απλώνεται στο άλμπουμ, ολοκληρώνεται στο πιο παραπονεμένο “I Wanna Stay”.

Δεν είμαι ακόμα βέβαιος αν οι κάποιες αδύναμες στιγμές του δίσκου είναι συνθετικά κατώτερες ή δεν υποστηρίζονται ανάλογα από τις φωνητικές συνδρομές των δυο μουσικών. Αν και οι δυο τους είναι πολύ καλοί σε αυτό, μια αληθινά σπουδαία φωνή με ξεχωριστό ειδικό βάρος θα ξεσκόνιζε σεβαστές ποσότητες αδιαφορίας σε μερικές από αυτές.

Ίσως τελικά να ήταν απαραίτητη η πραγμάτωση εκείνης της κοινής ονείρωξης με τον μεγάλο Paul Rodgers.

Facebook: https://www.facebook.com/richiekotzenmusic/

648
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…