Για να μην μακρηγορούμε, το “British Steel” είναι ένας δίσκος σταθμός στην ιστορία της μουσικής. Για το συγκεκριμένο δίσκο έχουν γραφτεί άπειρες κριτικές και θα εξακολουθήσουν να γράφονται.
Δεν έχω σκοπό να γράψω για το πόσο φοβερός δίσκος είναι το British Steel, άλλωστε εδώ αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η επανακυκλοφορία του και όχι ο δίσκος αυτός καθ’ αυτός. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για το δίσκο μπορεί να διαβάσει την παρουσίαση που έχει κάνει ο Φώτης Μελέτης στη στήλη Glory Days. Εγώ μόνο να προσθέσω ότι συμφωνώ και επαυξάνω με τα γραφόμενα του Φώτη. Η Deluxe έκδοση του “British Steel: 30th Anniversary” αποτελείται από τρία δισκάκια. Το πρώτο είναι το “British Steel” remastered με την προσθήκη δυο επιπλέον τραγουδιών, μια αρκετά καλή ζωντανή εκτέλεση του Grinder από το 1984 καθώς και το ακυκλοφόρητο “Red, White & Blue” από την περίοδο του “Turbo”, το οποίο είναι μάλλον (αν όχι σίγουρα) αδιάφορο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία πίσω από τη σειρά των τραγουδιών. Η παρούσα έκδοση (όπως και αυτή του 2001) έχει τα κομμάτια με τη σειρά που ήθελε το συγκρότημα, δηλαδή: Rapid Fire, Metal Gods, Breaking The Law, Grinder, United, You Don‘t Have To Be Old To Be Wise, Living After Midnight, The Rage και Steeler. Η δισκογραφική τους εταιρεία αποφάσισε να αλλάξει τη σειρά των τραγουδιών, έτσι ώστε η πρώτη πλευρά στο δίσκο αλλά και στην κασέτα (μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τριάντα χρόνια πριν, τότε που δεν υπήρχαν CD’s) να ανοίγει με το “Breaking The Law” και η δεύτερη με το “Living After Midnight”. Ο λόγος για αυτό ήταν απλός και (από εμπορικής πλευράς) αρκετά έξυπνος, μιας και τα δυο αυτά τραγούδια ήταν τα πρώτα singles που κυκλοφόρησαν από το δίσκο. Τα δυο επόμενα δισκάκια είναι το CD και DVD της εμφάνισης που έδωσαν οι Priest πέρυσι το καλοκαίρι (και πιο συγκεκριμένα στις 17 Αυγούστου) στο Hollywood, όπου έπαιξαν όλο το British Steel συν κάποια επιπρόσθετα τραγούδια. Το DVD περιλαμβάνει ένα τραγούδι παραπάνω (το “Prophecy”) καθώς και ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας περίπου μισής ώρας, στο οποίο οι Priest σχολιάζουν, μεταξύ άλλων, το δίσκο αλλά και το καθ’ ένα κομμάτι ξεχωριστά. Το αρχικό εξώφυλλο του δίσκου ήταν ένα από πιο εμπνευσμένα και έξυπνα εξώφυλλα (σε συνδυασμό πάντα με τον τίτλο του δίσκου). Το νέο εξώφυλλο έχει κοινά στοιχεία με το αρχικό (δηλαδή το ξυράφι), είναι όμως ενταγμένο στο πλαίσιο της εποχής που ζούμε. Το υπόλοιπο artwork της κυκλοφορίας τονίζει το βιομηχανικό περιβάλλον της περιοχής απ’ όπου ξεκίνησαν (λέγε με Birmingham), κάτι στο οποίο αναφέρονται και οι ίδιοι οι Priest στο ντοκιμαντέρ του DVD. Όπως είπαμε και παραπάνω ο σκοπός αυτής της παρουσίασης δεν είναι να εκθειάσει το “British Steel” ούτε να δείξει το πόσο καλοί είναι οι Priest στη σκηνή. Όλα αυτά είναι γνωστά σε όλους. Για αυτό το λόγο θα αναφερθώ επιγραμματικά στο τι συμβαίνει επί της σκηνής. Οι Glenn Tipton και K.K. Downing αποτελούν ένα από τα καλύτερα και πιο δεμένα κιθαριστικά δίδυμα που έχουν υπάρξει ποτέ στο χώρο του rock. Φοβερά riffs, καταπληκτικές μελωδίες, πανέμορφα solos, μαγικές εναλλαγές αναμεταξύ τους, ότι ακριβώς πρέπει να έχει ένα κιθαριστικό δίδυμο. Ο Scott Travis είναι ένας πολύ καλός drummer, στον οποίο μπορούν να βασίζονται απόλυτα οι υπόλοιποι. Ο Ian Hill αποτελεί την ήρεμη δύναμη των Priest, βρισκόμενος ως επί το πλείστον στο πίσω μέρος της σκηνής, κάνοντας headbanging. Αλλά αυτός που κλέβει την παράσταση δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Rob Halford. Αναλογιζόμενος κανείς την ηλικία του από τη μια, και τις απαιτήσεις των κομματιών από την άλλη, δε μπορεί παρά να του βγάλει το καπέλο. Η συγκεκριμένη κυκλοφορία θα ήταν ακόμα καλύτερη αν περιελάμβανε και τα εξής δυο στοιχεία: περισσότερες σκηνές από το κοινό, μια και αυτές είναι πολύ λίγες και δε δείχνουν τι παιζόταν κάτω από τη σκηνή. Επίσης νομίζω ότι θα ήταν καλό αν υπήρχαν σχόλια τόσο του παραγωγού του British Steel (Tom Allom) όσο και του drummer που είχαν οι Priest την εποχή εκείνη (Dave Holland). Είμαι σίγουρος ότι οι οπαδοί των Priest έχουν ήδη αγοράσει αυτή την επανακυκλοφορία. Όσοι δεν είχαν στην κατοχή τους το “British Steel”, η συγκεκριμένη κυκλοφορία είναι μια καλή ευκαιρία να αποκτήσουν ένα δίσκο, ο οποίος ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ αξίζει να λέγεται κλασικός, μαζί με όλα τα έξτρα που περιέχει.
Δημήτρης Καρβούνης